Βρούτσης: Πρέπει να εξορθολογίσουμε το συνδικαλιστικό νόμο
Μιλώντας στο workshop, που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο
Κριτική στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση άσκησε ο τομεάρχης Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της ΝΔ, Γιάννης Βρούτσης, μιλώντας στο workshop, που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, με θέμα «κοινωνική ασφάλιση, επιχειρηματικό περιβάλλον, εργασιακές σχέσεις». Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη να εξορθολογιστεί ο συνδικαλιστικός νόμος.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βρούτσης υποστήριξε ότι σημαντικό ρόλο στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας παίζουν τα ελλείμματα που προέρχονται από το ασφαλιστικό σύστημα. «Διαχρονικές παθογένειες, ελλείμματα, ο φόβος του πολιτικού κόστους, εμπόδισαν τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις να πάρουν σωστές αποφάσεις» ισχυρίστηκε ο ίδιος. Σχολιάζοντας το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα, υπογράμμισε ότι απαιτείται άμεση αλλαγή, καθώς χαρακτηρίζεται από απουσία ανταποδοτικότητας. «Χρειάζεται μία νομοθετική αλλαγή στο κομμάτι των συντελεστών αναπλήρωσης, οι οποίοι πρέπει να αλλάξουν, για να γίνουν πιο ανταποδοτικοί» συμπλήρωσε ο κ. Βρούτσης, προσθέτοντας ότι το υπάρχον ασφαλιστικό σύστημα οδηγείται σε αυτοκατάρρευση.
Σχετικά με το συνδικαλιστικό νόμο, ο κ. Βρούτσης σημείωσε: «Πρέπει να εξορθολογίσουμε το συνδικαλιστικό νόμο, που πρέπει να υπάρχει, αλλά πρέπει να τον απαλλάξουμε από όλα αυτά τα βάρη και τις παθογένειες, που, επί δεκαετίες, υπονόμευσαν και τους εργαζόμενους και την επιχειρηματικότητα. Η τρίτη αξιολόγηση, όπως ακούω, θα συμπεριλαμβάνει τη μεταρρύθμιση του συνδικαλιστικού νόμου».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Βρούτσης αναφέρθηκε και στο θέμα της επιχειρηματικότητας, το οποίο θεωρεί πολύ σημαντικό. «Η ΝΔ έχει προτάξει την επιχειρηματικότητα πολύ υψηλά στην ατζέντα της, όχι, όμως, ως αυτοσκοπό. Αυτοσκοπός για τη ΝΔ είναι ο άνθρωπος» διευκρίνισε. Ταυτόχρονα, τάχθηκε υπέρ της φορολογικής απλούστευσης και σταθερότητας.
Από την πλευρά της, η υπεύθυνη του τομέα Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), Εύη Χριστοφιλοπούλου, διατύπωσε συγκεκριμένες προτάσεις σε ό,τι αφορά το εργοδοτικό κόστος. «Αυτό που προτείνουμε είναι ότι, όταν μία επιχείρηση δημιουργεί μία επιπλέον θέση εργασίας, αυτό να λογίζεται ως έξοδο στις δαπάνες της επιχείρησης και να ισχύουν φορολογικές εκπτώσεις γι' αυτό το έξοδο της τάξης του 30%. Αυτό υπολογίζεται ως έμμεση επιδότηση της θέσης εργασίας. Κάτι τέτοιο μπορεί να βοηθήσει ή και να συνδεθεί και με την απασχόληση νέων ανθρώπων ως κίνητρο στον επιχειρηματία» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σημαντικό, σύμφωνα με την ίδια, είναι και η δημιουργία κινήτρων και ποσοστώσεων σε όλα τα επενδυτικά εργαλεία που υπάρχουν εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Τονίζω δε την ανάγκη που έχουμε να συνδέσουμε τις επενδύσεις με τα προσόντα, τις ικανότητες, τις δεξιότητες και τις γνώσεις» συμπλήρωσε η κ. Χριστοφιλοπούλου, ενώ, παράλληλα, σημείωσε ότι άμεση ανάγκη είναι και η εξωστρέφεια των ελληνικών πανεπιστημίων.
Αναφορικά με το ασφαλιστικό, υποστήριξε ότι οι αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα έπρεπε να είχαν γίνει, πριν από χρόνια και λόγω δημογραφικού. «Από την ώρα που ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου, με τις τεράστιες εισφορές και το πρόβλημα με τα μπλοκάκια, που προέκυψε, καταγράφηκαν 78.000 ατομικές επιχειρήσεις που έκλεισαν, από τον Μάιο του 2016 έως τις 25 Μαΐου 2017» συμπλήρωσε.
Μεταξύ άλλων, η κ. Χριστοφιλοπούλου ισχυρίστηκε ότι το ΕΚΑΣ έπρεπε να εξορθολογιστεί, αλλά όχι να καταργηθεί, ενώ τάχθηκε υπέρ μίας νέας μορφής ΕΚΑΣ. Σύμφωνα με την κ. Χριστοφιλοπούλου, ιδιαίτερα σημαντικό για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος είναι η συναίνεση.
Η πολιτική υπεύθυνη του τομέα Επιχειρηματικότητας στο Ποτάμι, Άντα Γαρουφαλιά, εξέφρασε την άποψη ότι το νέο ασφαλιστικό κατέληξε να κινείται σε φορολογική λογική και να εξοντώνει τους ελεύθερους επαγγελματίες. Μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι η έξοδος από την κρίση στηρίζεται στην ανάπτυξη. «Γι' αυτό», όπως είπε, «θα πρέπει να υποστηριχθεί το επιχειρείν τόσο για τους εγχώριους επιχειρηματίες, όσο και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, οι οποίοι ζητούν μακροοικονομική σταθερότητα και ασφάλεια του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο καλούνται να επενδύσουν».