Κάθε άλλο παρά ξεχασµένη φαίνεται πως είναι για κορυφαία κυβερνητικά στελέχη η συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόµου, παρά τις ξεκάθαρες περί του αντιθέτου θέσεις, τις οποίες εκφράζει δηµοσίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε κάθε ευκαιρία.

Χαρακτηριστική ήταν η πλέον πρόσφατη σχετική τοποθέτηση του Αδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος, µιλώντας στα µέσα της εβδοµάδας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1, επανέλαβε δίχως περιστροφές την άποψη πως η χώρα έχει ανάγκη ένα πλειοψηφικό σύστηµα που θα καθιστά πιο εύκολη την επίτευξη της αυτοδυναµίας για το πρώτο κόµµα. Με τον τρόπο αυτόν, θα εξασφαλίζεται πολιτική σταθερότητα, στοιχείο που, όπως τόνισε, είναι απολύτως απαραίτητο για τη διατήρηση της κοινωνικής οµαλότητας.

Ανάλογες απόψεις είχαν διατυπώσει στο παρελθόν και άλλα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, προεξάρχοντος του Μάκη Βορίδη. Αν και το βαθύ θέρος που µεσολάβησε µετά το 28% των ευρωεκλογών και, κυρίως, η στροφή της «γαλάζιας» επικαιρότητας στις ενστάσεις των Κώστα Καραµανλή και Αντώνη Σαµαρά για την κυβερνητική πολιτική, καθώς και στις οµαδοποιήσεις στελεχών της Κοινοβουλευτικής Οµάδας για την κατάθεση επίκαιρων ερωτήσεων έφεραν σε δεύτερη µοίρα τις αναλύσεις των «γαλάζιων» επιτελών για τις ισορροπίες που διαµορφώθηκαν, είναι κοινό µυστικό πως το θέµα αυτό βρίσκεται στην πρώτη γραµµή για το Μέγαρο Μαξίµου.

Εξάλλου, παρά την ειλικρινή επιµονή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ανάγκη ολοκλήρωσης της τετραετίας, ουδείς µπορεί να είναι σίγουρος για το τι µέλλει γενέσθαι στην πολιτική, ιδιαιτέρως στην παρούσα χρονική συγκυρία, στην οποία η γεωστρατηγική ρευστότητα στην περιοχή, το τέρας της ακρίβειας, αλλά και η προσέγγιση ετερόκλητων δυνάµεων, που έχουν ως κοινό στόχο την ταχύτατη φθορά της κυριαρχίας της Νέας ∆ηµοκρατίας, συγκροτούν ένα κάθε άλλο παρά προβλέψιµο περιβάλλον. Εστω κι αν η έλλειψη εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης µε δυναµική εξακολουθεί να κρατά την κυβερνώσα παράταξη σε θέση απόλυτης ισχύος.

Μέσα σε αυτό το κλίµα, οι πρώτες εισηγήσεις για την υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήµατος που θα διευκολύνει την αυτοδυναµία της Ν.∆., δεδοµένης της µη αµφισβητήσιµης πρωτιάς της, βρίσκονται ήδη στο συρτάρι του πρωθυπουργού, αφού εκ των πραγµάτων και ανεξαρτήτως του χρόνου των εκλογών (ακόµα κι αν οι εθνικές κάλπες στηθούν στην ώρα τους), κανείς δεν µπορεί να εγγυηθεί την επιστροφή σε ποσοστά πέριξ του 40%. Μάλιστα, ο υπουργός Εσωτερικών και διαχρονικός εκλογολόγος του «µητσοτακικού» πυρήνα επεξεργάζεται, ως οφείλει διά του ρόλου του, όλα τα σενάρια που µπορούν να προκύψουν και τους παράγοντες που εισέρχονται στη σχετική εξίσωση, χωρίς ωστόσο αυτό να σηµαίνει, φυσικά, ότι έχει στα σκαριά κάποιο υπό σχεδίαση νέο εκλογικό σύστηµα.

Εκλογικός νόμος: Οι σκέψεις για αύξηση του ποσοστού εισόδου στη Βουλή

Ηδη, εδώ και καιρό κυκλοφορεί στα κυβερνητικά πηγαδάκια το επιχείρηµα ότι «ολόκληρη Μεγάλη Βρετανία έχει αυτοδύναµη κυβέρνηση µε ποσοστό κοντά στο 35%», παράµετρος που, σύµφωνα µε τους θιασώτες του νέου εκλογικού νόµου, θα µπορούσε να δώσει πολιτικό έρεισµα σε µια τέτοια διαδικασία.

Στο ίδιο κάδρο συµπεριλαµβάνεται και το σενάριο για αύξηση του ορίου εισόδου για κάποιον σχηµατισµό στη Βουλή από το 3% στο 5%, παράµετρος που υπό συνθήκες θα µπορούσε να αποτελέσει πεδίο προσέγγισης και µε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξαρχής απορρίπτει κάθε προοπτική ανακατέµατος της εκλογικής τράπουλας.

∆εν θα πρέπει να λησµονείται πως, παρά το γεγονός ότι, για να ισχύσει ένας εκλογικός νόµος από την επερχόµενη κιόλας εθνική κάλπη, χρειάζεται πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής, αν τελικώς ψηφιστεί µε 151 ψήφους από την κυβέρνηση, τότε, σε περίπτωση επαναληπτικών εκλογών, όπως συνέβη το 2023 (και µε την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει αρχικώς αυτοδυναµία, ενδεχόµενο ιδιαίτερα πιθανό µε τη σηµερινή εικόνα), τότε οι εκλογές θα διεξαχθούν µε το νέο σύστηµα, αν τελικώς υπάρξει. Ενα άκρως σηµαντικό ορόσηµο για την όλη συζήτηση θα µπορούσε να είναι η προαναγγελθείσα επικείµενη διαδικασία για επέκταση της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές, που αναµένεται να πραγµατοποιηθεί το αµέσως επόµενο χρονικό διάστηµα.