Κυβέρνηση-ΔΝΤ: Σαν τη γάτα με το ποντίκι για νέα μέτρα και αξιολόγηση
Καμία υποχώρηση στις απαιτήσεις του Ταμείου αλλά ελπίδες για εξεύρεση σημείου ισορροπίας σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζανακόπουλο
Θολό παραμένει το τοπίο στην αξιολόγηση παρά τις εξελίξεις των τελευταίων ωρών, με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να παρατείνει την αγωνία, τη στιγμή που η πλευρά των δανειστών κρούει των κώδωνα πως η διαπραγμάτευση θυμίζει την δραματική κατάσταση του 2015 μπροστά στο αδιέξοδο.
Οι θεσμοί έχουν ξεκαθαρίσει πως η αξιολόγηση δεν μπορεί να κλείσει χωρίς τα πρόσθετα μέτρα που ζητά το Ταμείο, αλλά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε σήμερα ότι η Αθήνα «δεν θα ενδώσει στις παράλογες απαιτήσεις».
«Έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε ότι οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν σύντομα και ο στόχος για ένταξη στο πρόγραμμα QE θα επιτευχθεί. Επιδιώκουμε μια συμφωνία κοινωνικά βιώσιμη χωρίς υποχωρήσεις στις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ», ανέφερε στο briefing ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σήμερα κάνοντας λόγο για εξεύρεση σημείου ισορροπίας.
Η εξίσωση της αξιολόγησης και της ολοκλήρωσης γίνεται ακόμα δυσκολότερη αν συνυπολογιστεί η ανυποχώρητη στάση της Γερμανίας η οποία εκφράστηκε χθες δια στόματος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επανέλαβε για ακόμα μία φορά ότι χωρίς το ΔΝΤ δεν υφίσταται πρόγραμμα.
Το ΔΝΤ όπως διαφάνηκε προχθές ζητάει συγκεκριμένα μέτρα τα οποία αναμένεται να συνδέσει στο άμεσο μέλλον με την παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Οι περισσότεροι διευθυντές συμφώνησαν πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέα δημοσιονομική διαβούλευση αυτή την ώρα, δεδομένης της εντυπωσιακής προσαρμογής η οποία αναμένεται να αποδώσει πρωτογενή πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ, ενώ κάποιοι άλλοι υποστήριξαν το πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Παρόλα αυτά, οι διευθυντές κάλεσαν για εξισορρόπηση της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της φορολογίας φυσικών προσώπων, εξυγιαίνοντας τις δαπάνες για τις συντάξεις ώστε να υπάρξει χώρος για στοχευμένες κοινωνικές ενέργειες για ευάλωτα κομμάτια του πληθυσμού και χαμηλότερες φορολογικούς συντελεστές.