Καμπανάκι κινδύνου από τις τράπεζες για την αξιολόγηση
Η αβεβαιότητα οδήγησε στην αύξηση της εξάρτησης των τραπεζών από τον ELA
Ταξίδι σε αχαρτογράφητα νερά μοιάζει η πορεία της ελληνικής οικονομίας, όπως υποδεικνύει η αύξηση της ενίσχυσης των τραπεζών από τον Μηχανισμό Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) της Τραπέζης της Ελλάδος. Η αύξηση της εξάρτησης των τραπεζών από τον Μηχανισμό Εκτακτης Ρευστότητας αντανακλά, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, την επιδείνωση που σημειώνεται σε μια σειρά ουσιαστικών παραμέτρων της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Μετά από μείωση της χρηματοδότησης από το μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας επί πολλούς μήνες, που είχε ως αποτέλεσμα στα τέλη Ιανουαρίου οι τράπεζες να περιορίσουν την έκθεσή τους στον ELA κατά 900 εκατ. ευρώ, στα 42,8 δισ. ευρώ από 43,7 δισ. ή κατά 2%. προχώρησαν σε αύξηση του δανεισμού, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας.
Η χρηματοδότηση μέσω ΕΚΤ υποχώρησε σε 18,7 δισ. ευρώ, από 20,1 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Συνολικά, τον Φεβρουάριο του 2017, οι ελληνικές τράπεζες δανείστηκαν από το ευρωσύστημα (ELA+ΕΚΤ) 61,8 δισ. ευρώ, έναντι 63 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2017.
Η έκτακτη χρηματοδότηση, η οποία είναι πιο ακριβή από την χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, ενισχύθηκε στα 43,1 δισ. ευρώ στο τέλος Φεβρουαρίου από 42,8 δισ. ευρώ στο τέλος Ιανουαρίου.Υπενθυμίζεται ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα ο οίκος αξιολόγησης Moody’s χαρακτήρισε πιστωτικά αρνητικό το γεγονός της μείωσης των καταθέσεων, η οποία αποδίδεται κυρίως στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης, που μείωσε την εμπιστοσύνη των καταθετών.
Τραπεζίτες παρατηρούσαν ότι είναι η πρώτη φορά που ο δανεισμός από τον ELA αυξάνεται μετά από πολλούς μήνες και το αποδίδουν σε μεγάλο βαθμό στη μείωση των καταθέσεων από ιδιώτες και επιχειρήσεις που καταγράφηκε τον Ιανουάριο και πιθανόν τον Φεβρουάριο.
Εάν οι καταθέσεις συνεχίσουν τα μειώνονται όπως συνέβη στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2017, εάν η εξάρτηση των τραπεζών από την ακριβή ρευστότητα του έκτακτου μηχανισμού της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) δεν περιοριστεί και εάν το απόθεμα των «κόκκινων δανείων» και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν μειωθεί τότε οι τράπεζες θα οδηγηθούν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση και ενδεχομένως με συμμετοχή των καταθετών.
Η διαφορά μεταξύ των μη εξυπηρετούμενων δανείων και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι ότι στην πρώτη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται όλα εκείνα τα δάνεια τα οποία δεν εξυπηρετούνται κανονικά για 90 ημέρες, ενώ στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται για διάστημα ενός έτους, εκτός από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και εκείνα στα οποία έχουν γίνει ρυθμίσεις.
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επανειλημμένα έχει τονίσει πως «η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να είχε κλείσει χθες», ενώ τους κινδύνους που εγκυμονεί για την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα η παράταση της αβεβαιότητας έχει επισημάνει και το προεδρείο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών κατά την πρόσφατη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό.
Η κατάσταση, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, είναι ακόμα αναστρέψιμη, υπό την προϋπόθεση ότι η διαπραγμάτευση θα κλείσει το ταχύτερο δυνατό και μια σειρά από νομοθετικές εκκρεμότητες, οι οποίες σέρνονται εδώ και μήνες ιδίως στο μέτωπο των κόκκινων δανείων, θα εξαλειφθούν.