Την ώρα που η ελληνική αγορά τέχνης βλέπει τα πρώτα δειλά σημάδια ανάκαμψης, νέα σύγχυση προκαλεί το ζήτημα του «πόθεν έσχες». Από τη μια, ο νόμος επιβάλλει στους υπόχρεους να δηλώνουν αντικείμενα μεγάλης αξίας, δηλαδή έργα τέχνης, αντικείμενα υψηλής κοσμηματοποιίας, ωρολογοποιίας, αντίκες κ.ο.κ., και, από την άλλη, απόφαση (2649/17) της Ολομέλειας του ΣτΕ, όπως διευκρίνισε η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών, κρίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου, κατά το σκεπτικό της, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα. Κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι η αγορά τέχνης δεν είναι θεσμοθετημένη, όπως είναι τα ομόλογα, οι μετοχές και τα ακίνητα, που ελέγχονται από ειδικές επιτροπές. Πέραν αυτού, τόσο στην πρωτογενή αγορά (γκαλερί) όσο και στη δευτερογενή (δημοπρασίες) υπάρχουν πάρα πολλές και διαφορετικές κατηγορίες και υποκατηγορίες τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία, κινητική, εγκατάσταση κ.ά.) ζώντων αλλά και θανόντων καλλιτεχνών. 

Με ποιον τρόπο και από ποιους θα ελέγχεται η αξία των έργων; Πώς θα αξιολογούνται τα έργα των μη ζώντων και πώς εκείνα των σύγχρονων καλλιτεχνών; Ποιοι είναι οι ειδικοί που θα μπορούν να ελέγχουν την κάθε κατηγορία, αλλά και τη γνησιότητα των έργων;

Η νέα αυτή σύγχυση θυμίζει τα όσα είχαν συμβεί με την περίπτωση του νόμου του περιουσιολογίου το 2015, που λόγω των βασικών αυτών λεπτομερειών έχει «παγώσει».

ΠΕΤΡΟΣ ΒΕΡΓΟΣ


«Μέσα στην εισπρακτική μανία που έχει καταλάβει το ελληνικό Δημόσιο εναντίον των πολιτών του, κάθε τόσο η αγορά έργων τέχνης απειλείται από κάποιον ευφάνταστο υπουργό, που θεωρεί ότι βρήκε τις μεγάλες αξίες που του διαφεύγουν από τη φορολόγηση. Εάν το κράτος προχωρήσει σε αυτόν τον τομέα, θα γίνει το απόλυτο αλαλούμ!», σχολίασε σχετικά ο Πέτρος Βέργος, έμπορος έργων τέχνης και ιδιοκτήτης του ομώνυμου οίκου δημοπρασιών στην Αθήνα. «Το ελληνικό κράτος δεν έχει ούτε ειδικούς εκτιμητές για να εκτιμήσουν οποιαδήποτε αξία έργου τέχνης γενικότερα, ούτε φυσικά μπορεί να μπει σε όλα τα σπίτια για να δει τι έχουν οι πολίτες του. Το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να προκαλέσει προβλήματα σε οποιαδήποτε νόμιμη επιχείρηση πουλάει τα έργα τέχνης κόβοντας κανονικά τις αποδείξεις της και να μετατρέψει όλο αυτό το εμπόριο σε παραεμπόριο», πρόσθεσε.

Αναφερόμενος στους τζίρους που κάνουν οι οίκοι δημοπρασιών στην Ελλάδα, ο κ. Βέργος έκρινε πως το αντικείμενο φορολόγησης είναι πολύ μικρό για να δημιουργηθεί ένας φορέας παρακολούθησης του κλάδου. «Ούτως ή άλλως τα σημαντικά έργα περνάνε μέσω των οίκων δημοπρασιών, εισπράττεται κανονικά ο ΦΠΑ των αγοραπωλησιών και οι μεταφορές των χρημάτων γίνονται ηλεκτρονικά», υπογράμμισε, τονίζοντας πως υπάρχει πλήρης έλεγχος από το κράτος. «Το μόνο που θα μπορέσει να πετύχει το Δημόσιο θα είναι να σπεύσουν να δηλωθούν όλα τα πλαστά έργα που αυτήν τη στιγμή γυρίζουν στην αγορά για να νομιμοποιηθούν μέσω του ελληνικού Δημοσίου», συμπέρανε, θίγοντας ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ


Σύμφωνα με τον κ. Ευάγγελο Καπόπουλο, ο οποίος δραστηριοποιείται και ως γκαλερίστας αλλά και ως ιδιοκτήτης οίκου δημοπρασιών, το πιο σημαντικό είναι να λυθεί το θέμα της γνωμάτευσης περί γνησιότητας. «Παρακαλούμε το ΥΠΠΟ να μας εξηγήσει πώς θα αποδεικνύεται ότι ένα έργο είναι γνήσιο, ειδικά όταν πρόκειται για θανόντα καλλιτέχνη», δήλωσε σχετικά, λέγοντας πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Ως μόνη λύση βλέπει μια επιτροπή που θα οριστεί από την Εθνική Πινακοθήκη και που με γραπτή γνωμάτευση θα εξετάζει τη γνησιότητα για έναν πίνακα του Βολανάκη, του Παρθένη, του Γύζη, του Γεραλή κ.ά., εξηγώντας πως πιστοποιητικά γνησιότητας δίνονται στα σύγχρονα έργα από τις γκαλερί.

Ακόμη, αποκάλυψε πως έχει δεχθεί τηλεφώνημα από εκπρόσωπο του ΥΠΟΙΚ. «Τους εξήγησα ότι έχουμε μπερδευτεί με τα ακούσματα που έχουμε στο εξωτερικό. Η ελληνική αγορά δεν έχει καμία σχέση με τη διεθνή. Οι αξίες είναι μικρές και οι τζίροι σε Αθήνα, Λονδίνο και Κύπρο δεν υπερβαίνουν τα 3 εκατ. με 4 εκατ. ευρώ ετησίως». Ο ίδιος είπε ότι δεν πιστεύει πως ο νόμος για το «πόθεν έσχες» θα χτυπήσει το παραεμπόριο, αντιθέτως, θα το αυξήσει, καθώς δεν έχει προϋποθέσεις και όλα είναι στον αέρα. «Προκαλεί σύγχυση. Όχι μόνο δεν θα φέρει κανένα εισπρακτικό αποτέλεσμα, αλλά είναι και επικίνδυνη κίνηση», είπε χαρακτηριστικά.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ


Στο ίδιο ζήτημα στάθηκε και η Αγγελική Αντωνοπούλου, art dealer και ιδιοκτήτρια της γκαλερί «A.Antonopoulou Art»: «Ας μου απαντήσει ο υπουργός: η κ. Χ έχει στην κατοχή της τρία αυθεντικά έργα του Μόραλη. Τα δηλώνει όμως ως πλαστά, αξίας 100 ευρώ. Ποιος θα κρίνει τα έργα και τη δήλωση; Θα χτυπούν την πόρτα και θα λένε: "Γεια σας, ήρθαμε να εξετάσουμε την αυθεντικότητα των έργων"; Μήπως όμως την πόρτα τελικά θα τη χτυπούν οι κλέφτες γι' αυτούς που θα έχουν δηλώσει τα αυθεντικά τους έργα;», δήλωσε, εξηγώντας με το παράδειγμα αυτό την όλη ουσία του ζητήματος.

Ακόμη, υποστήριξε πως για ένα τόσο σοβαρό θέμα θα πρέπει να γίνει διάλογος με τους αρμόδιους φορείς των κατηγοριών που εμπλέκονται, δηλαδή των ιδιοκτητών γκαλερί, των κοσμηματοπωλών, των ασφαλιστών κ.λπ. «Τα υπόλοιπα κάνουν κακό στην ήδη ταλαιπωρημένη αγορά. Τα έργα φεύγουν ή έχουν φύγει σε αποθήκες του εξωτερικού! Και ο όρος "νέοι συλλέκτες" θα γίνει ανέκδοτο!», συμπλήρωσε.

ΦΑΝΗΣ ΣΙΑΝΤΗΣ


Ο κ. Φάνης Σιαντής, ιδιοκτήτης της γκαλερί «Εικαστικός Κύκλος Sianti», ήταν κάθετος: «Αν ένα έργο τέχνης θεωρείται περιουσιακό στοιχείο, αυτό θα αποτρέπει τους δυνητικούς αγοραστές, γεγονός που σίγουρα θα βλάψει την ελληνική αγορά. Από την άλλη, δεν υπάρχουν τα δεδομένα ούτε τα αρχεία για να μπορεί να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να ορίσει τις τιμές στα έργα τέχνης και αυτή είναι η ιδιαιτερότητα της αγοράς. Δεν λύνεται με έναν νόμο. Θέλει μακροχρόνια δουλειά για να μπορέσει να στηθεί μια τράπεζα δεδομένων».

Όπως δημοσιεύτηκε στις σελίδες «Luxury & Art Business» στο «Secret» των «Παραπολιτικών».