ΕΚΤ: Σταθερός ο δείκτης κόκκινων δανείων το γ’ τρίμηνο του 2024
Στο 2,31%
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), εξαιρουμένων των υπολοίπων μετρητών σε κεντρικές τράπεζες και άλλων καταθέσεων όψεως, διαμορφώθηκε σε 2,31% το τρίτο τρίμηνο του 2024
H EKT δημοσίευσε εποπτικά τραπεζικά στατιστικά στοιχεία των σημαντικών ιδρυμάτων για το τρίτο τρίμηνο του 2024, με τον συνολικό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (εξαιρουμένων των ταμειακών υπολοίπων) να παραμένει σταθερός στο 2,31% σε σύγκριση με το 2,30% το προηγούμενο τρίμηνο και το 2,27% το τρίτο τρίμηνο του 2023.
Το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1) να αγγίζει το 15,72%, μειωμένο από 15,81% το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά αυξημένος από 15,61% πριν από ένα έτος.
Η συγκεντρωτική ετησιοποιημένη απόδοση ιδίων κεφαλαίων έφτασε στο 10,22% το τρίτο τρίμηνο του 2024, από 10,11% το προηγούμενο τρίμηνο, αντιπροσωπεύοντας τη δεύτερη διαδοχική υψηλότερη αναφερόμενη τιμή από την έναρξη της χρονοσειράς (δεύτερο τρίμηνο του 2015).
Το ποσοστό δανείων που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (δάνεια σταδίου 2) στο 9,67%, από 9,45% το προηγούμενο τρίμηνο και από 9,29% πριν από ένα έτος.
Οι συνολικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των σημαντικών ιδρυμάτων (τράπεζες που εποπτεύονται απευθείας από την ΕΚΤ) ήταν μειωμένοι σε τριμηνιαία βάση το γ΄ τρίμηνο του 2024, αλλά αυξημένοι σε σχέση με ένα έτος πριν. Ο συνολικός δείκτης κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε σε 15,72%, ο συνολικός δείκτης βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 σε 17,15% και ο συνολικός δείκτης συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε 19,81%. Η τριμηνιαία εξέλιξη οφείλεται στην αύξηση του συνολικού ανοίγματος σε κίνδυνο (παρονομαστής) κατά 161,29 δισεκ. ευρώ. Αυτό υπερίσχυσε της αύξησης των κεφαλαίων (αριθμητές), τα οποία αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 20,61 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ο δείκτης CET1 κυμάνθηκε από 12,82% στην Ισπανία έως 22,76% στη Λετονία το τρίτο τρίμηνο του 2024.
Σε επίπεδο τομέων, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων το τρίτο τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκε σε 3,65% για τα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) (από 3,56% το προηγούμενο τρίμηνο και 3,40% πριν από ένα έτος) και σε 2,25% για τα δάνεια προς νοικοκυριά (από 2,23% το προηγούμενο τρίμηνο και 2,21% πριν από ένα έτος). Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων για τα δάνεια προς τις ΜΧΕ με εξασφαλίσεις από εμπορικά ακίνητα διαμορφώθηκε σε 4,56%, μειωμένος σε σύγκριση με 4,61% το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά αυξημένος από 4,22% πριν από ένα έτος. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 4,88%, έναντι 4,81% και 4,52% το προηγούμενο τρίμηνο και το προηγούμενο έτος αντίστοιχα.
Το σύνολο των δανείων σταδίου 2 ως ποσοστό των συνολικών δανείων αυξήθηκε σε 9,67% (από 9,45% το προηγούμενο τρίμηνο). Ο δείκτης αυξήθηκε σε 13,93% λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα δάνεια προς τα ΝΠΙΔ και σε 9,11% για τα δάνεια προς τα νοικοκυριά (από 13,56% και 8,80% αντίστοιχα το προηγούμενο τρίμηνο).
Η συνολική ετησιοποιημένη απόδοση ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 10,22% το τρίτο τρίμηνο του 2024 έναντι 10,11% το προηγούμενο τρίμηνο και 10,01% το τρίτο τρίμηνο του 2023. Η σημαντική αύξηση των λειτουργικών εσόδων, κυρίως λόγω των υψηλότερων καθαρών εσόδων από τόκους, τα οποία αυξήθηκαν κατά 4,10% σε ετήσια βάση, αντισταθμίστηκε στην πραγματικότητα από ένα υψηλότερο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων (λόγω της αύξησης των αποθεματικών κατά 8,16% σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν).
Μετά την αύξηση το 2022 και το 2023, το συγκεντρωτικό καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έφθασε στο ανώτατο σημείο του 1,56% το τρίτο τρίμηνο του 2023. Έκτοτε, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο παρέμεινε σταθερό γύρω στο 1,60%, αν και με αξιοσημείωτες διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των χωρών: κυμαινόταν από 0,89% στη Γαλλία έως 3,69% στη Λετονία το τρίτο τρίμηνο του 2024.
Οι εποπτικές τραπεζικές στατιστικές υπολογίζονται με τη συγκέντρωση των στοιχείων που δηλώνουν οι τράπεζες που υποβάλλουν στοιχεία COREP (πληροφορίες για την κεφαλαιακή επάρκεια) και FINREP (χρηματοοικονομικές πληροφορίες) κατά τη σχετική χρονική στιγμή. Κατά συνέπεια, οι μεταβολές από το ένα τρίμηνο στο επόμενο μπορεί να επηρεαστούν από τους ακόλουθους παράγοντες:
Το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1) να αγγίζει το 15,72%, μειωμένο από 15,81% το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά αυξημένος από 15,61% πριν από ένα έτος.
Η συγκεντρωτική ετησιοποιημένη απόδοση ιδίων κεφαλαίων έφτασε στο 10,22% το τρίτο τρίμηνο του 2024, από 10,11% το προηγούμενο τρίμηνο, αντιπροσωπεύοντας τη δεύτερη διαδοχική υψηλότερη αναφερόμενη τιμή από την έναρξη της χρονοσειράς (δεύτερο τρίμηνο του 2015).
Το ποσοστό δανείων που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου (δάνεια σταδίου 2) στο 9,67%, από 9,45% το προηγούμενο τρίμηνο και από 9,29% πριν από ένα έτος.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Οι συνολικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των σημαντικών ιδρυμάτων (τράπεζες που εποπτεύονται απευθείας από την ΕΚΤ) ήταν μειωμένοι σε τριμηνιαία βάση το γ΄ τρίμηνο του 2024, αλλά αυξημένοι σε σχέση με ένα έτος πριν. Ο συνολικός δείκτης κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε σε 15,72%, ο συνολικός δείκτης βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 σε 17,15% και ο συνολικός δείκτης συνολικών ιδίων κεφαλαίων σε 19,81%. Η τριμηνιαία εξέλιξη οφείλεται στην αύξηση του συνολικού ανοίγματος σε κίνδυνο (παρονομαστής) κατά 161,29 δισεκ. ευρώ. Αυτό υπερίσχυσε της αύξησης των κεφαλαίων (αριθμητές), τα οποία αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 20,61 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ο δείκτης CET1 κυμάνθηκε από 12,82% στην Ισπανία έως 22,76% στη Λετονία το τρίτο τρίμηνο του 2024.Ποιότητα περιουσιακών στοιχείων
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), εξαιρουμένων των υπολοίπων μετρητών σε κεντρικές τράπεζες και άλλων καταθέσεων όψεως, διαμορφώθηκε σε 2,31% το τρίτο τρίμηνο του 2024. Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (αριθμητής) αυξήθηκε κατά 4,66 δισεκ. ευρώ σε 360,54 δισεκ. ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό των δανείων και προκαταβολών (παρονομαστής) αυξήθηκε κατά 130,29 δισεκ. ευρώ σε 15,59 τρισεκ. ευρώ, διατηρώντας τον δείκτη σταθερό σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (2,30%).Σε επίπεδο τομέων, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων το τρίτο τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκε σε 3,65% για τα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) (από 3,56% το προηγούμενο τρίμηνο και 3,40% πριν από ένα έτος) και σε 2,25% για τα δάνεια προς νοικοκυριά (από 2,23% το προηγούμενο τρίμηνο και 2,21% πριν από ένα έτος). Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων για τα δάνεια προς τις ΜΧΕ με εξασφαλίσεις από εμπορικά ακίνητα διαμορφώθηκε σε 4,56%, μειωμένος σε σύγκριση με 4,61% το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά αυξημένος από 4,22% πριν από ένα έτος. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 4,88%, έναντι 4,81% και 4,52% το προηγούμενο τρίμηνο και το προηγούμενο έτος αντίστοιχα.
Το σύνολο των δανείων σταδίου 2 ως ποσοστό των συνολικών δανείων αυξήθηκε σε 9,67% (από 9,45% το προηγούμενο τρίμηνο). Ο δείκτης αυξήθηκε σε 13,93% λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα δάνεια προς τα ΝΠΙΔ και σε 9,11% για τα δάνεια προς τα νοικοκυριά (από 13,56% και 8,80% αντίστοιχα το προηγούμενο τρίμηνο).
Αποδοτικότητα
Η συνολική ετησιοποιημένη απόδοση ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 10,22% το τρίτο τρίμηνο του 2024 έναντι 10,11% το προηγούμενο τρίμηνο και 10,01% το τρίτο τρίμηνο του 2023. Η σημαντική αύξηση των λειτουργικών εσόδων, κυρίως λόγω των υψηλότερων καθαρών εσόδων από τόκους, τα οποία αυξήθηκαν κατά 4,10% σε ετήσια βάση, αντισταθμίστηκε στην πραγματικότητα από ένα υψηλότερο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων (λόγω της αύξησης των αποθεματικών κατά 8,16% σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν).Μετά την αύξηση το 2022 και το 2023, το συγκεντρωτικό καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έφθασε στο ανώτατο σημείο του 1,56% το τρίτο τρίμηνο του 2023. Έκτοτε, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο παρέμεινε σταθερό γύρω στο 1,60%, αν και με αξιοσημείωτες διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των χωρών: κυμαινόταν από 0,89% στη Γαλλία έως 3,69% στη Λετονία το τρίτο τρίμηνο του 2024.
ΕΚΤ: Παράγοντες που επηρεάζουν τις μεταβολές
Οι εποπτικές τραπεζικές στατιστικές υπολογίζονται με τη συγκέντρωση των στοιχείων που δηλώνουν οι τράπεζες που υποβάλλουν στοιχεία COREP (πληροφορίες για την κεφαλαιακή επάρκεια) και FINREP (χρηματοοικονομικές πληροφορίες) κατά τη σχετική χρονική στιγμή. Κατά συνέπεια, οι μεταβολές από το ένα τρίμηνο στο επόμενο μπορεί να επηρεαστούν από τους ακόλουθους παράγοντες:- αλλαγές στο δείγμα των ιδρυμάτων που υποβάλλουν στοιχεία,
- συγχωνεύσεις και εξαγορές,
- αναταξινομήσεις (π.χ. μετατοπίσεις χαρτοφυλακίου ως αποτέλεσμα της αναταξινόμησης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων από ένα λογιστικό χαρτοφυλάκιο σε άλλο).