Αν είστε ιδιοκτήτης σκύλου να ξέρετε ότι φταίνε τα γονίδια
Μεγάλη μελέτη σε διδύμους έδειξε ότι το γενετικό υπόβαθρο επιδρά εξίσου με το περιβάλλον στην πιθανότητα να γίνει κάποιος ιδιοκτήτης σκύλου
Είστε ιδιοκτήτης σκύλου; Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε να ξέρετε ότι σε έναν σημαντικό βαθμό το να αποκτήσετε σκύλο σάς το υπαγόρευσαν τα… γονίδιά σας. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη σουηδών και βρετανών επιστημόνων οι οποίοι διερεύνησαν την κληρονομικότητα σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία σκύλου με βάση στοιχεία που ελήφθησαν από 35.035 ζεύγη διδύμων του Μητρώου Διδύμων της Σουηδίας (είναι το μεγαλύτερο του είδους του στον κόσμο).
Τα γονίδια και η απόκτηση σκύλου
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές είδαν, όπως ανέφεραν στην επιθεώρηση «Scientific Reports», ότι οι γενετικές παραλλαγές εξηγούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της πιθανότητας για απόκτηση σκύλου.
Ο σκύλος είναι το πρώτο ζώο που εξημερώθηκε και έχει στενή σχέση με τον άνθρωπο εδώ και τουλάχιστον 15.000 έτη. Σήμερα οι σκύλοι αποτελούν πολύ συχνά κατοικίδια και σύμφωνα με μελέτες βελτιώνουν σημαντικά την υγεία και την ποιότητα ζωής των ιδιοκτητών τους. Η ερευνητική ομάδα συνέκρινε το γενετικό προφίλ των διδύμων με την ιδιοκτησία σκύλου. «Μείναμε έκπληκτοι όταν είδαμε ότι το γενετικό προφίλ ενός ανθρώπου φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά το αν έχει σκύλο ή όχι. Τα ευρήματα αυτά μπορούν να έχουν σημαντική επίδραση σε διαφορετικά πεδία που σχετίζονται με την κατανόηση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και σκύλου στην πάροδο των χιλιετιών αλλά και στη σύγχρονη εποχή.
Παρότι τα σκυλιά και άλλα κατοικίδια αποτελούν συχνά μέλη ανθρώπινων οικογενειών ανά τον πλανήτη, λίγα είναι γνωστά σχετικά με το πώς επιδρούν στην καθημερινότητα και στην υγεία των ιδιοκτητών τους. Πιθανώς κάποια άτομα έχουν μεγαλύτερη έμφυτη τάση να φροντίζουν ένα κατοικίδιο σε σύγκριση με άλλα» ανέφερε η Τόβε Φολ, πρώτη συγγραφέας της μελέτης, καθηγήτρια Μοριακής Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικών Επιστημών και στο Εργαστήριο Επιστημών Ζωής του Πανεπιστημίου της Ουψάλα. Η δρ Κάρι Γουέστγκαρθ, λέκτορας στον τομέα της Αλληλεπίδρασης Ανθρώπων-Ζώων του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ που ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης, προσέθεσε: «Τα αποτελέσματα αυτά είναι σημαντικά καθώς μαρτυρούν πως τα οφέλη υγείας με τα οποία έχει συνδεθεί η ιδιοκτησία σκύλου σε κάποιες μελέτες εξηγούνται, ως έναν βαθμό, από το γενετικό υπόβαθρο των ατόμων που έχουν συμμετάσχει στις μελέτες».
Πιθανότερο να έχουν σκύλο οι ομοζυγώτες
Η μελέτη διδύμων αποτελεί μια γνωστή μέθοδο που χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες προκειμένου να ξεχωρίσουν τις επιδράσεις περιβάλλοντος και γονιδίων στη βιολογία και στη συμπεριφορά μας. Με δεδομένο ότι τα ταυτόσημα δίδυμα (ομοζυγώτες) μοιράζονται το ίδιο γονιδίωμα ενώ οι ετεροζυγώτες μοιράζονται κατά μέσο όρο μόνο τα μισά γονίδιά τους, οι συγκρίσεις των ζευγών διδύμων με την ιδιοκτησία σκύλου μεταξύ των διαφορετικών ομάδων μπορούν να αποκαλύψουν αν η γενετική παίζει ρόλο στο αν κάποιος θα έχει σκύλο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ήταν πολύ πιο πιθανό να έχουν σκύλο οι ομοζυγώτες σε σχέση με τους ετεροζυγώτες – αυτό μαρτυρεί πως η γενετική παίζει πράγματι μεγάλο ρόλο στην επιλογή απόκτησης σκύλου. «Αυτού του είδους οι μελέτες διδύμων δεν μπορούν να μας δείξουν ακριβώς ποια γονίδια εμπλέκονται, αλλά τουλάχιστον δείχνουν για πρώτη φορά ότι η γενετική και το περιβάλλον παίζουν σχεδόν ισάξιο ρόλο στον προσδιορισμό του αν κάποιος θα αποκτήσει σκύλο.
Το επόμενο προφανές βήμα είναι να προσπαθήσουμε να ταυτοποιήσουμε ποιες γονιδιακές παραλλαγές επιδρούν σε αυτή την επιλογή καθώς και πώς συνδέονται με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και άλλους παράγοντες όπως οι αλλεργίες» σημείωσε ο Πάτρικ Μάγκνουσον, κύριος συγγραφέας της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Σουηδία και επικεφαλής του Σουηδικού Μητρώου Διδύμων. Από την πλευρά του ο Κιθ Ντόμπνι, ζωοαρχαιολόγος και συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, επεσήμανε ότι «η νέα μελέτη βοηθά σημαντικά στην κατανόηση της βαθιάς και αινιγματικής ιστορίας σχετικά με την εξημέρωση των σκύλων». Ο καθηγητής Ντόμπνι κατέληξε λέγοντας: «Δεκαετίες αρχαιολογικής έρευνας μάς έχουν βοηθήσει να συνθέσουμε μια καλύτερη εικόνα σχετικά με το πού και πότε οι σκύλοι μπήκαν στον κόσμο των ανθρώπων. Ωστόσο σύγχρονα και αρχαία γενετικά δεδομένα μάς επιτρέπουν τώρα να εξερευνήσουμε άμεσα το γιατί και πώς συνέβη αυτό».
Τα γονίδια και η απόκτηση σκύλου
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές είδαν, όπως ανέφεραν στην επιθεώρηση «Scientific Reports», ότι οι γενετικές παραλλαγές εξηγούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της πιθανότητας για απόκτηση σκύλου.
Ο σκύλος είναι το πρώτο ζώο που εξημερώθηκε και έχει στενή σχέση με τον άνθρωπο εδώ και τουλάχιστον 15.000 έτη. Σήμερα οι σκύλοι αποτελούν πολύ συχνά κατοικίδια και σύμφωνα με μελέτες βελτιώνουν σημαντικά την υγεία και την ποιότητα ζωής των ιδιοκτητών τους. Η ερευνητική ομάδα συνέκρινε το γενετικό προφίλ των διδύμων με την ιδιοκτησία σκύλου. «Μείναμε έκπληκτοι όταν είδαμε ότι το γενετικό προφίλ ενός ανθρώπου φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά το αν έχει σκύλο ή όχι. Τα ευρήματα αυτά μπορούν να έχουν σημαντική επίδραση σε διαφορετικά πεδία που σχετίζονται με την κατανόηση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και σκύλου στην πάροδο των χιλιετιών αλλά και στη σύγχρονη εποχή.
Παρότι τα σκυλιά και άλλα κατοικίδια αποτελούν συχνά μέλη ανθρώπινων οικογενειών ανά τον πλανήτη, λίγα είναι γνωστά σχετικά με το πώς επιδρούν στην καθημερινότητα και στην υγεία των ιδιοκτητών τους. Πιθανώς κάποια άτομα έχουν μεγαλύτερη έμφυτη τάση να φροντίζουν ένα κατοικίδιο σε σύγκριση με άλλα» ανέφερε η Τόβε Φολ, πρώτη συγγραφέας της μελέτης, καθηγήτρια Μοριακής Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικών Επιστημών και στο Εργαστήριο Επιστημών Ζωής του Πανεπιστημίου της Ουψάλα. Η δρ Κάρι Γουέστγκαρθ, λέκτορας στον τομέα της Αλληλεπίδρασης Ανθρώπων-Ζώων του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ που ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης, προσέθεσε: «Τα αποτελέσματα αυτά είναι σημαντικά καθώς μαρτυρούν πως τα οφέλη υγείας με τα οποία έχει συνδεθεί η ιδιοκτησία σκύλου σε κάποιες μελέτες εξηγούνται, ως έναν βαθμό, από το γενετικό υπόβαθρο των ατόμων που έχουν συμμετάσχει στις μελέτες».
Πιθανότερο να έχουν σκύλο οι ομοζυγώτες
Η μελέτη διδύμων αποτελεί μια γνωστή μέθοδο που χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες προκειμένου να ξεχωρίσουν τις επιδράσεις περιβάλλοντος και γονιδίων στη βιολογία και στη συμπεριφορά μας. Με δεδομένο ότι τα ταυτόσημα δίδυμα (ομοζυγώτες) μοιράζονται το ίδιο γονιδίωμα ενώ οι ετεροζυγώτες μοιράζονται κατά μέσο όρο μόνο τα μισά γονίδιά τους, οι συγκρίσεις των ζευγών διδύμων με την ιδιοκτησία σκύλου μεταξύ των διαφορετικών ομάδων μπορούν να αποκαλύψουν αν η γενετική παίζει ρόλο στο αν κάποιος θα έχει σκύλο. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ήταν πολύ πιο πιθανό να έχουν σκύλο οι ομοζυγώτες σε σχέση με τους ετεροζυγώτες – αυτό μαρτυρεί πως η γενετική παίζει πράγματι μεγάλο ρόλο στην επιλογή απόκτησης σκύλου. «Αυτού του είδους οι μελέτες διδύμων δεν μπορούν να μας δείξουν ακριβώς ποια γονίδια εμπλέκονται, αλλά τουλάχιστον δείχνουν για πρώτη φορά ότι η γενετική και το περιβάλλον παίζουν σχεδόν ισάξιο ρόλο στον προσδιορισμό του αν κάποιος θα αποκτήσει σκύλο.
Το επόμενο προφανές βήμα είναι να προσπαθήσουμε να ταυτοποιήσουμε ποιες γονιδιακές παραλλαγές επιδρούν σε αυτή την επιλογή καθώς και πώς συνδέονται με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και άλλους παράγοντες όπως οι αλλεργίες» σημείωσε ο Πάτρικ Μάγκνουσον, κύριος συγγραφέας της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Σουηδία και επικεφαλής του Σουηδικού Μητρώου Διδύμων. Από την πλευρά του ο Κιθ Ντόμπνι, ζωοαρχαιολόγος και συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής στο Τμήμα Αρχαιολογίας και Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, επεσήμανε ότι «η νέα μελέτη βοηθά σημαντικά στην κατανόηση της βαθιάς και αινιγματικής ιστορίας σχετικά με την εξημέρωση των σκύλων». Ο καθηγητής Ντόμπνι κατέληξε λέγοντας: «Δεκαετίες αρχαιολογικής έρευνας μάς έχουν βοηθήσει να συνθέσουμε μια καλύτερη εικόνα σχετικά με το πού και πότε οι σκύλοι μπήκαν στον κόσμο των ανθρώπων. Ωστόσο σύγχρονα και αρχαία γενετικά δεδομένα μάς επιτρέπουν τώρα να εξερευνήσουμε άμεσα το γιατί και πώς συνέβη αυτό».