Ο Αλέξης Τσίπρας παραδίδει «καµένη γη»
Οι εσπευσμένες παροχές, η προσπάθεια εξαγοράς της ψήφου και η ανάπτυξη που... καθυστερεί
Για πρώτη φορά κυβέρνηση στη χώρα θα παραδώσει κυριολεκτικώς καμένη γη σε αυτούς που θα τη διαδεχθούν. Αυτό, βεβαίως, είναι το λιγότερο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση και τον κ. Τσίπρα προσωπικώς, αλλά συγχρόνως συνιστά και τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι τις επόμενες εκλογές θα τις κερδίσει η Νέα Δημοκρατία. Αν συνέβαινε διαφορετικά, δηλαδή αν είχε κάποιες πιθανότητες να καταλάβει και πάλι την εξουσία το κόμμα που μας κυβερνά, ασφαλώς θα σκεπτόταν ο πρωθυπουργός ότι ενδεχομένως να παραλάμβανε, με δική του πρωτοβουλία μάλιστα, καμένη γη.
Επομένως, αυτό που επιχειρείται τώρα συνιστά εκδήλωση εκδικητικής και μισαλλόδοξης συμπεριφοράς και, συγχρόνως, μία ανόητη εγγραφή υποθήκης σε βάρος της Νέας Δημοκρατίας, με στόχο η επόμενη κυβέρνηση, με τεράστιες δεσμεύσεις, να μην μπορεί να κυβερνήσει με τον τρόπο που αυτή επιθυμεί. Αυτό λέει, στην ουσία, η αριστερή κυβέρνηση.
Οι εσπευσμένες παροχές και μειώσεις στον ΦΠΑ για τη μεταβολή της πολιτικής ατζέντας, μετά την κατακραυγή κατά Πολάκη και τις χλιδάτες διακοπές του πρωθυπουργού σε σκάφος εμβληματικού εκπροσώπου της ελίτ, που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας κατακεραύνωνε, αναδεικνύουν όχι μόνο μία απόπειρα της τελευταίας στιγμής για εξαγορά μερίδας του εκλογικού σώματος... αλλά αναδεικνύουν την «καμένη γη» που μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα παραλάβει σε καίριους τομείς κυβερνητικής διακυβέρνησης, εξαιτίας των πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ. Για πρώτη φορά η οικονομική διάσταση της έννοιας «καμένη γη» θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ποιοι υποθήκευσαν το μέλλον του και σε τι αποβλέπει η συνεχής παραπλάνησή του. Εν πρώτοις, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2020 που απέστειλε η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες δεσμεύθηκε -και κυρίως δέσμευσε την επόμενη κυβέρνηση- για αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, έναντι εκείνων που είχε συμφωνήσει ο κ. Τσίπρας με το δικό του Μνημόνιο (3,5%). Επομένως, εκείνο που επιδιώκει ο κ. Τσίπρας είναι να φέρει σε δύσκολη θέση την επόμενη κυβέρνηση, αν μάλιστα λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι τα πλεονάσματα έγιναν από υπερφορολόγηση της ελληνικής κοινωνίας, από μη απόδοση των κρατικών οφειλών στους ιδιώτες και από περικοπή των δημοσίων δαπανών. Οχι, δηλαδή, από ανάπτυξη. Δεδομένου δε ότι τα αποτελέσματα μέτρων αναπτυξιακού χαρακτήρα δεν αποδίδουν από τη μια μέρα στην άλλη και ο κ. Μητσοτάκης έχει συγχρόνως δεσμευθεί για φορολογικές ελαφρύνσεις, επιστροφή στους ιδιώτες όσων τους χρωστάει το κράτος και ξεπάγωμα των δημόσιων δαπανών για αναθέρμανση της οικονομίας, είναι περισσότερο από σαφές ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης αποβλέπουν στο να δυσχεράνουν τη διακυβέρνηση των διαδόχων της, αδιαφορώντας για τυχόν συνέπειες στην ίδια τη χώρα.
Θα πρέπει να αναφέρουμε σχετικά, προκειμένου να αναδειχθεί η καταστροφική τακτική της κυβέρνησης, ότι, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη έρευνα της κορυφαίας ελεγκτικής εταιρείας Price Waterhouse Coopers, για να σημειώσει ανάπτυξη η Ελλάδα απαιτούνται επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, ύψους 22 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως! Τη στιγμή που την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ οι επενδύσεις -κατά την PwC- έχουν πέσει στα επίπεδα του... 1996. Στην κατάσταση αυτή που θα παραλάβει η Ν.Δ. θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τα τεράστια πλεονάσματα μέχρι το 2060, καθώς και την εγγύηση του Υπερταμείου μέχρι ποσού 25 δισεκατομμυρίων, αν το ελληνικό Δημόσιο είναι ασυνεπές στις πληρωμές του προς τους δανειστές.
Επομένως, αυτό που επιχειρείται τώρα συνιστά εκδήλωση εκδικητικής και μισαλλόδοξης συμπεριφοράς και, συγχρόνως, μία ανόητη εγγραφή υποθήκης σε βάρος της Νέας Δημοκρατίας, με στόχο η επόμενη κυβέρνηση, με τεράστιες δεσμεύσεις, να μην μπορεί να κυβερνήσει με τον τρόπο που αυτή επιθυμεί. Αυτό λέει, στην ουσία, η αριστερή κυβέρνηση.
Οι εσπευσμένες παροχές και μειώσεις στον ΦΠΑ για τη μεταβολή της πολιτικής ατζέντας, μετά την κατακραυγή κατά Πολάκη και τις χλιδάτες διακοπές του πρωθυπουργού σε σκάφος εμβληματικού εκπροσώπου της ελίτ, που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας κατακεραύνωνε, αναδεικνύουν όχι μόνο μία απόπειρα της τελευταίας στιγμής για εξαγορά μερίδας του εκλογικού σώματος... αλλά αναδεικνύουν την «καμένη γη» που μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα παραλάβει σε καίριους τομείς κυβερνητικής διακυβέρνησης, εξαιτίας των πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ. Για πρώτη φορά η οικονομική διάσταση της έννοιας «καμένη γη» θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ποιοι υποθήκευσαν το μέλλον του και σε τι αποβλέπει η συνεχής παραπλάνησή του. Εν πρώτοις, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2020 που απέστειλε η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες δεσμεύθηκε -και κυρίως δέσμευσε την επόμενη κυβέρνηση- για αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, έναντι εκείνων που είχε συμφωνήσει ο κ. Τσίπρας με το δικό του Μνημόνιο (3,5%). Επομένως, εκείνο που επιδιώκει ο κ. Τσίπρας είναι να φέρει σε δύσκολη θέση την επόμενη κυβέρνηση, αν μάλιστα λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι τα πλεονάσματα έγιναν από υπερφορολόγηση της ελληνικής κοινωνίας, από μη απόδοση των κρατικών οφειλών στους ιδιώτες και από περικοπή των δημοσίων δαπανών. Οχι, δηλαδή, από ανάπτυξη. Δεδομένου δε ότι τα αποτελέσματα μέτρων αναπτυξιακού χαρακτήρα δεν αποδίδουν από τη μια μέρα στην άλλη και ο κ. Μητσοτάκης έχει συγχρόνως δεσμευθεί για φορολογικές ελαφρύνσεις, επιστροφή στους ιδιώτες όσων τους χρωστάει το κράτος και ξεπάγωμα των δημόσιων δαπανών για αναθέρμανση της οικονομίας, είναι περισσότερο από σαφές ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης αποβλέπουν στο να δυσχεράνουν τη διακυβέρνηση των διαδόχων της, αδιαφορώντας για τυχόν συνέπειες στην ίδια τη χώρα.
Θα πρέπει να αναφέρουμε σχετικά, προκειμένου να αναδειχθεί η καταστροφική τακτική της κυβέρνησης, ότι, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη έρευνα της κορυφαίας ελεγκτικής εταιρείας Price Waterhouse Coopers, για να σημειώσει ανάπτυξη η Ελλάδα απαιτούνται επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, ύψους 22 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως! Τη στιγμή που την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ οι επενδύσεις -κατά την PwC- έχουν πέσει στα επίπεδα του... 1996. Στην κατάσταση αυτή που θα παραλάβει η Ν.Δ. θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τα τεράστια πλεονάσματα μέχρι το 2060, καθώς και την εγγύηση του Υπερταμείου μέχρι ποσού 25 δισεκατομμυρίων, αν το ελληνικό Δημόσιο είναι ασυνεπές στις πληρωμές του προς τους δανειστές.