Ιδιαίτερα δυναμικό είναι το ξεκίνημα της χρονιάς σε συμφωνίες εξαγορών και συγχωνεύσεων (M&As). Μέσα στις πρώτες 75 ημέρες του χρόνου έχουν ανακοινωθεί συμφωνίες και κινήσεις εξαγορών και πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων αξίας 3,65 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ευμέγεθες ύψος εξαγορών και συγχωνεύσεων που σε άλλες εποχές, αντιστοιχούσε σε συμφωνίες αγοραπωλησιών περιουσιακών στοιχείων 12μηνης περιόδου.


Η τελευταία μεγάλη κίνηση είναι αναμφιβόλως η εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς. O πωλητής CVC τρίβει τα χέρια του, αφού μια εξαγορά που το 2021 του κόστισε 350 εκατ. ευρώ, σήμερα ολοκληρώνεται με αξία εταιρείας 600 εκατ. ευρώ. Και στο ενδιάμεσο το CVC έχει λάβει και περίπου 100 εκατ. ευρώ σε μερίσματα. Επομένως, η επενδυτική εταιρεία διπλασίασε τα χρήματά της μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια.

Το CVC είναι και ο συντελεστής της μεγαλύτερης συμφωνίας που ανακοινώθηκε στους δύο πρώτους μήνες του έτους. Πρόκειται για την πώληση του 60% του ελληνοκυπριακού ομίλου υγείας Hellenic Healthcare Group (HHG) στην αραβική PureHealth αντί επιχειρηματικής αξίας 2,3 δισ. δολ. ΗΠΑ (περίπου 2.2 δισ. ευρώ). Το τίμημα, πάντως, που θα εισπραχθεί από τους πωλητές για το 60% εκτιμάται κοντά στο 1 δισ. ευρώ μετρητά και τα υπόλοιπα με την αναλογική μορφή του χρέους της εταιρείας.


Το CVC πρωταγωνίστησε και σε ένα τρίτο σημαντικό deal, που αφορά στην πώληση της εταιρείας Μπαρμπα-Στάθης. Εκτιμάται ότι η εταιρεία βρίσκεται σε φάση αποεπένδυσης από την Ελλάδα, διαθέτοντας όλες τις συμμετοχές της, που απέκτησε στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων και οπωσδήποτε πριν από το 2022.

Η δεύτερη πιο σημαντική για φέτος εξαγορά, που διέρρευσε είναι εκείνη της πώλησης του Αστέρα Βουλιαγμένης. Το τίμημα, που κατέβαλε ο αγοραστής, ανέρχεται σε 700 εκατ. ευρώ και αφορά στο 70% της επιχείρησης. Αγοραστής είναι ο εφοπλιστής Γιώργος Προκοπίου ο οποίος είχε αποκτήσει πέρυσι το φθινόπωρο το 30% αντί περίπου 300 εκατ. ευρώ για να φτάσει στο 100% πριν μερικές εβδομάδες.


Ο πωλητής είναι το αραβικό επενδυτικό κεφάλαιο Jermyn Street το οποίο εξαγόρασε τον Αστέρα Βουλιαγμένης αντί 400 εκατ. ευρώ το 2016, σε μια συνδυασμένη πώληση μεταξύ του ΤΑΙΠΕΔ (20%) και της Εθνικής Τράπεζας (80%). Οι Άραβες της Jermyn Street εκτιμάται ότι μέχρι σήμερα έχουν βγάλει τρεις φορές τα χρήματά τους, με δεδομένο ότι έχουν λάβει μερίσματα πάνω από 700 εκατ. ευρώ.




Εξαιρουμένου των τριών προαναφερόμενων συμφωνιών, έρχονται στη συνέχεια περίπου 20 άλλες συμφωνίες συνολικής αξίας πάνω από 1 δισ. ευρώ. Οι συμφωνίες αυτές αφορούν πολλά placements μετοχών από τους βασικούς μετόχους και κυρίως συμφωνίες στον τραπεζικό τομέα. Η πιο σημαντική από αυτές είναι η επέκταση της Alpha Bank στην Κύπρο μέσω της εξαγοράς AstroBank αντί 205 εκατ. ευρώ. Αξίζει να αναφερθεί ότι η AstroBank στο παρελθόν ήταν η Πειραιώς Κύπρου, την οποία η Τράπεζα Πειραιώς στη μνημονιακή περίοδο αναγκάσθηκε να διαθέσει με στόχο την βελτίωση των δεικτών ρευστότητάς της.

Επίσης, πολύ μεγάλη κινητικότητα προσέφερε στους πρώτους μήνες του έτους και ο όμιλος Ideal. Ο τελευταίος συμφώνησε την (από καιρό αναμενόμενη) εξαγορά της εταιρείας Μπάρμπα Στάθης αντί 130 εκατ. ευρώ. Το πιο σημαντικό είναι ότι έφερε στη Ελλάδα και στο μετοχικό κεφάλαιο της, την Oak Hill, μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές εταιρείες του πλανήτη. H εταιρεία αυτή θα αναλάβει το 15% – 10% των μετοχών μιας ειδικής εταιρείας στην οποία θα περιέλθουν όλα περιουσιακά στοιχεία της Ideal Holdings, ενώ έχει ως επιλογή να αποκτήσει και 4% στην ίδια την Ideal Holdings.

Συμπερασματικά, αξίζει να σημειωθεί ότι στις συμφωνίες του 2025 που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής, απουσιάζει ο ενεργειακός κλάδος, ο οποίος πέρυσι ήταν πρωταγωνιστής στο συγκεκριμένο τομέα (Masdar, ΔΕΠΑ Εμπορίας, Elpedison, Ηλέκτωρ κ.λπ.), ενώ φέτος το μεγάλο παιχνίδι έγινε από το CVC, που αποεπενδύει από τη χώρα. Επιπλέον, βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες, έχουν αλλάξει ρόλο και πλέον είναι μπροστάρηδες στις συμφωνίες εξαγορών και συγχωνεύσεων είναι οι τράπεζες όχι ως πωλητές, αλλά ως αγοραστές.

Τέλος, πληθαίνουν τα placements μετοχών όσο η αγορά ανεβαίνει, καθώς αυτές οι διαθέσεις μετοχών, αφενός βελτιώνουν η διασπορά μετοχών στο χρηματιστήριο, από την άλλη πλευρά επιτρέπει στους μετόχους να αποκομίζουν σημαντικές υπεραξίες.