Έντεκα κίτρινες κάρτες εντοπίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη γνωμοδότησή της για το αρχικό σχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση σχετικά με τον νέο νόμο που θα αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη.

Οι παρατηρήσεις της ΕΚΤ αφορούν τις επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα, τις επιπτώσεις στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και τους ηθικούς κινδύνους και τον συνολικό αντίκτυπο στη νοοτροπία των πληρωμών, ενώ όπως τονίζεται η εφαρμογή του νόμου ίσως επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να αυστηροποιήσουν αδικαιολόγητα τους όρους δανειοδότησης κάτι που θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος των δανειοληπτών, ακόμη και αυτών που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.

Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ συστήνει στην αιτούσα αρχή να διαβουλευτεί ουσιαστικά και έγκαιρα με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως της εθνικής αρχής μακροτροληπτικής εποπτείας, διότι οι διαβουλεύσεις μπορούν να αποσαφηνίσουν πτυχές του σχεδίου νόμου που δεν είναι άμεσα εμφανείς.

Η ΕΚΤ επισημαίνει την ανάγκη να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του νομοσχεδίου που θ' αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη στην κεφαλαιακή επάρκεια και τη χρηματοοικονομική θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.

Οι παρατηρήσεις της ΕΚΤ:

1. Το σχέδιο νόμου μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τις ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων και την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους, καθώς αυτά ενδέχεται να υποχρεωθούν σε προσαρμογές των όρων αποτίμησης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα επίπεδα προβλέψεων και στο κεφάλαιο των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της αβεβαιότητας που το σχέδιο νόμου εισάγει ενδεικτικά σε ό,τι αφορά τον αριθμό των προσώπων που εν τέλει θα υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του, το ποσό της οφειλής που θα συμπεριληφθεί, το ύψος των περικοπών (haircuts) που θα εφαρμοστούν και την αποτίμηση που η εισαγωγή του ενδέχεται να καταστήσει αναγκαία για εποπτικούς και λογιστικούς σκοπούς.

2. Το σχέδιο νόμου ενδέχεται ακόμη να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις πωλήσεις δανείων και στις τιτλοποιήσεις, καθώς επιτρέπει σε οφειλές που τιτλοποιούνται βάσει του νόμου 3156/2003 για ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις, καθώς και σε οφειλές που μεταβιβάζονται βάσει του νόμου για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να ρυθμίζονται και βάσει των διατάξεών του, παρέχει δε νομική προστασία σε ένα ευρύ φάσμα οφειλών που περιλαμβάνουν και τις επιχειρηματικές. Οι συγκεκριμένες διατάξεις ενέχουν τον πιθανό κίνδυνο να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως προς μελλοντικές πωλήσεις και τιτλοποιήσεις ΜΕΔ και να επηρεάσουν όσες έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Εν προκειμένω το σχέδιο νόμου ενδέχεται να δυσχεράνει την πρόσβαση των πιστωτικών ιδρυμάτων στις αγορές τιτλοποιήσεων για σκοπούς μεταβίβασης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ και άντλησης ρευστότητας και, συνεπώς, τη χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία.

3. Το σχέδιο νόμου εισάγει αλλαγές που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα των δανειστών να διασφαλίσουν τη θέση σε ισχύ των συμφωνημένων όρων εξασφαλισμένης πίστωσης στην Ελλάδα, γεγονός που ενδέχεται να διακυβεύσει την ασφάλεια δικαίου και την επαρκή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από τα πιστωτικά ιδρύματα. Εν προκειμένω είναι σημαντικό να εξεταστεί προσεκτικά ο αντίκτυπος του σχεδίου νόμου στις συμβάσεις πίστωσης, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ασφάλεια δικαίου, να αποσοβηθούν αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στα συμβατικά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποτραπεί ο ηθικός κίνδυνος στις σχέσεις των οφειλετών με τους πιστωτές τους

4. Το σχέδιο νόμου ενδέχεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα πιστωτικά ιδρύματα και επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω της ευρύτητας του πεδίου εφαρμογής του όσον αφορά τα είδη των επιλέξιμων οφειλών (συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών) και της σημασίας των χαρτοφυλακίων δανείων που εξασφαλίζονται με υποθήκη επί κύριων κατοικιών για το σύνολο των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού. Ανησυχίες που αφορούν τις πιθανές επιπτώσεις του σχεδίου νόμου στα πιστωτικά ιδρύματα και επιβάλλεται να εξεταστούν εκ των προτέρων εγείρουν η υποχρεωτική εφαρμογή περικοπής σε κάθε οφειλή καθ’ υπέρβαση του οικείου οριζόμενου ποσού, η υποχρεωτική 25ετής διάρκεια της ρύθμισης, η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (πιθανόν για μακρά χρονικά διαστήματα) και η αλληλεπίδραση του σχεδίου νόμου με ισχύουσα νομοθεσία, ιδίως με τον νόμο για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Προς άρση ορισμένων από τις ανησυχίες αυτές προτείνεται η εξειδίκευση του πεδίου εφαρμογής του σχεδίου νόμου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των οφειλών και των οφειλετών και ο καθορισμός των σχετικών παραμέτρων μόνο κατόπιν διεξοδικής εκτίμησης της πιθανής επίπτωσής τους στους πιστωτές.


5. Το σχέδιο νόμου εγείρει κινδύνους επιδείνωσης της νοοτροπίας των πληρωμών, ηθικούς κινδύνους και κινδύνους καταστρατήγησης του νέου πλαισίου από πρόσωπα που στρατηγικά αθετούν τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης των οφειλών τους (εφεξής οι "στρατηγικοί κακοπληρωτές"). Συνεπώς, στο μέλλον το σχέδιο νόμου μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη χορήγηση πιστώσεων και την τιμολόγηση των ενυπόθηκων δανείων. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν με τη σειρά τους να αυστηροποιήσουν αδικαιολόγητα τους όρους δανειοδότησης, ιδίως προκειμένου να αντισταθμίσουν τυχόν πιστωτικές ζημίες από την εφαρμογή του σχεδίου νόμου, ανεβάζοντας έτσι το κόστος χρηματοδότησης γενικότερα για την οικονομία, και ειδικότερα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που, αν και αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, συνεχίζουν να εξυπηρετούν τις οφειλές τους. Οι επιπτώσεις του σχεδίου νόμου στην πραγματική οικονομία είναι αβέβαιες.

6. Η αυτοδίκαιη αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης που αρχίζει από την κοινοποίηση της αίτησης στους πιστωτές μέσω της πλατφόρμας και μπορεί να παραταθεί μέχρι και την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές να υποβάλλουν αίτηση ακόμη και όταν δεν είναι επιλέξιμοι, ιδίως από τη στιγμή που οι δικαστικές διαδικασίες είναι χρονοβόρες. Επιπλέον, η δυνατότητα έκδοσης προσωρινής διαταγής από το πρωτοβάθμιο ή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την οποία παρατείνεται η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης που χορηγείται αυτοδίκαια κατά το στάδιο της διαδικασίας της πλατφόρμας, σε συνδυασμό με την επιλογή που παρέχει το σχέδιο νόμου στους αιτούντες να υποβάλλουν διαρκώς νέες αιτήσεις ρύθμισης οφειλών τους εφόσον δεν τελεσφορήσει ή εφόσον οι ίδιοι αποσύρουν προγενέστερη αίτησή τους, θα μπορούσε επίσης να ενθαρρύνει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές να ζητούν την υπαγωγή τους σε ρύθμιση από τη στιγμή που, στην πράξη, τα δύο αυτά στοιχεία οδηγούν σε αναστολή του συνόλου των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης επί της κύριας κατοικίας για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα.

7. Το σχέδιο νόμου δεν εισάγεται υπό συνθήκες νομικού και δικαστικού κενού. Ιδιαίτερη συνάφεια με το σχέδιο νόμου έχουν οι ακόλουθοι νόμοι: ο ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων προβλέπει επίσης διαγραφή και ρύθμιση χρεών μέσω δικαστικών διαδικασιών, επιτρέπει την αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης επί του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη για μεγάλα χρονικά διαστήματα και προβλέπει δυνατότητες συνεισφοράς του Δημοσίου· ο ν. 4469/2017 για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιτρέπει την εξωδικαστική ρύθμιση χρεών για διαφορετική κατηγορία δανειοληπτών· (...) Το σχέδιο νόμου δεν συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση που να αιτιολογεί την ανάγκη εισαγωγής ενός εντελώς νέου πλαισίου για την επίτευξη των στόχων του ή να προβλέπει τις συνέπειες της αλληλεπίδρασής του με υφιστάμενη νομοθεσία (...).

8. Το σχέδιο νόμου δεν συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση που να αιτιολογεί την ανάγκη εισαγωγής ενός εντελώς νέου πλαισίου για την επίτευξη των στόχων του ή να προβλέπει τις συνέπειες της αλληλεπίδρασής του με υφιστάμενη νομοθεσία (...) Ακόμη και οφειλέτες για τους οποίους έχει κριθεί δικαστικά ότι δεν πληρούν τα κριτήρια του νόμου για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών λόγω απάτης θα είναι επιλέξιμοι να ζητήσουν την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του σχεδίου νόμου, εφόσον πληρούν τα σχετικά όρια. (...) Ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας των οφειλετών βάσει του νόμου για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι ότι αυτοί πρέπει να είναι "συνεργάσιμοι" κατά την έννοια του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος. Δεν είναι σαφές γιατί το κριτήριο αυτό παραλείφθηκε στο σχέδιο νόμου. Η συγκεκριμένη αλληλεπίδραση των δύο πλαισίων ενέχει πλείονες κινδύνους. Πρώτον, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων που εκκρεμούν σε σχέση με τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και δημιουργίας πρόσθετης συμφόρησης στα δικαστήρια.

9. Η συγκεκριμένη αλληλεπίδραση των δύο πλαισίων ενέχει πλείονες κινδύνους. Πρώτον, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων που εκκρεμούν σε σχέση με τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και δημιουργίας πρόσθετης συμφόρησης στα δικαστήρια. Η συσσώρευση των δικαστικών υποθέσεων, σε συνδυασμό με την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, επηρεάζει τη δυνατότητα των τραπεζών να εισπράττουν τις δανειακές τους απαιτήσεις και, κατ’ επέκταση, να χορηγούν δάνεια. Δεύτερον, υπάρχει κίνδυνος υποτροπής στην αθέτηση υποχρεώσεων από πλευράς οφειλετών που έχουν ήδη υπαχθεί σε διαδικασία ρύθμισης και διαγραφής των οφειλών τους βάσει του νόμου για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Τρίτον, υπάρχει κίνδυνος οι οφειλέτες να υπαχθούν δύο φορές στην εν λόγω διαδικασία. Όλοι οι κίνδυνοι αυτοί με τη σειρά τους αυξάνουν τους ηθικούς κινδύνους.

10. Το σχέδιο νόμου εισάγει δύο διαφορετικές μεθόδους αποτίμησης της εμπράγματης ασφάλειας και της ακίνητης περιουσίας, δεν ορίζει τη μέθοδο αποτίμησης σχετικών περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς διακρίβωσης της μη επιλεξιμότητας και δεν προβλέπει τον τρόπο προσδιορισμού της "εμπορικής" αξίας της ακίνητης περιουσίας στις διατάξεις του όπου χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος. Το στοιχείο αυτό του σχεδίου νόμου είναι δυνατό να οδηγήσει σε αύξηση των δικαστικών διενέξεων μεταξύ πιστωτών και αιτούντων όσον αφορά την αξία της ακίνητης περιουσίας, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

11. Πρόσθετη αβεβαιότητα απορρέει από το ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων διακριτικής ευχέρειας που το σχέδιο νόμου παρέχει σε εκτελεστικά όργανα τα οποία συμμετέχουν στην υπό εξέταση διαδικασία ρύθμισης οφειλών.