Αποκάλυψη για τη ρύθμιση των 120 δόσεων - Οι αυστηροί όροι και οι «κλειστές πόρτες»
Απαγορευτική η ρύθμιση για ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που χρωστούν σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία - Κλειστές πόρτες πάλι για μισθωτούς και συνταξιούχους
Με το… όνειρο θα μείνουν στη συντριπτική πλειονότητά τους οι οφειλέτες της εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων που προσβλέπουν σε τακτοποίηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους σε έως και 120 δόσεις.
Μια ρύθμιση που αναμένουν εδώ και μήνες οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν τεθεί εξ ορισμού εκτός του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Οι προϋποθέσεις όμως που θα προβλέπει η σχετική απόφαση των συναρμόδιων υπουργών Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου είτε αποκλείουν εξ ορισμού τον οφειλέτη, είτε περιορίζουν δραστικά τον αριθμό των δόσεων σε επίπεδα που πλέον δεν μοιάζουν καθόλου ελκυστικά.
Στην πράξη, οι έχοντες χρέη σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία θα συνειδητοποιήσουν πολύ σύντομα ότι η μόνο «διέξοδος» για να αποφύγουν τα αναγκαστικά μέτρα που προβλέπει ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, κατασχέσεις εις χείρας τρίτων κ.λπ.) θα είναι η ανανεωμένη πάγια ρύθμιση των 120 δόσεων, η οποία τουλάχιστον θα μπορεί να υποβληθεί και μέσω διαδικτύου.
H πολυδιαφημισμένη ρύθμιση των 120 δόσεων, η οποία θα αποσαφηνιστεί με την Υπουργική Απόφαση έως το τέλος της εβδομάδας, σύμφωνα με την κ. Αχτσιόγλου αποκλείει εξ ορισμού όλους τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, αλλά και το σύνολο των επαγγελματιών οι οποίοι εμφανίζουν ζημίες στις φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων ετών.
Όσο οξύμωρο κι αν φαίνεται, η ρύθμιση των 120 δόσεων απευθύνεται στις υγιέστερες των επιχειρήσεων οι οποίες από τη μία εμφάνιζαν κερδοφόρες χρήσεις μέσα στην κρίση, αλλά από την άλλη συσσώρευαν και ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Μία μόνο διέξοδο έχουν οι επαγγελματίες με ζημιές. Αυτή είναι να «μαγειρέψουν» τα οικονομικά αποτελέσματα του 2017 ώστε να υποβάλουν τη σχετική αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση μετά το καλοκαίρι του 2018, όταν πλέον θα έχουν υποβληθεί και οι φορολογικές δηλώσεις. Και, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι τότε η εφορία δεν θα έχει προχωρήσει σε σειρά αναγκαστικών μέτρων εις βάρος του οφειλέτη.
Αυστηροί όροι και προϋποθέσεις για όσους χρωστούν έως 50.000 ευρώ
Στα «ψιλά γράμματα» της ρύθμισης θα κρύβεται η δυσκολία εισόδου των οφειλετών. Συγκεκριμένα, οι βασικές προϋποθέσεις ένταξης είναι οι εξής:
· Για χρέη έως 20.000 ευρώ ο οφειλέτης πρέπει να έχει θετικό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης.
· Για οφειλές από 20.000 έως 50.000 ευρώ, πέρα από το κριτήριο της κερδοφορίας, ο λόγος του χρέους, αφού αφαιρεθούν οι προς διαγραφή προσαυξήσεις και τόκοι, προς το εισόδημα πρέπει να είναι μικρότερος ή ίσος του 8.
· Αποκλείεται η υπαγωγή στη ρύθμιση, εφόσον συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη είναι κατά 25 φορές μεγαλύτερη της προς ρύθμιση οφειλής.
Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι 120 δόσεις είναι το ανώτατο όριο. Κατ' αρχήν υπάρχει ελάχιστο ποσό μηνιαίας καταβολής στα 50 ευρώ. Κατά δεύτερον, στην απόφαση θα υπάρχει ρήτρα ότι, εφόσον το 33% του εισοδήματος επαρκεί για την αποπληρωμή της οφειλής σε λιγότερες δόσεις από το μέγιστο, τότε ο αριθμός των δόσεων θα προσαρμόζεται ανάλογα. Επιπρόσθετα, για οφειλές έως 3.000 ευρώ ο μέγιστος αριθμός δόσεων είναι οι 36.
Για χρέη από 3.001 έως 50.000 ευρώ το «κούρεμα» μπορεί να φθάσει έως και το 85% για Ταμεία και 95% για Εφορία. Σημειώνεται ότι η ρύθμιση αφορά χρέη που δημιουργήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2016 από ενεργούς ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Όπως κάνει γνωστό ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης, «σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ έως 50.000 ευρώ οφείλουν περίπου 1.100.000 ασφαλισμένοι, τα χρέη των οποίων με τις προσαυξήσεις ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ, δηλαδή ανέρχονται στο 1/3 των συνολικών οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Αντίστοιχα από την ΑΑΔΕ προκύπτει ότι οι οφειλές των ελεύθερων επαγγελματιών προς την εφορία έως το ύψος των 50.000 ευρώ προσεγγίζουν τα 35 δισ. ευρώ σε σύνολο 100 δισ. ευρώ».
*Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία του Τύπου», 28/12/2017