Το δώρο Τραμπ στην Τουρκία σε βάρος του ελληνικού ελαιολάδου

Μία καίρια πρόκληση καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα στον τομέα των εξαγωγών αυτήν τη στιγμή. Πρόκειται για τις πωλήσεις ελαιόλαδου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αναφέρει στο powergame.gr o Στάθης Γιαβρόγλου, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Μύλοι Σόγιας και μέλος διοίκησης της εταιρείας Ελληνικά Εκλεκτά Έλαια.
«Αυτήν τη στιγμή, όπως είναι τα πράγματα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με δασμό 20% στην πώληση ελαιόλαδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως συμβαίνει με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, άλλες χώρες -όπως η Τουρκία- υπόκεινται σε δασμό 10%».
ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως στο ελαιόλαδο
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον μεγαλύτερο εισαγωγέα στο ελαιόλαδο με ποσότητες που ανήλθαν σε 362.618 τόνους την περίοδο 2023-2024, ενώ δεύτερη έρχεται η Βραζιλία με 81.194 και ακολουθεί ο Καναδάς με 50.105 τόνους.
Όπως αναφέρει για το ίδιο θέμα, μιλώντας στο powergame.gr, ο Μανώλης Γιαννούλης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας παραγωγής προϊόντων και υποπροϊόντων ελιάς, ΕΛΣΑΠ, με έδρα το Ναύπλιο, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιόλαδου στην Αμερική ανέρχονται σε περίπου 7.500 τόνους (7,5 εκατομμύρια κιλά). «Οι ελληνικές εξαγωγές ανέρχονται σε περίπου 40.000 τόνους (40 εκατομμύρια κιλά) τυποποιημένου ελαιόλαδου με τον τζίρο να υπολογίζεται σε περίπου 320 εκατομμύρια ευρώ, εάν θεωρήσουμε ότι η μέση τιμή πώλησης ανά κιλό είναι περίπου 8 ευρώ για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο κατά τη διάρκεια του 2024» προσθέτει.
Η Αμερική εισάγει σημαντικές ποσότητες ελαιόλαδου από την ευρωπαϊκή αγορά. Κι ενώ η Ελλάδα και η Ευρώπη συνολικά επιβαρύνονται με δασμούς 20% και η Τουρκία με 10% όπως προειπώθηκε, μία επίσης από τις βασικές παραγωγικές χώρες με ταχύτατη ανάπτυξη στο ελαιόλαδο τα τελευταία χρόνια, η Τυνησία, έχει υποστεί δασμούς 25%.
Ορατό το ενδεχόμενο να απαλλαγεί η Ελλάδα από τους δασμούς
Δεδομένου ότι η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή εξάγει ελάχιστες ποσότητες επί αμερικανικού εδάφους σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη παραγωγό του κόσμου που είναι η Ισπανία, και οι δύο εκτιμούν ότι θα μπορούσε -κατόπιν διαπραγμάτευσης- να διαφύγει της υποχρέωσης υποβολής δασμών.
«Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να πούμε οτιδήποτε συγκεκριμένο» συμπληρώνει ο κ. Γιαννούλης και αναφέρει εκτός των άλλων ότι οι Αμερικανοί καταναλώνουν περίπου 360.000 τόνους ετησίως, από τους οποίους παράγει μόνο 20.000. Επομένως, είναι απαραίτητο να προμηθευτούν τις υπόλοιπες ποσότητες από τις μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όντας ουσιαστικά απολύτως εξαρτημένες από τη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη.
Κατά τον ίδιο, παραδοσιακά η Ελλάδα διαθέτει περίπου το 20% των εξαγωγών της στην Αμερική. Ταυτόχρονα, η χώρα μας διαθέτει μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου χύμα, πουλώντας σε συσκευαστές άλλων χωρών, όπως η Ιταλία, οι οποίοι το τυποποιούν και το εξάγουν.
Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί στον κόσμο – Στην τέταρτη θέση η Ελλάδα
Με βάση τα στοιχεία προερχόμενα από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας, που παρέθεσε στο πλαίσιο παρουσίασης στο συνέδριο «Βρώσιμα Έλαια: Διεθνής Αγορά, Βιομηχανία και Έρευνα» ο κ. Γιαννούλης, η εκτιμώμενη παραγωγή της Ισπανίας για τη σεζόν 2024-2025 ανέρχεται στα 1,29 εκατομμύρια τόνους, της Ιταλίας σε 224 χιλιάδες τόνους (μείωση κατά 32% σε σχέση με τους 328 χιλιάδες τόνους της περιόδου 2023-2024), της Ελλάδας σε 250 χιλιάδες τόνους, της Πορτογαλίας σε 195 χιλιάδες τόνους.
Σε ό,τι αφορά χώρες εκτός ενωμένης Ευρώπης, η παραγωγή της Τυνησίας κατ’ εκτίμηση τη σεζόν 2024-2025 ανέρχεται σε 340 χιλιάδες τόνους, της Τουρκίας σε 450 χιλιάδες τόνους και του Μαρόκου σε 90 χιλιάδες τόνους.
Συγκεντρωτικά, οι κυριότερες χώρες παραγωγής ελαιολάδου παγκοσμίως (σε χιλιάδες τόνους):
Ισπανία: 1.290
Τουρκία: 450
Τυνησία: 340
Ελλάδα: 250
Ιταλία: 224
Πορτογαλία: 195
Μαρόκο: 90
Σημειώνεται ότι η ελιά καλλιεργείται από τα αρχαία χρόνια σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη και σήμερα καλλιεργείται σε 65 χώρες, μεταξύ των οποίων και χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία, λόγω της υψηλής διατροφικής αξίας που παρουσιάζει.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η παγκόσμια παραγωγή έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 65 χρόνια, όπως επεσήμανε ο κύριος Γιαννούλης στη διάρκεια της παρουσίασής του. «Έως και τη δεκαετία του ’80 υπήρξε μικρή αύξηση της παραγωγής και στη συνέχεια καταγράφηκε πολύ μεγάλη άνοδος, φτάνοντας στο 2000 όπου από τους 1,2 εκατομμύρια τόνους της δεκαετίας του 60, η μέση παγκόσμια παραγωγή έφτασε συνολικά στους 3 εκατομμύρια τόνους» κατέληξε.
«Αυτήν τη στιγμή, όπως είναι τα πράγματα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με δασμό 20% στην πώληση ελαιόλαδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως συμβαίνει με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, άλλες χώρες -όπως η Τουρκία- υπόκεινται σε δασμό 10%».
ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως στο ελαιόλαδο
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον μεγαλύτερο εισαγωγέα στο ελαιόλαδο με ποσότητες που ανήλθαν σε 362.618 τόνους την περίοδο 2023-2024, ενώ δεύτερη έρχεται η Βραζιλία με 81.194 και ακολουθεί ο Καναδάς με 50.105 τόνους.
Όπως αναφέρει για το ίδιο θέμα, μιλώντας στο powergame.gr, ο Μανώλης Γιαννούλης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας παραγωγής προϊόντων και υποπροϊόντων ελιάς, ΕΛΣΑΠ, με έδρα το Ναύπλιο, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιόλαδου στην Αμερική ανέρχονται σε περίπου 7.500 τόνους (7,5 εκατομμύρια κιλά). «Οι ελληνικές εξαγωγές ανέρχονται σε περίπου 40.000 τόνους (40 εκατομμύρια κιλά) τυποποιημένου ελαιόλαδου με τον τζίρο να υπολογίζεται σε περίπου 320 εκατομμύρια ευρώ, εάν θεωρήσουμε ότι η μέση τιμή πώλησης ανά κιλό είναι περίπου 8 ευρώ για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο κατά τη διάρκεια του 2024» προσθέτει.
Η Αμερική εισάγει σημαντικές ποσότητες ελαιόλαδου από την ευρωπαϊκή αγορά. Κι ενώ η Ελλάδα και η Ευρώπη συνολικά επιβαρύνονται με δασμούς 20% και η Τουρκία με 10% όπως προειπώθηκε, μία επίσης από τις βασικές παραγωγικές χώρες με ταχύτατη ανάπτυξη στο ελαιόλαδο τα τελευταία χρόνια, η Τυνησία, έχει υποστεί δασμούς 25%.
Ορατό το ενδεχόμενο να απαλλαγεί η Ελλάδα από τους δασμούς
Δεδομένου ότι η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή εξάγει ελάχιστες ποσότητες επί αμερικανικού εδάφους σε σύγκριση με τη μεγαλύτερη παραγωγό του κόσμου που είναι η Ισπανία, και οι δύο εκτιμούν ότι θα μπορούσε -κατόπιν διαπραγμάτευσης- να διαφύγει της υποχρέωσης υποβολής δασμών.
«Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να πούμε οτιδήποτε συγκεκριμένο» συμπληρώνει ο κ. Γιαννούλης και αναφέρει εκτός των άλλων ότι οι Αμερικανοί καταναλώνουν περίπου 360.000 τόνους ετησίως, από τους οποίους παράγει μόνο 20.000. Επομένως, είναι απαραίτητο να προμηθευτούν τις υπόλοιπες ποσότητες από τις μεσογειακές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όντας ουσιαστικά απολύτως εξαρτημένες από τη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη.
Κατά τον ίδιο, παραδοσιακά η Ελλάδα διαθέτει περίπου το 20% των εξαγωγών της στην Αμερική. Ταυτόχρονα, η χώρα μας διαθέτει μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου χύμα, πουλώντας σε συσκευαστές άλλων χωρών, όπως η Ιταλία, οι οποίοι το τυποποιούν και το εξάγουν.
Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί στον κόσμο – Στην τέταρτη θέση η Ελλάδα
Με βάση τα στοιχεία προερχόμενα από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας, που παρέθεσε στο πλαίσιο παρουσίασης στο συνέδριο «Βρώσιμα Έλαια: Διεθνής Αγορά, Βιομηχανία και Έρευνα» ο κ. Γιαννούλης, η εκτιμώμενη παραγωγή της Ισπανίας για τη σεζόν 2024-2025 ανέρχεται στα 1,29 εκατομμύρια τόνους, της Ιταλίας σε 224 χιλιάδες τόνους (μείωση κατά 32% σε σχέση με τους 328 χιλιάδες τόνους της περιόδου 2023-2024), της Ελλάδας σε 250 χιλιάδες τόνους, της Πορτογαλίας σε 195 χιλιάδες τόνους.
Σε ό,τι αφορά χώρες εκτός ενωμένης Ευρώπης, η παραγωγή της Τυνησίας κατ’ εκτίμηση τη σεζόν 2024-2025 ανέρχεται σε 340 χιλιάδες τόνους, της Τουρκίας σε 450 χιλιάδες τόνους και του Μαρόκου σε 90 χιλιάδες τόνους.
Συγκεντρωτικά, οι κυριότερες χώρες παραγωγής ελαιολάδου παγκοσμίως (σε χιλιάδες τόνους):
Ισπανία: 1.290
Τουρκία: 450
Τυνησία: 340
Ελλάδα: 250
Ιταλία: 224
Πορτογαλία: 195
Μαρόκο: 90
Σημειώνεται ότι η ελιά καλλιεργείται από τα αρχαία χρόνια σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη και σήμερα καλλιεργείται σε 65 χώρες, μεταξύ των οποίων και χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία, λόγω της υψηλής διατροφικής αξίας που παρουσιάζει.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η παγκόσμια παραγωγή έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 65 χρόνια, όπως επεσήμανε ο κύριος Γιαννούλης στη διάρκεια της παρουσίασής του. «Έως και τη δεκαετία του ’80 υπήρξε μικρή αύξηση της παραγωγής και στη συνέχεια καταγράφηκε πολύ μεγάλη άνοδος, φτάνοντας στο 2000 όπου από τους 1,2 εκατομμύρια τόνους της δεκαετίας του 60, η μέση παγκόσμια παραγωγή έφτασε συνολικά στους 3 εκατομμύρια τόνους» κατέληξε.