Πρωτοποριακή εφαρμογή που βοηθάει να κάνουμε «οικολογικά» ψώνια
Μία καινοτόμα «έξυπνη» εφαρμογή κινητού τηλεφώνου, η οποία βοηθά τους καταναλωτές να κάνουν τα ψώνια τους στα σουπερμάρκετ και σε άλλα καταστήματα με τρόπο περιβαλλοντικά βιώσιμο, υγιεινό και πιο κοντά στις προσωπικές αξίες και προτιμήσεις τους, ανέπτυξαν Έλληνες ερευνητές του εξωτερικού, σε συνεργασία με ξένους συναδέλφους τους.
Η εφαρμογή βιώσιμης κατανάλωσης αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος ASSET, το οποίο έχει ως στόχο μία καινοτόμα ψηφιακή αγοραστική διαδικασία με ανθρωποκεντρικά συστήματα αιχμής, σχεδιασμένα να αντιπροσωπεύουν τις ανθρώπινες αξίες (value-sensitive design): Πλουραλιστικά κριτήρια βιωσιμότητας για την αγοραστική επιλογή των προϊόντων, προστασία της ιδιωτικότητας στη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων και αποφυγή της εμπορικής χειραγώγησης των καταναλωτών.
Η εφαρμογή, ήδη, υλοποιήθηκε και αξιολογήθηκε πιλοτικά σε δύο καταστήματα σουπερμάρκετ στην Εσθονία και την Αυστρία, με διαφορετικά προφίλ καταναλωτών. Και στις δύο περιπτώσεις παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αλλαγή της αγοραστικής συμπεριφοράς, με τους καταναλωτές να ψωνίζουν καινούργια προϊόντα, τα οποία είδαν στις κατατάξεις στο κινητό τους.
Τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης παρουσιάστηκαν στο περιοδικό «Royal Society Open Science» της βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας Επιστημών. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Υπολογιστών του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λιντς Ευάγγελος Πουρνάρας, απόφοιτος πληροφορικής του Πανεπιστημίου του Πειραιά, και ο Θωμάς Ασίκης, ερευνητής στον τομέα Υπολογιστικής Κοινωνικής Επιστήμης στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης, απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το καινοτόμο σύστημα λήψης αποφάσεων λειτουργεί ως εξής: Μέσω μίας εφαρμογής έξυπνου τηλεφώνου (smart phone app), ο καταναλωτής εισάγει τις προτιμήσεις του για τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα προϊόντα, π.χ. τρόφιμα βιολογικά, για χορτοφάγους, χωρίς λακτόζη, προϊόντα δίκαιου εμπορίου κ.λπ. Οι προτιμήσεις του μπορούν να εκφραστούν σε ένα φάσμα τεσσάρων κατηγοριών (περιβάλλον, υγεία, ποιότητα, κοινωνία) αποτελούμενο από 25 κριτήρια βιωσιμότητας και μπορούν να αλλάξουν οποιαδήποτε στιγμή από τον καταναλωτή. Σε περίπτωση που ένα τέτοιο φάσμα ευελιξίας δεν εξυπηρετεί τον καταναλωτή, έχει την εναλλακτική να υιοθετήσει τις προτεραιότητες κάποιας οργάνωσης ή θεσμού που εμπιστεύεται, π.χ. της Greenpeace.
Μία σχεδιαστική καινοτομία του συστήματος είναι η αποκέντρωση των προτιμήσεων του καταναλωτή: Όλα τα δεδομένα του χρήστη της εφαρμογής παραμένουν στο τηλέφωνο και δεν διαμοιράζονται, πράγμα που εγγυάται την ιδιωτικότητα.
Κατά τη διάρκεια των αγοραστικών επισκέψεων στο κατάστημα λιανεμπορικής (π.χ. σουπερμάρκετ), τα προϊόντα στα κοντινά ράφια εμφανίζονται στην έξυπνη εφαρμογή με το πάτημα ενός κουμπιού, κατατασσόμενα με ένα εξατομικευμένο σκορ από το 1 έως το 10, το οποίο υποδηλώνει σε τι βαθμό κάθε προϊόν πληροί τις προτιμήσεις που έχει υποβάλει ο ίδιος ο καταναλωτής. Και σε αυτήν την περίπτωση, η εξατομίκευση γίνεται τοπικά στο τηλέφωνo, αποτρέποντας στρατηγικές χειραγώγησης για συγκεκριμένα προϊόντα.
Η εξατομικευμένη κατάταξη των προϊόντων βασίζεται σε μία γνωσιακή βάση για τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητάς τους, η οποία αναπτύχθηκε από τους ερευνητές, συνδυάζοντας ένα ευρύ φάσμα ανοιχτών δεδομένων, γνώσεις ειδικών και διαδικασίες πληθοπορισμού (crowd-sourcing).
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Πουρνάρας, «η καταναλωτική μας συμπεριφορά έχει δραματικό αντίκτυπο στον πλανήτη και είναι καθοριστική στο πολύπλοκο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Η μετατόπιση από τον καταναλωτισμό προς μία πιο έξυπνη βιώσιμη κατανάλωση δεν είναι μόνο αναγκαία αλλά και εν δυνάμει εργαλείο να επιταχύνουμε τη μετάβαση προς μία βιώσιμη κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών.
Καθημερινά ο καταναλωτής καλείται να πάρει αγοραστικές αποφάσεις για προϊόντα με πολύπλοκα χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν συσσωρευτικά μεγάλη επιρροή στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, π.χ. χρήση βιοδιασπώμενων υλικών ή γραμμές παραγωγής με χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Τα συστατικά των προϊόντων, τα υλικά και οι διαδικασίες παραγωγής ή ακόμα και η εφοδιαστική αλυσίδα ενός προϊόντος που φτάνει στον καταναλωτή, επηρεάζουν πολυδιάστατα μία δέσμη στόχων για βιώσιμη ανάπτυξη που θεσπίστηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών».
«Οι καταναλωτικές μας επιλογές», πρόσθεσε, «θα αποκτούσαν ένα ανεπανάληπτο κοινωνικό πρόσημο προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον, αν οι αγοραστικές επιλογές προϊόντων συσχετιστούν με εξατομικευμένους στόχους βιωσιμότητας, καλλιεργώντας μία επίγνωση σε θέμα βιωσιμότητας μέσω πρόσβασης σε μία έξυπνη σύνοψη πληροφορίας. Νέα προϊόντα θα ανακαλύπτονταν και θα έρχονταν στο αγοραστικό προσκήνιο, ενώ θα αναδυόταν μία συστηματική ανατροφοδότηση από τους ίδιους τους καταναλωτές στους παραγωγούς για έναν μετασχηματισμό των παραγωγικών διαδικασιών, πιο φιλικές στο περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Τέτοια πληροφορία, όμως, παραμένει δύσκολα προσβάσιμη για τον απλό πολίτη και ακόμα πιο δύσκολη είναι η σύνοψή της με τρόπο που θα επιτρέπει στον καταναλωτή να κάνει γρήγορες και αποτελεσματικές συγκρίσεις προϊόντων σε μία νέα αξιακή βάση κατά τη διάρκεια αγορών σε καταστήματα αλλά και στο διαδίκτυο. Χαρακτηριστικές ετικέτες προϊόντων, όπως αυτές των βιολογικών (organic) ή του δίκαιου εμπορίου (fair-trade), δεν έχουν δει την απαιτούμενη διείσδυση στην αγορά και συχνά παραμένουν ασαφείς χωρίς τη δυνατότητα εξατομίκευσης. Η τιμή παραμένει το κυρίαρχο κριτήριο στις αγοραστικές επιλογές προϊόντων, ενώ η πηγή πληροφορίας των καταναλωτών συχνά εξαντλείται στην εμπορική διαφήμιση».
Η εφαρμογή βιώσιμης κατανάλωσης αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος ASSET, το οποίο έχει ως στόχο μία καινοτόμα ψηφιακή αγοραστική διαδικασία με ανθρωποκεντρικά συστήματα αιχμής, σχεδιασμένα να αντιπροσωπεύουν τις ανθρώπινες αξίες (value-sensitive design): Πλουραλιστικά κριτήρια βιωσιμότητας για την αγοραστική επιλογή των προϊόντων, προστασία της ιδιωτικότητας στη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων και αποφυγή της εμπορικής χειραγώγησης των καταναλωτών.
Η εφαρμογή, ήδη, υλοποιήθηκε και αξιολογήθηκε πιλοτικά σε δύο καταστήματα σουπερμάρκετ στην Εσθονία και την Αυστρία, με διαφορετικά προφίλ καταναλωτών. Και στις δύο περιπτώσεις παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αλλαγή της αγοραστικής συμπεριφοράς, με τους καταναλωτές να ψωνίζουν καινούργια προϊόντα, τα οποία είδαν στις κατατάξεις στο κινητό τους.
Τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης παρουσιάστηκαν στο περιοδικό «Royal Society Open Science» της βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας Επιστημών. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Υπολογιστών του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λιντς Ευάγγελος Πουρνάρας, απόφοιτος πληροφορικής του Πανεπιστημίου του Πειραιά, και ο Θωμάς Ασίκης, ερευνητής στον τομέα Υπολογιστικής Κοινωνικής Επιστήμης στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ΕΤΗ) της Ζυρίχης, απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το καινοτόμο σύστημα λήψης αποφάσεων λειτουργεί ως εξής: Μέσω μίας εφαρμογής έξυπνου τηλεφώνου (smart phone app), ο καταναλωτής εισάγει τις προτιμήσεις του για τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα προϊόντα, π.χ. τρόφιμα βιολογικά, για χορτοφάγους, χωρίς λακτόζη, προϊόντα δίκαιου εμπορίου κ.λπ. Οι προτιμήσεις του μπορούν να εκφραστούν σε ένα φάσμα τεσσάρων κατηγοριών (περιβάλλον, υγεία, ποιότητα, κοινωνία) αποτελούμενο από 25 κριτήρια βιωσιμότητας και μπορούν να αλλάξουν οποιαδήποτε στιγμή από τον καταναλωτή. Σε περίπτωση που ένα τέτοιο φάσμα ευελιξίας δεν εξυπηρετεί τον καταναλωτή, έχει την εναλλακτική να υιοθετήσει τις προτεραιότητες κάποιας οργάνωσης ή θεσμού που εμπιστεύεται, π.χ. της Greenpeace.
Μία σχεδιαστική καινοτομία του συστήματος είναι η αποκέντρωση των προτιμήσεων του καταναλωτή: Όλα τα δεδομένα του χρήστη της εφαρμογής παραμένουν στο τηλέφωνο και δεν διαμοιράζονται, πράγμα που εγγυάται την ιδιωτικότητα.
Κατά τη διάρκεια των αγοραστικών επισκέψεων στο κατάστημα λιανεμπορικής (π.χ. σουπερμάρκετ), τα προϊόντα στα κοντινά ράφια εμφανίζονται στην έξυπνη εφαρμογή με το πάτημα ενός κουμπιού, κατατασσόμενα με ένα εξατομικευμένο σκορ από το 1 έως το 10, το οποίο υποδηλώνει σε τι βαθμό κάθε προϊόν πληροί τις προτιμήσεις που έχει υποβάλει ο ίδιος ο καταναλωτής. Και σε αυτήν την περίπτωση, η εξατομίκευση γίνεται τοπικά στο τηλέφωνo, αποτρέποντας στρατηγικές χειραγώγησης για συγκεκριμένα προϊόντα.
Η εξατομικευμένη κατάταξη των προϊόντων βασίζεται σε μία γνωσιακή βάση για τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητάς τους, η οποία αναπτύχθηκε από τους ερευνητές, συνδυάζοντας ένα ευρύ φάσμα ανοιχτών δεδομένων, γνώσεις ειδικών και διαδικασίες πληθοπορισμού (crowd-sourcing).
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Πουρνάρας, «η καταναλωτική μας συμπεριφορά έχει δραματικό αντίκτυπο στον πλανήτη και είναι καθοριστική στο πολύπλοκο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Η μετατόπιση από τον καταναλωτισμό προς μία πιο έξυπνη βιώσιμη κατανάλωση δεν είναι μόνο αναγκαία αλλά και εν δυνάμει εργαλείο να επιταχύνουμε τη μετάβαση προς μία βιώσιμη κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών.
Καθημερινά ο καταναλωτής καλείται να πάρει αγοραστικές αποφάσεις για προϊόντα με πολύπλοκα χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν συσσωρευτικά μεγάλη επιρροή στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, π.χ. χρήση βιοδιασπώμενων υλικών ή γραμμές παραγωγής με χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Τα συστατικά των προϊόντων, τα υλικά και οι διαδικασίες παραγωγής ή ακόμα και η εφοδιαστική αλυσίδα ενός προϊόντος που φτάνει στον καταναλωτή, επηρεάζουν πολυδιάστατα μία δέσμη στόχων για βιώσιμη ανάπτυξη που θεσπίστηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών».
«Οι καταναλωτικές μας επιλογές», πρόσθεσε, «θα αποκτούσαν ένα ανεπανάληπτο κοινωνικό πρόσημο προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον, αν οι αγοραστικές επιλογές προϊόντων συσχετιστούν με εξατομικευμένους στόχους βιωσιμότητας, καλλιεργώντας μία επίγνωση σε θέμα βιωσιμότητας μέσω πρόσβασης σε μία έξυπνη σύνοψη πληροφορίας. Νέα προϊόντα θα ανακαλύπτονταν και θα έρχονταν στο αγοραστικό προσκήνιο, ενώ θα αναδυόταν μία συστηματική ανατροφοδότηση από τους ίδιους τους καταναλωτές στους παραγωγούς για έναν μετασχηματισμό των παραγωγικών διαδικασιών, πιο φιλικές στο περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Τέτοια πληροφορία, όμως, παραμένει δύσκολα προσβάσιμη για τον απλό πολίτη και ακόμα πιο δύσκολη είναι η σύνοψή της με τρόπο που θα επιτρέπει στον καταναλωτή να κάνει γρήγορες και αποτελεσματικές συγκρίσεις προϊόντων σε μία νέα αξιακή βάση κατά τη διάρκεια αγορών σε καταστήματα αλλά και στο διαδίκτυο. Χαρακτηριστικές ετικέτες προϊόντων, όπως αυτές των βιολογικών (organic) ή του δίκαιου εμπορίου (fair-trade), δεν έχουν δει την απαιτούμενη διείσδυση στην αγορά και συχνά παραμένουν ασαφείς χωρίς τη δυνατότητα εξατομίκευσης. Η τιμή παραμένει το κυρίαρχο κριτήριο στις αγοραστικές επιλογές προϊόντων, ενώ η πηγή πληροφορίας των καταναλωτών συχνά εξαντλείται στην εμπορική διαφήμιση».