Προβόπουλος: Υπάρχει χειρότερος κίνδυνος από ένα τέταρτο Μνημόνιο
Τι αναφέρει σε συνέντευξή του ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος
Υστερα από τρία προγράμματα χρηματοδότησης και ισάριθμα Μνημόνια, «η χώρα δεν έχει βγει ακόμα από το δάσος». Ο Γιώργος Προβόπουλος, πρώην διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και νυν πρόεδρος του Ομίλου Εταιρειών Ελλάκτωρ, με τη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Εκτιμά πως αν δεν διδαχτούμε από τα λάθη μας και δεν τα διορθώσουμε σύντομα, οι κίνδυνοι παραμονεύουν. «Ο κίνδυνος αυτή τη φορά δεν θα είναι ένα τέταρτο Μνημόνιο» προειδοποιεί, αιτιολογώντας την εκτίμησή του αυτή στη βάση απόλυτης αδυναμίας να περάσουν από τα Κοινοβούλια χωρών της ευρωζώνης αποφάσεις για ενδεχόμενη νέα χρηματοδότηση της Ελλάδας. Αναφορικά με τις αγορές, θεωρεί δεδομένο πως θα επιβάλλουν στην Ελλάδα ένα άτυπο Μνημόνιο διαρκείας, για την αναχρηματοδότηση του τεράστιου δημόσιου χρέους.
Για τις ελληνικές τράπεζες, παρ’ ότι αισιόδοξος, ο Γιώργος Προβόπουλος εμφανίζεται προβληματισμένος. Δεν αποκλείει νέα ανακεφαλαιοποίηση, υπό το βάρος των κόκκινων δανείων, ιδίως εάν η οικονομία δεν προχωρήσει με σταθερά και γρήγορα βήματα προς τα εμπρός, ενώ περιγράφει τις αναγκαίες συνθήκες για να φύγουν μια για πάντα οι φοβίες των καταθετών.
Οι ελληνικές τράπεζες αντιμετώπισαν τις τελευταίες εβδομάδες έντονες πιέσεις στο χρηματιστήριο. Εχουν πρόβλημα; Μπορεί να χρειαστούν μία ακόμη ανακεφαλαιοποίηση;
Οι ελληνικές τράπεζες βαρύνονται με πολύ υψηλά ποσοστά κόκκινων δανείων από τη μακρόχρονη και βαθιά οικονομική κρίση της χώρας. Καλούνται λοιπόν να βγάλουν από πάνω τους, στον συντομότερο δυνατό χρόνο, ένα μεγάλο μέρος των δανείων αυτών, υπό συνθήκες μάλιστα ιδιαίτερα δυσμενείς: υποτονική ανάπτυξη, συρρικνωμένα εισοδήματα και αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας, αφενός, αλλά και χαμηλή κερδοφορία με ταυτόχρονη ανάγκη αυξημένων προβλέψεων, αφετέρου. Παρά τις εμφανείς δυσκολίες του περιβάλλοντος, οι τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο. Καλούνται, ωστόσο, να επιταχύνουν τον βηματισμό τους. Είναι έτσι πολύ πιθανό, ιδιαίτερα αν η οικονομία δεν προχωρήσει με γρήγορα και σταθερά βήματα προς τα εμπρός, η επιχειρούμενη μείωση των κόκκινων δανείων να ροκανίσει τα κεφάλαιά τους και να χρειαστεί έτσι η αναπλήρωσή τους. Αυτό προφανώς φόβισε τους επενδυτές, σε μια στιγμή που το κόστος χρηματοδότησης στην Ιταλία αυξήθηκε απότομα, για τους γνωστούς λόγους, σπέρνοντας ανησυχίες ότι η κεφαλαιακή ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών θα είναι μια δύσκολη και αβέβαιη άσκηση. Θεωρώ ότι οι ανησυχίες αυτές, αν και έχουν λογική βάση, είναι υπερβολικές. Οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν άλλωστε χρονικά περιθώρια να καλύψουν πιθανές κεφαλαιακές τους ανάγκες. Στον βαθμό μάλιστα που σημειώνουν πρόοδο στην απαλλαγή τους από κόκκινα δάνεια, θα γίνονται επενδυτικά ολοένα και πιο ελκυστικές.
Επειτα από τρία Μνημόνια και ισάριθμες ανακεφαλαιοποιήσεις γιατί δεν έχει ανοίξει ακόμη καθαρός διάδρομος για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Ο τραπεζικός τομέας είναι ο πλέον ευαίσθητος στις οικονομικές, πολιτικές και εξωτερικές διακυμάνσεις. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που βίωσε μία πρωτοφανή οικονομική κρίση διαρκείας, είναι ίσως στα όρια του θαύματος ότι επέζησαν τράπεζες και ουδείς καταθέτης είχε απώλειες. Επιτρέψτε μου να σταθώ για λίγο στις δύο πρώτες ανακεφαλαιοποιήσεις, που έγιναν στη διάρκεια της δικής μου θητείας στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η πρώτη, μετά το PSI, συνδυάστηκε με μία ευρεία ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος, με αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις /εξυγιάνσεις τραπεζών. Στην αμέσως επόμενη, την άνοιξη του 2014, το αναγκαίο ποσό προς ανακεφαλαιοποίηση ήταν της τάξης των €6 δισ., ποσό που υπερκαλύφθηκε μάλιστα με άνεση από τις αγορές. Σας θυμίζω πως τον Μάιο του 2014, η χρηματιστηριακή αξία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών προσέγγιζε τα €35 δισ., με τάση μάλιστα ανοδική. Υπήρχε τότε διάχυτη αισιοδοξία ότι η χώρα και το τραπεζικό της σύστημα έβγαιναν από το τούνελ και πορεύονταν τον δρόμο της ανάκαμψης. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Η χώρα χρειάστηκε νέο πρόγραμμα, νέα βοήθεια από τους δανειστές, κι αυτό οδήγησε στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, που εξανέμισε πρακτικά τα οφέλη που προανέφερα. Ετσι φθάσαμε σήμερα, έπειτα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών να είναι μικρότερη των €5 δισ., επτά περίπου φορές μικρότερη δηλαδή από εκείνη του Μαΐου του 2014. Σε κάθε περίπτωση, οι γενικότερες εξελίξεις στην χώρα όριζαν και ορίζουν την όποια πορεία των τραπεζών, κι όχι το αντίθετο.
Aπό το 2009 μέχρι σήμερα, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που δεν έχασε την αξία του είναι οι καταθέσεις. Ομόλογα, μετοχές, ακίνητα έχουν ισοπεδωθεί. Διατρέχουν στο μέλλον κίνδυνο οι καταθέσεις των Ελλήνων;
Εχετε δίκιο. Μόνον οι καταθέσεις παρέμειναν αλώβητες μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων. Και προσωπικά αισθάνομαι υπερήφανος γι» αυτό, γιατί ως διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, μαζί με το άξιο στελεχιακό της δυναμικό, καταβάλαμε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να διασφαλίσουμε το αποτέλεσμα αυτό, σε μια περίοδο που οι καταθέτες μαζικά απέσυραν τις καταθέσεις τους φοβούμενοι επιστροφή στη δραχμή, και οι τράπεζες στέγνωναν από ρευστότητα αποκομμένες από τις αγορές. Αυτά πλέον ανήκουν, ελπίζω, στο παρελθόν και τον ιστορικό του μέλλοντος. Ως προς το ερώτημά σας τώρα, αν ο κίνδυνος για τους καταθέτες στο μέλλον εξακολουθεί να υπάρχει: η χώρα βρίσκεται τώρα σε καλύτερη μοίρα, σε πορεία ήπιας ανάκαμψης, ενώ οι τράπεζες, παρά τις δυσκολίες, επουλώνουν σταδιακά τις πληγές τους. Για να φύγουν όμως, μία για πάντα, οι όποιες φοβίες των καταθετών, προϋπόθεση είναι η χώρα να εισέλθει σε πορεία σταθερής, ταχύρρυθμης, υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης, σε ένα περιβάλλον πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, που θα οδηγεί σε διαρκή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Θα πρέπει να δουλέψουμε όλοι σκληρά για να φέρουμε ταχύτερα τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η χώρα δεν έχει βγει ακόμα από το δάσος.
Η Ελλάδα άφησε πίσω το τρίτο Μνημόνιο στις 20 Αυγούστου 2018 αλλά ορισμένοι εκτιμούν ότι η χώρα δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο ενός τέταρτου Μνημονίου. Εσείς είπατε πως η χώρα δεν έχει ακόμα βγει από το δάσος…
Μολονότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια είναι σημαντική, παραμένουν ακόμη σοβαρές αδυναμίες να ξεπεράσουμε. Ιδιαίτερα στον διαρθρωτικό τομέα, όπου οι «παρεμβάσεις» που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν, αδύναμες και πλημμελείς ως επί το πλείστον, δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημόσια διοίκηση, ένας «χρόνιος ασθενής». Στον χώρο αυτό επιχειρήθηκαν αλλεπάλληλες «εξυγιαντικές» παρεμβάσεις. Κι όμως, η δημόσια διοίκηση είναι νομίζω σήμερα σε χειρότερο, αντί για καλύτερο, σημείο. Θα μπορούσα να αναφέρω κι άλλα τέτοια παραδείγματα. Η απουσία γενικώς πολιτικής βούλησης διαχρονικά για γνήσιες, αυθεντικές μεταρρυθμίσεις αντισταθμίστηκε τελικά με πολύ πιο επώδυνες περικοπές εισοδημάτων και συντάξεων, αλλά και βαριά υπερφορολόγηση. Δηλαδή με παρεμβάσεις που λειτουργούν ανασταλτικά και υπονομεύουν την οριστική έξοδο από το τούνελ. Αν δεν διδαχτούμε από τα λάθη μας και δεν τα διορθώσουμε σύντομα, οι κίνδυνοι παραμονεύουν. Και ο κίνδυνος αυτή τη φορά δεν θα είναι ένα τέταρτο Μνημόνιο, όπως εσείς λέτε. Διότι το θεωρώ πολιτικά εξαιρετικά δύσκολο, ουσιαστικά ανέφικτο, να περάσουν από Κοινοβούλια χωρών αποφάσεις για νέα χρηματοδότηση προς την Ελλάδα. Ας το έχουμε αυτό κατά νου, προκειμένου να πάρουμε οι ίδιοι την τύχη στα χέρια μας και να πορευτούμε με πλήρη ωριμότητα και ορθολογισμό, αρετές δυστυχώς «εν ανεπαρκεία», όπως κατέδειξε η εμπειρία από τους χειρισμούς στη δεκαετία της κρίσης.
Οι αγορές για το ελληνικό Δημόσιο παραμένουν κλειστές, επηρεάζοντας το κόστος αλλά και τη δυνατότητα χρηματοδότησης τραπεζών και επιχειρήσεων, ενώ στο διεθνές σκηνικό επικρατεί έντονη αβεβαιότητα. Πού πάμε;
Η δυσχέρεια πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές απορρέει τόσο από εσωτερικές όσο και εξωτερικές αιτίες. Στο εσωτερικό πεδίο λειτουργεί αρνητικά η προσπάθεια αποδέσμευσης από μέτρα που έχουν ψηφιστεί στο πλαίσιο του τελευταίου Μνημονίου, καθώς κι ένα άτυπα προεκλογικό κλίμα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, με την αυξημένη αβεβαιότητα που αυτό επιφέρει. Στο εξωτερικό μέτωπο αρνητικά λειτουργούν: η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων διεθνώς, με τη σταδιακή επαναφορά στην κανονικότητα της νομισματικής πολιτικής και η «ιταλική ανυπακοή», που φοβάμαι ότι θα ξεδιπλώνεται κατά φάσεις και μοιραία θα επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης των πιο αδύναμων χωρών, όπως η δική μας. Ας θυμηθούμε πάντως ότι στις μελέτες μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της χώρας, από το ΔΝΤ και την ΕΕ, το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων ορίζεται σε επίπεδα άνω του 5%. Τα ισχύοντα σήμερα επιτόκια της τάξης του 4%, μόνο ως πρόσκαιρα μπορούν να θεωρηθούν και οφείλονται στη νομισματική πολιτική των μηδενικών επιτοκίων, που αρχίζει και αυτή να αλλάζει. Αυτό μαρτυρεί το τιτάνιο έργο που έχει η χώρα να υλοποιήσει ως προς τη διαχείριση των οικονομικών της, ώστε να μπορεί να δανείζεται στο μέλλον με «αξιοπρεπή» επιτόκια. Γι» αυτό πιστεύω ότι οι αγορές θα μας επιβάλλουν, εν τοις πράγμασι, ένα άτυπο Μνημόνιο διαρκείας, προκειμένου να έχουμε ομαλή πρόσβαση σε αυτές για την αναχρηματοδότηση του τεράστιου χρέους.
Πρόσφατα πήρατε τη θέση του προέδρου στον Ομιλο Εταιρειών Ελλάκτωρ. Νέα καθήκοντα, νέες προκλήσεις;
Στον επαγγελματικό μου βίο έτυχε να βρεθώ συχνά αντιμέτωπος με σοβαρές προκλήσεις. Δεν με φοβίζουν οι δύσκολες αποστολές. Το έργο στον Ομιλο Εταιρειών της Ελλάκτωρ συνίσταται: πρώτον, στην εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου σχήματος εταιρικής διακυβέρνησης, που να εγγυάται τη διαφάνεια, την υπευθυνότητα και την αποτελεσματικότητα του οργανισμού. Δεύτερον, η αποστολή αφορά τη διοικητική κι οργανωτική ανασύνταξη του Ομίλου, με στόχο την εκλογίκευση των επιμέρους δραστηριοτήτων, τον έλεγχο των διοικητικών εξόδων και την άντληση φορολογικών και χρηματοοικονομικών ωφελειών από τις προκύπτουσες συνέργειες. Εργο αντικειμενικά δύσκολο στην παρούσα αρνητική συγκυρία, αλλά απολύτως εφικτό. Γι» αυτό και είμαι αισιόδοξος. Προσωπική μου φιλοδοξία είναι να καταστήσουμε την εταιρεία υπόδειγμα σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης, άξιο μίμησης από τον ευρύτερο επιχειρηματικό τομέα της χώρας, που σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί παραδοσιακά και παρωχημένα σχήματα εταιρικής διοίκησης, που δεν συνάδουν με την αναγκαία εξωστρέφεια και ισχυρή ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής.