«Δεν σχολιάζουμε προεκλογικά προγράμματα», ήταν η απάντηση κορυφαίου Ευρωπαίου παράγοντα στα «Π» για το πώς βλέπουν στις Βρυξέλλες τις εξαγγελίες και τον οικονομικό σχεδιασμό της Ν.Δ. Ωστόσο, όπως μας επισημαίνουν υψηλόβαθμες πηγές που έχουν άμεση γνώση όσων συζητιούνται τις τελευταίες εβδομάδες στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, οι προσδοκίες είναι κάτι παραπάνω από θετικές.

«Θα φανεί στα πρώτα νομοσχέδια», σημειώνουν οι ίδιες πηγές, στον απόηχο των συναντήσεων που είχε ο Κ. Μητσοτάκης εκτός συνόρων αλλά και των επίσημων ανακοινώσεων για τον προγραμματισμό φοροελαφρύνσεων, νοικοκυρέματος του κράτους και των δημόσιων δαπανών, μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία και στις αγορές προϊόντων - υπηρεσιών και θωράκισης των θεσμών. Αν και τα μηνύματα που εκπέμπουν οι Ευρωπαίοι είναι κατ’ αρχάς θετικά, ο καθοριστικός παράγοντας για να «τρέξουν» χωρίς τα προβλήματα του πρόσφατου παρελθόντος οι «ευαίσθητοι» δημοσιονομικοί χειρισμοί είναι η νέα κυβέρνηση να δώσει με το «καλημέρα» σαφές στίγμα προθέσεων.

«Τι ακριβώς θα κάνει ο Κ. Μητσοτάκης; Αναμένονται συγκεκριμένα δείγματα γραφής στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, στις μεταρρυθμίσεις, στη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, στην ενίσχυση των θεσμών. Αν είναι πειστικός, θα τους κερδίσει», εξηγούν οι ίδιες υψηλόβαθμες πηγές, μεταφέροντας το κλίμα στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο, όπου οι ζυμώσεις είναι έντονες ενόψει αλλαγών προσώπων και ισορροπιών. Συμπέρασμα; Τα πρώτα νομοσχέδια, που θα φτάσουν στη Βουλή μέσα στον Αύγουστο, μπορούν να «ξεκλειδώσουν» τον συνολικό σχεδιασμό της Πειραιώς και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι νομοτεχνικές προετοιμασίες είναι πυρετώδεις, έτσι ώστε να αποφευχθούν λάθη κι αστοχίες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου. Πριν καν γίνουν στη Βουλή οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης -και εφόσον φυσικά επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που δίνουν αυτοδυναμία στη Ν.Δ.-, το νέο οικονομικό επιτελείο, ενδεχομένως και ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, θα έχουν την ευκαιρία να τα... πουν από κοντά με τους δανειστές, και μάλιστα επί ελληνικού εδάφους. Στις 16 Ιουλίου, θα βρεθούν στην Αθήνα ο Κ. Ρέγκλινγκ, ο επικεφαλής του EWG, Χ. Φάιλμπριφ, και η τρόικα Κοστέλο (Κομισιόν), Τζιαμαρόλι (ESM) και Ντόλμαν (ΔΝΤ), προκειμένου να συμμετάσχουν στο συνέδριο του «Economist». Και, αν κρίνει κανείς από τις ανάλογες θερινές επισκέψεις των προηγούμενων ετών, θα προκαλούσε αίσθηση αν στο Λαγονήσι δεν ανταλλάσσονταν επισήμως ή ανεπισήμως οι πρώτες απόψεις.

Σίγουροι 

Στην Πειραιώς αισθάνονται σίγουροι για τον προγραμματισμό τους, ωστόσο δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις ότι θα τους χαριστεί οτιδήποτε, πόσω μάλλον όταν ο δημοσιονομικός/φορολογικός σχεδιασμός είναι ιδιαιτέρως φιλόδοξος. Στο επιτελείο του Κ. Μητσοτάκη υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και στο πώς «μετράνε» οφέλη - απώλειες από τις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις στο πεδίο της φορολογίας και των δημόσιων δαπανών. Παρά ταύτα δεν είναι λίγοι -ακόμα και στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο- εκείνοι που εκτιμούν ότι ο φάκελος για τα πλεονάσματα θα ανοίξει ή, μάλλον, μπορεί να ανοίξει πολύ πιο γρήγορα, πάντα από την προϋπόθεση ότι οι πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης θα στείλουν ισχυρό και αδιαμφισβήτητο σήμα ριζικών αλλαγών, ειδικά εκεί όπου την τελευταία τετραετία όλα γίνονταν με το ζόρι και κατόπιν καθυστερήσεων.

Αποτελεί, άλλωστε, πεποίθηση ότι στην παρούσα φάση η εξυπηρέτηση του χρέους πρέπει να γίνει μέσω πολύ υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης από το ισχύον βασικό σενάριο και όχι μέσω απαιτητικών πλεονασμάτων, που, όπως αποδείχθηκε την τελευταία τριετία, «φρέναραν» τη δυναμική της οικονομίας. Η θέση της Τραπέζης της Ελλάδος είναι, μάλιστα, απολύτως ευθυγραμμισμένη σε αυτήν τη λογική. Τι υποστηρίζει ο Γ. Στουρνάρας, «πατώντας» πάνω στο δεδομένο των πολύ χαμηλών επιτοκίων αυτής της περιόδου; Δεδομένου ότι στην Ελλάδα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι 1,8, η μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί 1,8 φορές αποτελεσματικότερα μέσω της αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας, παρά μέσω του πρωτογενούς αποτελέσματος. Και με αυτό το επιχείρημα η ΤτΕ -και όχι μόνο- θεωρεί ότι ο πήχης των πλεονασμάτων μπορεί και πρέπει να πέσει στο 2%-2,5%.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι προφανές ότι, πέρα από τις καθαρά τεχνικές συζητήσεις, που θα γίνουν με τους θεσμούς στις αρχές Σεπτεμβρίου για την τέταρτη αξιολόγηση και την κατάρτιση του επόμενου Προϋπολογισμού, είναι κρίσιμες οι ισορροπίες και οι συσχετισμοί δυνάμεων που θα δημιουργηθούν το φθινόπωρο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΚΤ, αφού εκεί θα «ξεκλειδώσουν» εν πολλοίς οι αποφάσεις για το ελληνικό ζήτημα.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 29/6/2019