Αναγκαίος ο καθαρός «αέρας» στην πρωτογενή παραγωγή
Καμία ουσιαστική συνδρομή και κανένα απολύτως κίνητρο, στους αγρότες, τα τριάμισι χρόνια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Συχνά ακούμε την ερώτηση τι πρέπει να κάνει το κράτος για να βοηθήσει τους αγρότες και γενικότερα τον πρωτογενή τομέα. Στην Ελλάδα της ιδεοληπτικής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, το ερώτημα αντιστρέφεται ως εξής: Τι δεν πρέπει να κάνουν, για να τους αφήσουν ήσυχους να καλλιεργήσουν τη γη τους και να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Κι αυτό γιατί ουδεμία ουσιαστική συνδρομή και κανένα απολύτως κίνητρο δεν υπήρξε τα τρίαμισι χρόνια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στους αγρότες και ευρύτερα στον πρωτογενή τομέα. Αντιθέτως, υπήρξαν αντικίνητρα.
Αντικίνητρα στη φορολογία, στις ασφαλιστικές εισφορές, στο κόστος παραγωγής, στο ενεργειακό κόστος παραγωγής κλπ. Το αποτέλεσμα γνωστό: Ενώ ο σφυγμός της ανάκαμψης της χώρας θα έπρεπε να χτυπάει πρωτίστως στον πρωτογενή τομέα, όπως στα δύσκολα, μεταπολεμικά χρόνια, όπου η γεωργία και η κτηνοτροφία, με την τεράστια συμβολή τους στο ΑΕΠ, συνέβαλαν αποφασιστικά στο να επιβιώσει η χώρα μας. Έτσι και σήμερα θα μπορούσε να αναδειχθεί ως καθοριστικός παράγοντας ώστε να βγει η χώρα μας από τη δύσκολη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση που βιώνει και συνεχώς απαξιώνεται και υποβαθμίζεται, εξαιτίας της έλλειψης ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων που είναι ακριβώς αποτέλεσμα αυτών των αντικινήτρων που συνθέτουν την κυβερνητική πολιτική στον πρωτογενή τομέα αλλά και της ιδεοληπτικής αντίληψης που διακατέχει τη συγκυβέρνηση για την επιχειρηματικότητα την οποία δαιμονοποιεί σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της.
Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα παρότι ποιοτικά (συνήθως) υπερτερούν έναντι εκείνων των ανταγωνιστριών χωρών, ωστόσο, είτε δεν είναι ανταγωνιστικά λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής, είτε αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ξένων αγορών καθώς δεν εστιάζουν στην αλλαγή των τάσεων και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των καταναλωτών, στη διαφοροποίηση, στη συνέπεια, στη συνέχεια και στην λεπτομέρεια.
Επιπρόσθετα, επειδή εξάγονται συνήθως στην αρχική τους μορφή, έχουν χαμηλή αξία με αποτέλεσμα να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Για να ενισχυθεί η εξωστρέφειά τους, πρωτίστως επιβάλλεται να αποκτήσουν υπεραξία -ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά- είτε μέσω της περαιτέρω επεξεργασίας -μεταποίησης τους, είτε μέσω του σχεδιασμού καινοτόμων και λειτουργικών συσκευασιών ή και μέσω της παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών πριν και μετά την πώληση.
Ουσιαστική συνδρομή στην αναγκαία ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας και εξωστρέφειας δεν υπάρχει. Είναι κοινά παραδεκτό ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή διασύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με την έρευνα και τη μεταποίηση όπως συμβαίνει σε όλες τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες, με κορυφαίο ίσως παράδειγμα την Ολλανδία. Στη χώρα μας, παρότι αποτελεί κοινό τόπο η ανάγκη διασύνδεσης της πρωτογενούς παραγωγής με την έρευνα αυτή παραμένει μόνο στα ευχολόγια.
Η αξιόπιστη πρόταση δεν μπορεί να είναι ένας ακόμη νόμος ή μία ακόμη υπουργική απόφαση για την ίδρυση ενός κρατικού ερευνητικού κέντρου. Αυτά υπάρχουν και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να τα αφήσουν να κάνουν τη δουλειά τους μακριά από κομματικές παρεμβάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει αυτό που ζητούν οι ίδιοι οι παραγωγοί και περιγράφεται ως εξής: «Αφήστε μας να κάνουμε μόνοι τη δουλειά μας». Η περίπτωση της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου που πρόσφατα ίδρυσε το Κέντρο Έρευνας Μαστίχας Χίου το οποίο συντονίζει την παγκόσμια επιστημονική έρευνα για τη μαστίχα Χίου και κάνει εφαρμοσμένη έρευνα για νέα προϊόντα μαστίχας κυρίως στην κατηγορία παρά – φαρμακευτικά προϊόντα είναι ενδεικτική. Σ’ αυτή την προσπάθεια οι παραγωγοί της Χίου είχαν τη συνδρομή, όχι βέβαια του κράτους, αλλά εταίρων είτε από Πανεπιστήμια (όπως η Φαρμακευτική Σχολή Αθηνών) αλλά και εταιριών που ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας για την παραγωγή νέων καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων.
Οι μαστιχοπαραγωγοί της Χίου χωρίς την παραμικρή συνδρομή αυτού που ονομάζουμε επίσημο κράτος, κατάφεραν να βρουν το δρόμο τους αναπτύσσοντας το ΠΟΠ προϊόν τους και κατακτώντας νέες αγορές. Δυστυχώς, αυτός ο δρόμος χρειάστηκε να περάσει και μέσω Τουρκίας (!) στην οποία ίδρυσαν εταιρεία για να ξεπεράσουν τα γραφειοκρατικά και τόσα άλλα εμπόδια που προσπάθησαν να φράξουν το δρόμο τους.
Αυτά τα εμπόδια θα πρέπει να αφαιρεθούν με προσοχή από την πρωτογενή παραγωγή. Η περίπτωση της Χίου αποδεικνύει ότι υπάρχει το θετικό υπόδειγμα στον πρωτογενή τομέα εδώ στην Ελλάδα και ευτυχώς δεν είναι το μοναδικό. Υπάρχουν αγρότες που κόντρα στις αντιξοότητες και τη γραφειοκρατία προσπαθούν και τα καταφέρνουν. Υπάρχουν παραγωγοί (κυρίως νέοι) που πιστεύουν στην έρευνα και την καινοτομία και θέλουν να την αξιοποιήσουν για να καταστήσουν ανταγωνιστικότερα τα προϊόντα τους.
Τι θέλουν; Όχι μόνο επιδοτήσεις, όπως πιστεύει η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων τις οποίες ούτε αυτές (ακέραιες) δεν μπορεί να εξασφαλίσει, όπως αποδεικνύεται από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης ενόψει της νέας ΚΑΠ. Θέλουν «καθαρό αέρα» για να αναπνεύσουν. Ένα υγιές περιβάλλον με ένα ορθολογικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας για τις συλλογικότητες, όπως είναι οι ομάδες παραγωγών που θα μπορούν οι ίδιες να αναλάβουν δράση για την απόκτηση τεχνογνωσίας την οποία θα κεφαλαιοποιήσουν ενισχύοντας καθοριστικά την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια των προϊόντων τους.
Αυτό τον «καθαρό αέρα» θα τον φέρει η αυριανή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος πιστεύει στην πραγματική παραγωγή. Πιστεύει στην έρευνα και την καινοτομία και είναι αποφασισμένος να γκρεμίσει όλα τα εμπόδια που εγκλωβίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου στη σημερινή ασφυξία.
* Ο Θανάσης Λιούτας είναι γεωπόνος και πολιτευτής της Νέας Δημοκρατίας στο Νομό Τρικάλων