Με βατράχι που κινδυνεύει να συνθλιβεί από τα βουβάλια μοιάζει αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα, καθώς, όπως σημειώνουν πηγές κοντά στις πυρετώδεις διαβουλεύσεις, η χώρα μας θα είναι για ακόμα μία φορά το πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ των Γερμανών, που επιμένουν στην προτεσταντική θεώρηση των αλλαγών που δρομολογούνται στην ευρωζώνη, και των Γάλλων, που επιμένουν ότι οι τομές πρέπει να γίνουν τώρα και να είναι βαθιές.

«Ο πρώτος τοκετός θα είναι η Ελλάδα», λένε χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, περιγράφοντας την επώδυνη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που έχει ως στόχο -τουλάχιστον στα χαρτιά- την ομοσπονδιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μέσα σε αυτό το ρευστό σκηνικό, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η πληροφορία που διέρρευσε στον γερμανικό Τύπο λίγο πριν από τη σύσκεψη του Washington Group, περί συζητήσεων ολιγόμηνης παράτασης του 3ου μνημονίου, υποτίθεται για να προλάβει η Ελλάδα να καλύψει όλες τις εκκρεμότητές της.

Η αλήθεια είναι ελαφρώς διαφορετική. Σύμφωνα με πληροφορίες, όντως η κυβέρνηση έχει δεχτεί τεχνοκρατικές εισηγήσεις για παράταση λίγων μηνών στο τρέχον πρόγραμμα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στα περίπου 20 δισ. ευρώ, που είναι «παρκαρισμένα» στον ESM από τα υπόλοιπα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και θα χαθούν οριστικά, αν δεν τα χρησιμοποιήσουμε έως τον Αύγουστο. Το σκεπτικό των σχετικών εισηγήσεων είναι ότι με αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσε να αγοραστεί ακριβό χρέος, όπως τα δάνεια του ΔΝΤ ή τα ομόλογα της ΕΚΤ, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, αφού το αντάλλαγμα θα είναι μεταρρυθμίσεις που ήδη «τρέχουν», καθώς και μεταρρυθμίσεις που θα συμπεριληφθούν στο Αναπτυξιακό Σχέδιο.  

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ

Η κυβέρνηση έχει απορρίψει τις σχετικές εισηγήσεις, καθώς το πολιτικό κόστος εκτιμάται ότι θα είναι τεράστιο, εξού και η ρητορική περί «καθαρής εξόδου», χωρίς καν γραμμή προληπτικής στήριξης, που εντείνεται τις τελευταίες ημέρες. Από την άλλη, οι τεχνοκρατικές εισηγήσεις περί παράτασης δεν είχαν απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα για το πώς θα μπορούσε να περάσει ένα τέτοιο αίτημα από τα υπόλοιπα κοινοβούλια, όταν εδώ και μήνες όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μιλούν για επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα. Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο περί παράτασης -ασχέτως αν βρίσκει ανταπόκριση στην Αθήνα ή μπορεί να σταθεί στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες- φαίνεται ότι «κουμπώνει» με τις εντεινόμενες διαβουλεύσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως τονίζουν καλά ενημερωμένες πηγές, η πάλη μεταξύ Γερμανίας Γαλλίας δεν σχετίζεται μόνο με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, αλλά και με τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών, δηλαδή με την εκχώρηση και της δημοσιονομικής πολιτικής στα ευρωπαϊκά όργανα. Το Παρίσι ζητά αυτή η κίνηση να γίνει άμεσα, τώρα, ενώ το Βερολίνο συμφωνεί μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, καθώς κάτι τέτοιο οδηγεί μαθηματικά και στην ομοσπονδιοποίηση του χρέους.

Και ακριβώς εδώ «κολλάει» η περίπτωση της Ελλάδας. Επί της ουσίας, το Βερολίνο δεν έχει την παραμικρή διάθεση και πρόθεση να χαλαρώσει τα «λουριά» στην Ελλάδα, καθώς, εκτός των γνωστών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, που μπορεί να λειτουργήσει ως εστία κινδύνου (moral hazard) για το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι που σχεδιάζεται, η Γερμανία θέλει να επιβάλει από τώρα τους όρους της για το χτίσιμο του νέου ευρωπαϊκού μοντέλου: πειθαρχία, πειθαρχία, πειθαρχία.  

ΘΕΛΕΙ ΝΕΟ ΡΟΛΟ

Η στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ ενδεχομένως να λειτουργήσει ως καταλύτης, αν και, όπως παρατηρούν αρμόδιες πηγές, το Ταμείο δεν συμμετέχει, πλέον, στις διαβουλεύσεις από θέση ισχύος, αφού στην πραγματικότητα είναι εκείνο που αναζητά ρόλο στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Και εν μέσω όλων αυτών, στην Αθήνα αναζητούν παράθυρο ευκαιρίας μέσα στον Μάιο, προκειμένου να γίνει ακόμα μία έκδοση ομολόγου. Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο που προκρίνεται είναι αυτό της έκδοσης 3ετούς ομολόγου για 2 δισ. ευρώ, αν και παραμένει ως εναλλακτική η έκδοση 10ετούς ή 12ετούς ομολόγου, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Το μήνυμα που έχει πάρει η ελληνική πλευρά από τους επενδυτές είναι ότι η έκδοση πρέπει να γίνει μόνο αν η αγορά «καθίσει» στα προ 7ετίας επίπεδα και ήδη πραγματοποιούνται αλλεπάλληλες επαφές με μακροπρόθεσμους επενδυτές και hedge funds που έδωσαν το «παρών» στις τελευταίες εκδόσεις του ελληνικού Δημοσίου. Σημειωτέον ότι η παρουσία των hedge funds διαμορφώνεται στα επίπεδα του 29%, όταν σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν βρίσκεται πάνω από το 20%. Όπως παρατηρούν, όμως, αρμόδιες πηγές, δεν μπορεί να αναμένεται προσέλκυση μακροπρόθεσμων επενδυτών όσο το αξιόχρεο της χώρας βρίσκεται ακόμη στην κατηγορία «Junk».  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 21 Απριλίου 2018