Τη µερική αλλαγή της λογικής, µε την οποία αντιµετωπίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την κριτική που ασκούν οι Κώστας Καραµανλής και Αντώνης Σαµαράς, αλλά και την εν γένει στάση τους, σηµατοδοτεί η πρωθυπουργική παρέµβαση από τις Βρυξέλλες, όπου πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε το «αντάρτικο» των δύο πρώην πρωθυπουργών ο επικεφαλής της κυβέρνησης επιλέγει να απαντήσει σαφώς και να στείλει ξεκάθαρα µηνύµατα.

Στην προκειµένη περίπτωση, βεβαίως, ο πρωθυπουργός απευθυνόταν κατά βάση στον Μεσσήνιο, ο οποίος αλλάζοντας πίστα στο πεδίο της αµφισβήτησης κεντρικών κυβερνητικών επιλογών και των διαχρονικών του ενστάσεων για την εξωτερική πολιτική, µίλησε για... µαγειρέµατα στο Αιγαίο, «εµπαιγµούς σε βάρος της Κύπρου», αλλά και εθνικές φουρτούνες στις οποίες θα οδηγήσει η επιλογή «για ήρεµα νερά», όπως επί της ουσίας περιέγραψε τη γραµµή της ελληνικής διπλωµατίας.

Ως εκ τούτου, µε φόντο την κρίσιµη γεωστρατηγική συγκυρία στην ευρύτερη περιοχή, τα όποια βήµατα προόδου έχουν συντελεστεί το τελευταίο διάστηµα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και προ του κινδύνου να δηµιουργηθούν εκ νέου εντυπώσεις σχετικά µε τη συνοχή του κυβερνώντος κόµµατος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης µπήκε στη διαδικασία να εγκαταλείψει την τακτική της αγνόησης και την επωδό περί δικαιώµατος των πρώην να εκφράζουν τις απόψεις και υιοθέτησε -έστω και προσωρινά- µια διαφορετική στρατηγική. Μάλιστα υπενθύµισε σαφέστατα στον Αντώνη Σαµαρά πως επί πρωθυπουργίας του οι επαφές των δύο πλευρών του Αιγαίου συνεχίστηκαν κανονικότατα, όπως και οι κύκλοι των διερευνητικών επαφών, µε τον ίδιο (αλλά και τον πολύ πιο µετριοπαθή διπλωµατικά τότε υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Βενιζέλο) να συναντάται απολύτως θεσµικά και σε κάθε άλλο παρά εχθρικό κλίµα µε τον Ταγίπ Ερντογάν.



«Πατριώτες της φακής»

Παράλληλα, αξιοποιώντας τη συγκεκριµένη αφορµή βρήκε την ευκαιρία να αποδοµήσει την επιχειρηµατολογία των σχηµατισµών δεξιότερα της Ν.∆., µιλώντας για «πατριώτες της φακής, που σε µία πραγµατική κρίση θα έβαζαν πρώτοι την ουρά στα σκέλια», και να υπενθυµίσει τις διπλωµατικές επιτυχίες της κυβέρνησής του, καθώς και τα σηµαντικά εξοπλιστικά προγράµµατα που είτε ολοκληρώθηκαν είτε «τρέχουν» επί των ηµερών του. Πέραν της ανάγκης να καθαρίσει το τοπίο στην παρούσα φάση και ενόψει της άφιξης στην Ελλάδα του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, η τοποθέτηση αυτή του πρωθυπουργού, σε ό,τι αφορά τα όσα είπε στην Κύπρο ο Αντώνης Σαµαράς, έχουν και µία άλλη παράµετρο. Αυτή της σηµαντικής απώλειας των ερεισµάτων των δύο πρώην στους κόλπους της βάσης και του στελεχικού δυναµικού της Ν.∆., µετά την κοινή στάση τους σχετικά µε την απουσία τους από τα γενέθλια της παράταξης και την παρουσία τους, µερικές ηµέρες αργότερα, στην εκδήλωση του ΠΑΣΟΚικής προέλευσης προέδρου του Επαγγελµατικού Επιµελητηρίου Αθηνών, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου.

«Εχασαν το δίκιο τους και προκάλεσαν παγωµάρα, ακόµη και σ’ εκείνους που στοιχίζονται γύρω από τις θέσεις και τις διαφοροποιήσεις τους από την κυβέρνηση. Ενα πολιτικό και εσωκοµµατικό ζήτηµα κατέδειξαν ότι το ανάγουν σε προσωπικό. Χώρια που αυτή η απόφαση, να πηγαίνουν δυο δυο σαν τους Χιώτες, ή να απουσιάζουν επίσης ως δίδυµο, τους κάνει ζηµιά και κυρίως στον Καραµανλή, που έδειξε σηµάδια αποστασιοποίησης πολύ µετά τον Σαµαρά. Γι’ αυτό και ήταν χρυσή ευκαιρία για τον Μητσοτάκη να βάλει τώρα τα πράγµατα στη θέση τους», σχολιάζουν έµπειροι κοµµατικοί παράγοντες.

Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του βουλευτή της Α' Αθήνας και πάντα προσεκτικού στις διατυπώσεις του για τον Μεσσήνιο, Θάνου Πλεύρη (που επί Σαµαρά εντάχθηκε στη Ν.∆.), ο οποίος µιλώντας στα «Παραπολιτικά FM» και σχολιάζοντας τα περί «µαγειρεµάτων» στην εξωτερική πολιτική είπε µε νόηµα πως «δεν θέλω να πιστέψω ότι (σ.σ. ο Α. Σαµαράς) αναφέρεται στην ελληνική κυβέρνηση».

Στο µεταξύ, στο Μέγαρο Μαξίµου είναι αποφασισµένοι να συνεχιστεί το µοντέλο των απευθείας συναντήσεων των υπουργών µε τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, προκειµένου να καταδειχθεί προς πάσα κατεύθυνση ότι δίνεται βήµα σε όλους και πως ελήφθη το µήνυµα της έλλειψης επικοινωνίας µεταξύ κυβερνητικών στελεχών και Κοινοβουλευτικής Οµάδας.

Για τον λόγο αυτό η επίσηµη γραµµή της ηγεσίας της κυβέρνησης, όπως αυτή εκφράστηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, είναι πως οι βουλευτές εκ του ρόλου τους θα πρέπει να απευθύνουν ερωτήµατα στους υπουργούς, πολλώ δε µάλλον από την ώρα που δεν υπάρχει ουσιαστικός κοινοβουλευτικός έλεγχος από την αντιπολίτευση. Ωστόσο, ο προβληµατισµός, κυρίως για φαινόµενα νέων οµαδικών ερωτήσεων, εξακολουθεί να υφίσταται, καθώς, όπως και να ’χει, τέτοιου είδους ενέργειες αφήνουν πολιτικό αποτύπωµα. Ιδιαίτερα όταν τείνουν να καταστούν πολιτική κανονικότητα και ταυτόχρονα «αγγίζουν» τον πυρήνα της πολιτικής και της έξωθεν µαρτυρίας του κυβερνητικού στρατοπέδου για σηµαντικά ζητήµατα στη µάχη της καθηµερινότητας, όπου και καταγράφεται η µεγαλύτερη δυσαρέσκεια στις τάξεις των πολιτών. Ενδεικτικό παράδειγµα, η µοναχική µεν, άκρως ενοχλητική δε, ερώτηση ενός εκ των συνήθων υπόπτων, Νικήτα Κακλαµάνη, για το ρεύµα και το χρηµατιστήριο Ενέργειας που «πονοκεφαλιάζει» Χατζηδάκη, Σκυλακάκη - και όχι µόνο...

Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή