Μηταράκης: Ακυρώσαμε την εγκύκλιο για τα «χρυσά» εφάπαξ
«Ο νόμος 4387 του 2016, ο νόμος Κατρούγκαλου καθόρισε για όσους δικαιούνται εφάπαξ έναν τρόπο υπολογισμού για να βγαίνει κοινό για όλους τους εργαζόμενους. Ήρθε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας στις 13 Μαρτίου του 2018 και εξέδωσε μία εγκύκλιο, παρά την αντίθετη άποψη της υπηρεσίας, που έλεγε για τους ασφαλισμένους του ΤΣΜΕΔΕ αντί να υπολογίζεται το εφάπαξ με τους κοινούς κανόνες του νόμου θα υπολογίζεται με έναν διαφορετικό τρόπο που στις περισσότερες περιπτώσεις υπολόγιζε εφάπαξ μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπε ο νόμος», δήλωσε στον ΘΕΜΑ 104,6 ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Νότης Μηταράκης.
Ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε ότι «ακυρώσαμε την εν λόγω εγκύκλιο και διατάξαμε να εφαρμόζεται απολύτως ο νόμος για όλες τις αιτήσεις εφάπαξ και από εβδομάδα πρέπει να δούμε πόσες συντάξεις εφάπαξ είχαν δοθεί τότε και τι διαφορές έχουν προκύψει», προσθέτοντας ότι «δεν έχουμε κάνει υπολογισμό, θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να το ακυρώσουμε ώστε να μην δοθούν άλλα εφάπαξ τις επόμενες εβδομάδες και αμέσως μετά θα ζητήσουμε από το Ενιαίο Ταμείο να προχωρήσει στον επαναϋπολογισμό και την καταγραφή πόσων τέτοιων εφάπαξ έχουν δοθεί. Μπορεί να είναι κάποιες εκατοντάδες εφάπαξ τα οποία είναι αρκετών εκατομμυρίων. Αυτά θα επιστραφούν και θα δοθούν σωστά τα εφάπαξ από εδώ και πέρα».
Για τις ''χρυσές συντάξεις'', ο κ. Μηταράκης τόνισε ότι «ο υπουργός κοιτάζει νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να αντιμετωπίσει το θέμα του υπολογισμού αλλά και να θέσει κάποιο πλαφόν στο ύψος των συντάξεων που μπορεί να δημιουργηθούν. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον νόμο Κατρούγκαλου έχουν δοθεί 226 συντάξεις τριών έως επτά χιλιάδων ευρώ.
Προλάβαμε και δεν βγήκαν αυτές που ήταν πάνω από 10.000 ευρώ. Ο κ. Βρούτσης έδωσε εντολή να μην εκδοθεί καμία τέτοια σύνταξη μέχρι να ολοκληρωθεί η επεξεργασία απαραίτητης νομοθετικής πρωτοβουλίας. Πρέπει να δούμε που έχουν προκύψει ακραίοι υπολογισμοί από ερμηνείες που δεν είναι σωστές».
Ερωτηθείς για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, ο κ. Μηταράκης επισήμανε ότι «αυτό που θέλουμε να αλλάξει στο ασφαλιστικό σύστημα είναι στον δεύτερο πυλώνα, στην επικουρική σύνταξη θέλουμε από 1/1/2021 να κεφαλαιοποιήσουμε την επικουρική ώστε οι εισφορές του κάθε ασφαλισμένου να μένουν σε ατομικούς λογαριασμούς και να μην εξαρτώνται ούτε από τα κρατικά δημοσιονομικά ούτε από πολιτικές επιλογές ποιο θα είναι το ύψος της σύνταξης. Το κόστος μετάβασης είναι υπολογισμένο, το δημόσιο στηρίζει το ασφαλιστικό σύστημα με 15 δις. το χρόνο. Θεωρούμε ότι δεν θα υπάρξει για τα επόμενα χρόνια στο ελληνικό επικουρικό σύστημα».
Ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε ότι «ακυρώσαμε την εν λόγω εγκύκλιο και διατάξαμε να εφαρμόζεται απολύτως ο νόμος για όλες τις αιτήσεις εφάπαξ και από εβδομάδα πρέπει να δούμε πόσες συντάξεις εφάπαξ είχαν δοθεί τότε και τι διαφορές έχουν προκύψει», προσθέτοντας ότι «δεν έχουμε κάνει υπολογισμό, θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να το ακυρώσουμε ώστε να μην δοθούν άλλα εφάπαξ τις επόμενες εβδομάδες και αμέσως μετά θα ζητήσουμε από το Ενιαίο Ταμείο να προχωρήσει στον επαναϋπολογισμό και την καταγραφή πόσων τέτοιων εφάπαξ έχουν δοθεί. Μπορεί να είναι κάποιες εκατοντάδες εφάπαξ τα οποία είναι αρκετών εκατομμυρίων. Αυτά θα επιστραφούν και θα δοθούν σωστά τα εφάπαξ από εδώ και πέρα».
Για τις ''χρυσές συντάξεις'', ο κ. Μηταράκης τόνισε ότι «ο υπουργός κοιτάζει νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να αντιμετωπίσει το θέμα του υπολογισμού αλλά και να θέσει κάποιο πλαφόν στο ύψος των συντάξεων που μπορεί να δημιουργηθούν. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον νόμο Κατρούγκαλου έχουν δοθεί 226 συντάξεις τριών έως επτά χιλιάδων ευρώ.
Προλάβαμε και δεν βγήκαν αυτές που ήταν πάνω από 10.000 ευρώ. Ο κ. Βρούτσης έδωσε εντολή να μην εκδοθεί καμία τέτοια σύνταξη μέχρι να ολοκληρωθεί η επεξεργασία απαραίτητης νομοθετικής πρωτοβουλίας. Πρέπει να δούμε που έχουν προκύψει ακραίοι υπολογισμοί από ερμηνείες που δεν είναι σωστές».
Ερωτηθείς για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, ο κ. Μηταράκης επισήμανε ότι «αυτό που θέλουμε να αλλάξει στο ασφαλιστικό σύστημα είναι στον δεύτερο πυλώνα, στην επικουρική σύνταξη θέλουμε από 1/1/2021 να κεφαλαιοποιήσουμε την επικουρική ώστε οι εισφορές του κάθε ασφαλισμένου να μένουν σε ατομικούς λογαριασμούς και να μην εξαρτώνται ούτε από τα κρατικά δημοσιονομικά ούτε από πολιτικές επιλογές ποιο θα είναι το ύψος της σύνταξης. Το κόστος μετάβασης είναι υπολογισμένο, το δημόσιο στηρίζει το ασφαλιστικό σύστημα με 15 δις. το χρόνο. Θεωρούμε ότι δεν θα υπάρξει για τα επόμενα χρόνια στο ελληνικό επικουρικό σύστημα».