Σε εφαρµογή τίθενται οι ρυθµίσεις για την προστασία και την ενηµέρωση των επενδυτών σε κρυπτονοµίσµατα, στο πλαίσιο των αυστηρότερων κανόνων που προβλέπει ο νέος ευρωπαϊκός κανονισµός (Markets in crypto-assets/MiCA) που τέθηκε σε ισχύ από τις 30 ∆εκεµβρίου 2024.


Επενδυτική ασπίδα για κρυπτονοµίσµατα: Σε ισχύ από 30 ∆εκεµβρίου 2024 ο κανονισµός της ΕΕ για την προστασία όσων τοποθετούνται

Πέρα από τις προβλέψεις του κανονισµού, η κυβέρνηση µε το νοµοσχέδιο για την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς που παρουσιάστηκε την Παρασκευή στο υπουργικό συµβούλιο προχωρά στην υιοθέτηση επιπλέον µέτρων για την προστασία των επενδυτών στα κρυπτοστοιχεία. Με το ίδιο νοµοσχέδιο ορίζονται αρµόδιες εποπτικές Αρχές για τα κρυπτονοµίσµατα -κατά περίπτωση η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπε ζα της Ελλάδος- και εντάσσεται ποινική διάταξη για παράνοµη δραστηριότητα. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναγγελθεί, εντός του 2025 θα εφαρµοστεί ειδικό τερο νοµοθετικό πλαίσιο για τη φορο λόγηση των κρυπτοστοιχείων, τα οποία είναι επενδυτικά προϊόντα.

Ο νέος κανονισµός εφαρµόζεται σε τρεις κατηγορίες κρυπτοστοιχείων:

  • Κρυπτοστοιχεία που στοχεύουν στη σταθεροποίηση της αξίας τους µε αναφορά σε ένα µόνο επίσηµο νόµισµα (µάρκες ηλεκτρονικού χρήµατος).
  • Κρυπτοστοιχεία που στοχεύουν στη σταθεροποίηση της αξίας τους σε σχέση µε άλλη αξία ή δικαίωµα, ή συνδυασµό αυτών, µεταξύ των οποίων ένα ή περισσότερα επίσηµα νοµίσµατα (µάρκες µε αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία).
  • Κρυπτοστοιχεία εκτός των µαρκών µε αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία και των µαρκών ηλεκτρονικού χρήµατος.


Λίστα υποχρεώσεων

Ορισµένα από τα µέτρα είναι:

  • Οι εκδότες µαρκών ηλεκτρονικού χρήµατος θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι κάτοχοι µπορούν να ασκούν το δικαίωµα εξαργύρωσής τους ανά πάσα στιγµή και στην ονοµαστική αξία του νοµίσµατος στο οποίο αναφέρονται οι εν λόγω µάρκες. Πρόκειται για ένα δικαίωµα που ισχύει ήδη για τους κατόχους ηλεκτρονικού χρήµατος, όχι όµως για όλες τις περιπτώσεις µαρκών ηλεκτρονικού χρήµατος, οι οποίες είτε δεν παρέχουν τώρα τέτοιο δικαίωµα είτε θέτουν περιορισµούς όσον αφορά την περίοδο εξαργύρωσης.

  • Οι εκδότες κρυπτοστοιχείων υποχρεώνονται να ενηµερώνουν τους δυνητικούς επενδυτές, εκδίδοντας «λευκή βίβλο», δηλαδή ένα ειδικό έγγραφο που θα περιέχει γενικές πληροφορίες σχετικά µε τον εκδότη και τη νοµική µορφή του, τη δηµόσια προσφορά κρυπτοστοιχείων ή την εισαγωγή τους προς διαπραγµάτευση, το σχέδιο που πρόκειται να υλοποιηθεί µε το κεφάλαιο που έχει αντληθεί και τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που συνδέονται µε τα κρυπτοστοιχεία, την υποκείµενη τεχνολογία που χρησιµοποιείται για τα εν λόγω κρυπτοστοιχεία και τους σχετικούς κινδύνους. Στόχος είναι η ενηµέρωση µε ξεκάθαρο τρόπο των επενδυτών σχετικά µε τα χαρακτηριστικά, τις λειτουργίες και τους κινδύνους των κρυπτοστοιχείων που προτίθενται να αγοράσουν. Αν δεν εκδοθεί η «λευκή βίβλος» ή αν οι πληροφορίες που περιλαµβάνει είναι ασαφείς ή παραπλανητικές, η δηµόσια προσφορά των κρυπτοστοιχείων θα απαγορεύεται.
  • Θεσπίζονται κανόνες αστικής ευθύνης στους προσφέροντες και τους επιδιώκοντες την εισαγωγή προς διαπραγµάτευση, και στα µέλη της διοίκησής τους, όσον αφορά τις πληροφορίες που δηµοσιεύονται στη «λευκή βίβλο» των κρυπτοστοιχείων.

  • Για την αντιµετώπιση των κινδύνων για τη χρηµατοπιστωτική σταθερότητα του ευρύτερου χρηµατοοικονοµικού συστήµατος, οι εκδότες µαρκών µε αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να διαθέτουν ένα ελάχιστο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων. Επίσης, θα πρέπει να δηµιουργούν και να διατηρούν αποθεµατικό περιουσιακών στοιχείων, που αντιστοιχεί στους κινδύνους που συνδέονται µε τα κρυπτοστοιχεία. Εάν οι εκδότες επιλέγουν να επενδύσουν µέρος του αποθεµατικού αυτού, θα πρέπει να το επενδύουν σε ασφαλή, χαµηλού κινδύνου και άµεσα ρευστοποιήσιµα περιουσιακά στοιχεία.

  • Για τη µείωση του κινδύνου να χρησιµοποιούνται ως «αποθετήρια αξίας» οι µάρκες µε αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία, απαγορεύεται η χορήγηση τόκου στους κατόχους τους που συνδέεται µε τη χρονική διάρκεια κατοχής.
  • Όταν τα εκάστοτε κρυπτοστοιχεία συνιστούν σοβαρή πηγή κινδύνων για την οµαλή λειτουργία των συστηµάτων πληρωµών, τη χρηµατοπιστωτική σταθερότητα, την άσκηση νοµισµατικής πολιτικής και τη νοµισµατική σταθερότητα, οι κεντρικές τράπεζες θα µπορούν να ζητούν από την αρµόδια εποπτική Αρχή να ανακαλέσει την άδεια του εκδότη των εν λόγω στοιχείων.