Στην τελική ευθεία τα stress tests τραπεζών: Ζητούμενο η ρευστότητα
Έπειτα από μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καλούνται να ρίξουν χρήμα στην αγορά.
Χωρίς σοβαρά εμπόδια φαίνεται να ολοκληρώνεται η διέλευση των ελληνικών τραπεζών από τις συμπληγάδες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests). Σύμφωνα με την ενημέρωση που έλαβαν οι διοικήσεις των συστημικών την Τετάρτη από τον SSM, οι άμεσες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου απομακρύνονται, αφού, στο δυσμενές σενάριο, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών ιδρυμάτων βρίσκονται πάνω από το κατώτατο όριο που θα ληφθεί υπόψη.
Η αξιολόγηση του δεύτερου πακέτου στοιχείων ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς εμπεριείχε τα τελευταία στοιχεία που απαιτούνταν για να ολοκληρωθεί η διαδικασία των ασκήσεων προσομοίωσης, κάτι που σημαίνει ότι έως την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, στις αρχές Μαΐου, δεν αναμένεται να αλλάξει κάτι δραστικά για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Έτσι, εκτός απροόπτου, περνάνε τα stress tests της ΕΚΤ, κάτι που μάλλον θα επιβεβαιωθεί στη συνάντηση που θα έχουν οι Έλληνες τραπεζίτες στη Φρανκφούρτη σε λίγες ημέρες με τους επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών.
Ωστόσο, το μείζον ζήτημα, που αφορά στην αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, παραμένει.
Ένα ζήτημα που είναι υπαρξιακό για τις τράπεζες. Διότι έπειτα από μια μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας και ενασχόλησης με την αναδιάρθρωσή τους, υπό τη δαμόκλειο σπάθη τεσσάρων αλλεπάλληλων stress tests, καλούνται να λειτουργήσουν για τον σκοπό που έχουν συγκροτηθεί: να μεριμνήσουν έτσι ώστε να διασφαλίσουν τις καταθέσεις των πελατών τους και να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Ιδιώτες και επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πρόοδος σε αυτό το μέτωπο θα συνεχίζει να είναι δύσκολη, εάν δεν λυθεί το πρόβλημα της ρευστότητας, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την κεφαλαιακή επάρκεια, την οποία εξετάζουν αυτή την περίοδο τα stress tests.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ
Ποιες είναι οι πηγές άντλησης ρευστότητας για τις τράπεζες; Η πρώτη είναι το γνωστό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), η δεύτερη είναι το waiver, η τρίτη είναι ο ELA, η τέταρτη οι καταθέσεις και η πέμπτη η πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι καθυστερήσεις στο κλείσιμο των αξιολογήσεων, η ασάφεια γύρω από τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η επιβολή των capital controls και όλα τα άλλα δεινά που βρήκαν την ελληνική οικονομία δυστυχώς δεν επέτρεψαν στα ελληνικά ομόλογα να περάσουν τις πύλες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, καθώς ο σκληρός Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι δεν ήθελε να μείνει με τα ελληνικά «σκουπιδο-bonds» στο… χέρι, αν και εφόσον η ελληνική πλευρά δεν τα κατάφερνε.
Τουλάχιστον αυτό υποστήριζε μετ' επιτάσεως. Ότι δεν μπορεί να δεχθεί τα Greek bonds από τη στιγμή που δεν έχει λάβει διασφαλίσεις ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Έτσι, αυτήν τη στιγμή η μόνη φθηνή πηγή ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών παραμένει το γνωστό waiver. Ο έκτακτος και πολύ ακριβός μηχανισμός ρευστότητας (ELA), που παρέχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), για να αντλήσουν ρευστότητα είναι λύση ανάγκης, αφού αξίζει να σημειωθεί ότι το επιτόκιο μέσω ELA είναι 1,5%, έναντι 0,05% που είναι το κόστος δανεισμού από την ΕΚΤ. Δανεισμού που προσπαθούν εδώ και χρόνια να μηδενίσουν.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Από τη μία, η κυβέρνηση επιμένει να λέει ότι θα πάει σε «καθαρή» έξοδο την επόμενη ημέρα των μνημονίων και άρα θα «αναμετρηθεί» με τις αγορές χωρίς να βρίσκεται κάτω από κάποια διεθνή «ομπρέλα», ενώ αρκετοί Ευρωπαίοι και όχι μόνο υποστηρίζουν ότι απαιτείται η ύπαρξη ενός προληπτικού πλαισίου στήριξης -«γραμμής»-, προκειμένου να μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Δηλαδή, η ενεχυρίαση στην ΕΚΤ των ελληνικών ομολόγων, παρά τη χαμηλή τους διαβάθμιση, για να μπορούν να λαμβάνουν ρευστότητα. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δέχεται η ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα σήμερα, παρά τη διαβάθμιση «junk», σκουπίδια δηλαδή, είναι ότι η Ελλάδα παραμένει σε πρόγραμμα. Κάτι που, με βάση τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς, δεν αναμένεται να ισχύει και μετά τον Αύγουστο, αφού η «καθαρή» έξοδος σημαίνει αυτόματα το τέλος των προγραμμάτων.
Αν λοιπόν η ΕΚΤ κάνει πράξη τις προειδοποιήσεις της, όπως τον Φεβρουάριο του 2015, όταν εν μια νυκτί μπλόκαρε τον δανεισμό των τραπεζών μέσω waiver, αυτό πρακτικά θα σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να στραφούν για ακόμη μία φορά στον ELA ή όπου αλλού θα μπορέσουν να βρουν χρήμα.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 14 Απριλίου 2018