Πάνω από τον στόχο η ανάπτυξη το 2024: Επενδύσεις και εξαγωγές οδήγησαν σε αύξηση 2,3% του ΑΕΠ (237,6 δισ. ευρώ)
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Η µεγαλύτερη ανάπτυξη περιορίζει και τον «πονοκέφαλο» του δηµοσίου χρέους, που υπολογίζεται ως ποσοστό επί του ονοµαστικού ΑΕΠ

Υψηλότερα από τον κυβερνητικό στόχο κινήθηκε η ελληνική οικονοµία το 2024, καταγράφοντας ανάπτυξη 2,3%, µε βασικούς τροφοδότες τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Η διαφορά στην ταχύτητα του ΑΕΠ προήλθε κυρίως από το τέταρτο τρίµηνο, το οποίο, µετά την ισχυρή ώθηση που έλαβε από τον τουρισµό και τον εορταστικό τζίρο «έτρεξε» µε 2,6%. Σύµφωνα µε την ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιµές ανήλθε σε 237,6 δισ. ευρώ το 2024 έναντι 225,2 δισ. ευρώ το 2023, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 5,5%.
Οι θετικές εξελίξεις στο µέτωπο της ανάπτυξης θέτουν σε τροχιά αναθεώρησης την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασµα του 2024, το οποίο θα κινηθεί πάνω από τον στόχο του προϋπολογισµού για 2,5% του ΑΕΠ, φθάνοντας σε επίπεδα πλησίον στο 2,9%-3% του ΑΕΠ, αποτελώντας ένα πολύ καλό εφαλτήριο για τους φετινούς δηµοσιονοµικούς στόχους, καθώς ο πήχυς για το 2025 έχει τοποθετηθεί στο 2,4% του ΑΕΠ και ήδη οι δύο πρώτοι µήνες του έτους έχουν ξεκινήσει καλά για τα φορολογικά έσοδα.
Η µεγαλύτερη -σε σχέση µε τους στόχους- ανάπτυξη περιορίζει και τον «πονοκέφαλο» του δηµοσίου χρέους, που υπολογίζεται ως ποσοστό επί του ονοµαστικού ΑΕΠ, µε αποτέλεσµα στο υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας να επικεντρώνονται στον παρονοµαστή του κλάσµατος, δηλαδή στην αύξηση του ΑΕΠ για να λύσουν το πρόβληµα. Το 2025 θα «τρέξει» η επόµενη φάση του σχεδίου για την ταχύτερη µείωση του δηµοσίου χρέους, µε στόχο να πέσει στο 147,5% του ΑΕΠ από 153,7% το 2024. Στον προγραµµατισµό του υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας και του Οργανισµού ∆ιαχείρισης ∆ηµοσίου Χρέους (Ο∆∆ΗΧ) περιλαµβάνονται νέες πρόωρες αποπληρωµές δόσεων δανείων ύψους 5 δισ. ευρώ από το πρώτο µνηµόνιο, που κανονικά ωριµάζουν µετά το 2030. Αυτή η κίνηση έχει διπλό όφελος: πρώτον, θα µειωθούν περαιτέρω οι τόκοι που καταβάλλει κάθε χρόνο ο προϋπολογισµός, καθώς η συγκεκριµένη δαπάνη ανέρχεται σήµερα στο 3% της ΑΕΠ.
∆εύτερον, η πρόωρη αποπληρωµή ενισχύει το σήµα της εξυγίανσης των δηµοσίων οικονοµικών και βελτιώνει τη θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές, οδηγώντας την πιο βαθιά στην επενδυτική βαθµίδα. Σε ό,τι αφορά την πορεία της οικονοµίας το 2025, οι περισσότεροι οργανισµοί εµφανίζονται αισιόδοξοι πως -παρά τους κινδύνους µε τις γεωπολιτικές κρίσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, οι οποίες ενδέχεται να επιβαρύνουν το οικονοµικό κλίµα παγκοσµίως- η Ελλάδα θα διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναµική, επιτυγχάνοντας τον στόχο για ρυθµό µεγέθυνσης 2,3% που προβλέπει ο προϋπολογισµός.
Αναλυτικότερα, σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του ΑΕΠ στο τελευταίο τρίµηνο προήλθε από τις εξής µεταβολές:
Επίσης, το τέταρτο τρίµηνο του 2024, σε σύγκριση µε το τρίτο τρίµηνο του ίδιου έτους, υπήρξαν οι εξής µεταβολές:
Ανάπτυξη 2,3% το 2024: Σε τροχιά αναθεώρησης το πρωτογενές πλεόνασμα
Οι θετικές εξελίξεις στο µέτωπο της ανάπτυξης θέτουν σε τροχιά αναθεώρησης την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασµα του 2024, το οποίο θα κινηθεί πάνω από τον στόχο του προϋπολογισµού για 2,5% του ΑΕΠ, φθάνοντας σε επίπεδα πλησίον στο 2,9%-3% του ΑΕΠ, αποτελώντας ένα πολύ καλό εφαλτήριο για τους φετινούς δηµοσιονοµικούς στόχους, καθώς ο πήχυς για το 2025 έχει τοποθετηθεί στο 2,4% του ΑΕΠ και ήδη οι δύο πρώτοι µήνες του έτους έχουν ξεκινήσει καλά για τα φορολογικά έσοδα.Η µεγαλύτερη -σε σχέση µε τους στόχους- ανάπτυξη περιορίζει και τον «πονοκέφαλο» του δηµοσίου χρέους, που υπολογίζεται ως ποσοστό επί του ονοµαστικού ΑΕΠ, µε αποτέλεσµα στο υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας να επικεντρώνονται στον παρονοµαστή του κλάσµατος, δηλαδή στην αύξηση του ΑΕΠ για να λύσουν το πρόβληµα. Το 2025 θα «τρέξει» η επόµενη φάση του σχεδίου για την ταχύτερη µείωση του δηµοσίου χρέους, µε στόχο να πέσει στο 147,5% του ΑΕΠ από 153,7% το 2024. Στον προγραµµατισµό του υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας και του Οργανισµού ∆ιαχείρισης ∆ηµοσίου Χρέους (Ο∆∆ΗΧ) περιλαµβάνονται νέες πρόωρες αποπληρωµές δόσεων δανείων ύψους 5 δισ. ευρώ από το πρώτο µνηµόνιο, που κανονικά ωριµάζουν µετά το 2030. Αυτή η κίνηση έχει διπλό όφελος: πρώτον, θα µειωθούν περαιτέρω οι τόκοι που καταβάλλει κάθε χρόνο ο προϋπολογισµός, καθώς η συγκεκριµένη δαπάνη ανέρχεται σήµερα στο 3% της ΑΕΠ.
∆εύτερον, η πρόωρη αποπληρωµή ενισχύει το σήµα της εξυγίανσης των δηµοσίων οικονοµικών και βελτιώνει τη θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές, οδηγώντας την πιο βαθιά στην επενδυτική βαθµίδα. Σε ό,τι αφορά την πορεία της οικονοµίας το 2025, οι περισσότεροι οργανισµοί εµφανίζονται αισιόδοξοι πως -παρά τους κινδύνους µε τις γεωπολιτικές κρίσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, οι οποίες ενδέχεται να επιβαρύνουν το οικονοµικό κλίµα παγκοσµίως- η Ελλάδα θα διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναµική, επιτυγχάνοντας τον στόχο για ρυθµό µεγέθυνσης 2,3% που προβλέπει ο προϋπολογισµός.
Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Αναλυτικότερα, σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του ΑΕΠ στο τελευταίο τρίµηνο προήλθε από τις εξής µεταβολές:
- Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 9,0% σε σχέση µε το 4o τρίµηνο του 2023.
- Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 3,6% σε σχέση µε το 4o τρίµηνο του 2023. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 1,6%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 5,9%.
- Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 2,4% σε σχέση µε το 4o τρίµηνο του 2023. Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 2% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 4,8%.
- Η συνολική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε µείωση 0,3% σε σχέση µε το 4o τρίµηνο του 2023.
Επίσης, το τέταρτο τρίµηνο του 2024, σε σύγκριση µε το τρίτο τρίµηνο του ίδιου έτους, υπήρξαν οι εξής µεταβολές:
- Η συνολική καταναλωτική δαπάνη µειώθηκε 0,4% (η κατανάλωση των νοικοκυριών µειώθηκε 0,1% και αυτή της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε 1,1%).
- Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) αυξήθηκαν 5,3%.
- Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 0,9%. Οι εξαγωγές αγαθών µειώθηκαν 0,5%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 2,2%.
- Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν µείωση 1,7%. Οι εισαγωγές αγαθών µειώθηκαν 1,4%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών µειώθηκαν 2,1%.