Η Δανία "τορπιλίζει" τον κατώτατο μισθό: Η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο για κατάργηση της Οδηγίας φέρνει τα πάνω-κάτω στην ΕΕ και στη χώρα µας
Πού βασίζεται η προσφυγή
Σε περιπέτειες µπαίνει η Οδηγία για τη διαµόρφωση του κατώτατου µισθού στα κράτη-µέλη της Ε.Ε. µετά την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο από τη ∆ανία, ενέργεια την οποία υποστήριξε και η Σουηδία, µε την κρίσιµη απόφαση να αναµένεται έως το τέλος του έτους
![dikastirio-xagis-dania](https://s.parapolitika.gr/images/1130x667/jpg/files/2025-02-04/dikastirio-xagis-dania.jpg)
Σε περιπέτειες µπαίνει η Οδηγία για τη διαµόρφωση του κατώτατου µισθού στα κράτη-µέλη της Ε.Ε. και κατ’ επέκταση η νοµοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και του Ν. 5163/2024, µε τον οποίο τον κύρωσε, µετά την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο από τη ∆ανία, ενέργεια την οποία υποστήριξε και η Σουηδία, µε την κρίσιµη απόφαση να αναµένεται έως το τέλος του έτους.
Το ζήτηµα παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον, διότι υπέρ της κατάργησης της Κοινοτικής Οδηγίας είναι και η θέση του γενικού εισαγγελέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο οποίος υπογραµµίζει ότι ο Ευρωπαίος νοµοθέτης εν γνώσει του, υιοθετώντας την Οδηγία, επρόκειτο να κινηθεί σε αβέβαιο έδαφος σχετικά µε την εξαίρεση από τις αρµοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε θέµατα αµοιβών.
Ωστόσο, θεωρεί ότι η ερµηνεία της εξαίρεσης των αµοιβών που υιοθέτησε ο νοµοθέτης, και στην οποία βασίζεται η Οδηγία, στηρίζεται σε λανθασµένα επιχειρήµατα, καθώς επίσης και ότι επεµβαίνει άµεσα στις αρµοδιότητες των κρατών-µελών, υπονοµεύοντας την αυτονοµία των εθνικών τους συστηµάτων καθορισµού µισθών.
1. Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι, νοµοθετώντας σχετικά µε τις αµοιβές και το δικαίωµα συνδικαλιστικής οργάνωσης, η υιοθέτηση της Οδηγίας υπερβαίνει τις αρµοδιότητες της Ε.Ε., καθώς παραβιάζει το άρθρο 153, παράγραφος 5.
2. Η δανέζικη κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, ακόµα και αν υποτεθεί ότι η Οδηγία δεν εµπίπτει στο πεδίο των εξαιρέσεων που αφορούν τις αµοιβές και το δικαίωµα συνδικαλιστικής οργάνωσης σύµφωνα µε το άρθρο 153, παράγραφος 5, το Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο δεν ακολούθησαν έγκυρη διαδικασία.
Ωστόσο, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την υιοθέτηση νοµικών πράξεων βάσει αυτών των δύο νοµικών βάσεων έχουν διαφορετικές προϋποθέσεις.
Ειδικότερα, απαιτείται οµόφωνη απόφαση στο Συµβούλιο. Αντίθετα, για την έγκριση της Οδηγίας χρησιµοποιήθηκε η διαδικασία για την οποία δεν απαιτείται οµοφωνία. Μάλιστα, η Οδηγία εγκρίθηκε µε την αρνητική ψήφο της ∆ανίας και της Σουηδίας και την αποχή της Ουγγαρίας.
Την τελική απόφαση αναµένουµε βέβαια από το ∆ικαστήριο της Ε.Ε. έως το τέλος του τρέχοντος έτους, αλλά δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουµε ότι η ακύρωση της Οδηγίας είναι σφόδρα πιθανή, αφού κατά κανόνα το ∆ικαστήριο ακολουθεί τα συµπεράσµατα του γενικού εισαγγελέα. Η πληµµέλεια, η οποία κατά βάση αποδίδεται στην Οδηγία, αφορά την ανεπίτρεπτη παρέµβαση της Ε.Ε. στην εθνική αρµοδιότητα των κρατών-µελών να καθορίζουν αυτόνοµα τους κατώτατους µισθούς τους.
»Πάντως, στο µέτρο που στην εν λόγω Οδηγία δεν αποδίδεται κάποια ουσιαστική πληµµέλεια, το γεγονός και µόνο των τυπικών-διαδικαστικών σφαλµάτων στα οποία υπέπεσε, αν ήθελε κριθεί ότι υπέπεσε πράγµατι σε αυτά, υπερβαίνοντας η Ε.Ε. την αρµοδιότητά της, δεν µπορούν να οδηγήσουν σε κρίση περί εσφαλµένων κατ’ ανάγκη σταθµίσεων που έγιναν κατά την κατάρτιση της Οδηγίας.
Με δεδοµένη την απώλεια της αγοραστικής δύναµης των πολιτών µε ραγδαίους ρυθµούς, ιδίως µετά την πανδηµία COVID-19, και έχοντας υπόψη ότι η µέχρι πρότινος ισχύουσα νοµοθεσία για τον καθορισµό του νοµοθετηµένου κατώτατου µισθού υστερούσε ως προς τα ελάχιστα κριτήρια επάρκειάς του, η υποχρέωση που επέβαλε η Οδηγία, το ύψος του νοµοθετηµένου κατώτατου µισθού να καθορίζεται λαµβάνοντας υπόψη και την αγοραστική δύναµη του νοµοθετηµένου κατώτατου µισθού και την επάρκειά του, λαµβανοµένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, του γενικού επιπέδου των µισθών, της κατανοµής και του ρυθµού αύξησής τους, αποτελούσε ένα θετικό βήµα προς επαρκέστερους µισθούς που εξασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, το οποίο χωρίς την Οδηγία ίσως καθυστερούσε η χώρα µας να λάβει υπόψη.
»Είναι προφανές ότι η ακύρωση της Οδηγίας για τους κατώτατους µισθούς θα καταργήσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη-µέλη από την ίδια την Οδηγία, και τα κράτη θα µπορούσαν να τροποποιήσουν ελεύθερα τις διατάξεις των εθνικών νοµοθεσιών που έχουν ήδη υιοθετηθεί για να ενσωµατώσουν τις διατάξεις της Οδηγίας».
Το ζήτηµα παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον, διότι υπέρ της κατάργησης της Κοινοτικής Οδηγίας είναι και η θέση του γενικού εισαγγελέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο οποίος υπογραµµίζει ότι ο Ευρωπαίος νοµοθέτης εν γνώσει του, υιοθετώντας την Οδηγία, επρόκειτο να κινηθεί σε αβέβαιο έδαφος σχετικά µε την εξαίρεση από τις αρµοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε θέµατα αµοιβών.
Ωστόσο, θεωρεί ότι η ερµηνεία της εξαίρεσης των αµοιβών που υιοθέτησε ο νοµοθέτης, και στην οποία βασίζεται η Οδηγία, στηρίζεται σε λανθασµένα επιχειρήµατα, καθώς επίσης και ότι επεµβαίνει άµεσα στις αρµοδιότητες των κρατών-µελών, υπονοµεύοντας την αυτονοµία των εθνικών τους συστηµάτων καθορισµού µισθών.
Η προσφυγή της ∆ανίας στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο
Η προσφυγή της ∆ανίας βασίζεται σε δύο κύριους λόγους:1. Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι, νοµοθετώντας σχετικά µε τις αµοιβές και το δικαίωµα συνδικαλιστικής οργάνωσης, η υιοθέτηση της Οδηγίας υπερβαίνει τις αρµοδιότητες της Ε.Ε., καθώς παραβιάζει το άρθρο 153, παράγραφος 5.
2. Η δανέζικη κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, ακόµα και αν υποτεθεί ότι η Οδηγία δεν εµπίπτει στο πεδίο των εξαιρέσεων που αφορούν τις αµοιβές και το δικαίωµα συνδικαλιστικής οργάνωσης σύµφωνα µε το άρθρο 153, παράγραφος 5, το Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο δεν ακολούθησαν έγκυρη διαδικασία.
Ωστόσο, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την υιοθέτηση νοµικών πράξεων βάσει αυτών των δύο νοµικών βάσεων έχουν διαφορετικές προϋποθέσεις.
Ειδικότερα, απαιτείται οµόφωνη απόφαση στο Συµβούλιο. Αντίθετα, για την έγκριση της Οδηγίας χρησιµοποιήθηκε η διαδικασία για την οποία δεν απαιτείται οµοφωνία. Μάλιστα, η Οδηγία εγκρίθηκε µε την αρνητική ψήφο της ∆ανίας και της Σουηδίας και την αποχή της Ουγγαρίας.
Νοµοθετικές µεταβολές
Οπως εξηγεί ο δικηγόρος εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, «µετά την προσφυγή της ∆ανίας για την ακύρωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041, που αφορά τους επαρκείς κατώτατους µισθούς και τη δηµιουργία νέου µηχανισµού διαµόρφωσής του, και ιδίως µετά την πρόταση του γενικού εισαγγελέα, ο οποίος συστήνει στο ∆ικαστήριο να ακυρώσει πλήρως την Οδηγία, ανοιχτό παραµένει το ερώτηµα των νοµοθετικών µεταβολών που θα επέφερε στον πρόσφατο ελληνικό νόµο 5163/2024 µια τέτοια ακύρωση της Οδηγίας.Την τελική απόφαση αναµένουµε βέβαια από το ∆ικαστήριο της Ε.Ε. έως το τέλος του τρέχοντος έτους, αλλά δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουµε ότι η ακύρωση της Οδηγίας είναι σφόδρα πιθανή, αφού κατά κανόνα το ∆ικαστήριο ακολουθεί τα συµπεράσµατα του γενικού εισαγγελέα. Η πληµµέλεια, η οποία κατά βάση αποδίδεται στην Οδηγία, αφορά την ανεπίτρεπτη παρέµβαση της Ε.Ε. στην εθνική αρµοδιότητα των κρατών-µελών να καθορίζουν αυτόνοµα τους κατώτατους µισθούς τους.
Η ακύρωση της Οδηγίας είναι σφόδρα πιθανή, αφού κατά κανόνα το Δικαστήριο ακολουθεί τα συμπεράσματα του γενικού εισαγγελέα
»Πάντως, στο µέτρο που στην εν λόγω Οδηγία δεν αποδίδεται κάποια ουσιαστική πληµµέλεια, το γεγονός και µόνο των τυπικών-διαδικαστικών σφαλµάτων στα οποία υπέπεσε, αν ήθελε κριθεί ότι υπέπεσε πράγµατι σε αυτά, υπερβαίνοντας η Ε.Ε. την αρµοδιότητά της, δεν µπορούν να οδηγήσουν σε κρίση περί εσφαλµένων κατ’ ανάγκη σταθµίσεων που έγιναν κατά την κατάρτιση της Οδηγίας.
Με δεδοµένη την απώλεια της αγοραστικής δύναµης των πολιτών µε ραγδαίους ρυθµούς, ιδίως µετά την πανδηµία COVID-19, και έχοντας υπόψη ότι η µέχρι πρότινος ισχύουσα νοµοθεσία για τον καθορισµό του νοµοθετηµένου κατώτατου µισθού υστερούσε ως προς τα ελάχιστα κριτήρια επάρκειάς του, η υποχρέωση που επέβαλε η Οδηγία, το ύψος του νοµοθετηµένου κατώτατου µισθού να καθορίζεται λαµβάνοντας υπόψη και την αγοραστική δύναµη του νοµοθετηµένου κατώτατου µισθού και την επάρκειά του, λαµβανοµένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, του γενικού επιπέδου των µισθών, της κατανοµής και του ρυθµού αύξησής τους, αποτελούσε ένα θετικό βήµα προς επαρκέστερους µισθούς που εξασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, το οποίο χωρίς την Οδηγία ίσως καθυστερούσε η χώρα µας να λάβει υπόψη.
»Είναι προφανές ότι η ακύρωση της Οδηγίας για τους κατώτατους µισθούς θα καταργήσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη-µέλη από την ίδια την Οδηγία, και τα κράτη θα µπορούσαν να τροποποιήσουν ελεύθερα τις διατάξεις των εθνικών νοµοθεσιών που έχουν ήδη υιοθετηθεί για να ενσωµατώσουν τις διατάξεις της Οδηγίας».
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»