Σε αλλαγές προχωρά το υπ. Παιδείας μετά την απόφαση του ΣτΕ για τα θρησκευτικά - Αντιδρά ο ΣΥΡΙΖΑ
Αυτό ανέφερε το υπουργείο, μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων σήμερα του ΣτΕ, η Ολομέλεια του οποίου έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τις αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας, Κωνσταντίνου Γαβρόγλου, με τις οποίες καθορίσθηκαν τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο δημοτικού, το γυμνάσιο και το λύκειο. Aπό πλευράς υπουργείου, επισημαίνεται ότι για τις όποιες ενέργειες γίνουν για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών, γνώμονας θα είναι η διασφάλιση της συμβατότητας των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές.
Υπουργείο Παιδείας: «Θα επανεξετάσουμε εξαρχής το πλαίσιο»
«Το υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων θα μελετήσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου ακολούθως να επανεξετάσει εξ' αρχής το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών και για την τροποποίηση της δήλωσης απαλλαγής από αυτό. Γνώμονάς μας, να διασφαλιστεί η συμβατότητα των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές».
Υπενθυμίζεται ότι με τις αποφάσεις του ΣτΕ κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οι νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν γίνει επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών σε Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σειρά αποφάσεων (1749-1752 του 2019, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο του ΣτΕ Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον σύμβουλο Π. Μπράμη), και είχαν γίνει το 2017, όταν και καθορίστηκαν τα προγράμματα διδασκαλίας των Θρησκευτικών σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με τις αποφάσεις της Ολομέλειάς του έκρινε ότι με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές».
Στις αποφάσεις σημειώνεται ότι για τους ετερόδοξους ή άθεους ή αλλόδοξους μαθητές δίδεται η ευχέρεια της απαλλαγής από το μάθημα και ως εκ τούτου δεν υποχρεώνονται να το παρακολουθήσουν.
«Οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές -αναφέρεται στις αποφάσεις- έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος "ελεύθερης ώρας"».
Οι δύο πρώην υπουργοί Παιδείας σχολιάζοντας την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τα θρησκευτικά «δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση» κόντρα στην προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως αναφέρουν, «να είναι μάθημα γνώσης και όχι πίστης».
Κ. Γαβρόγλου: «Δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση»
Η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των θρησκευτικών «καταργεί ολόκληρη την επιστημονική, παιδαγωγική και θεολογική εξέλιξη του μαθήματος μετά το 1974. Καταργεί τη συνειδητή προσπάθεια χιλιάδων Θεολόγων να κατακτήσουν στη συνείδηση των συναδέλφων τους αλλά και των μαθητών όπως και στην καθημερινή παιδαγωγική πράξη την πραγματική επιστημονική και παιδαγωγική ισοτιμία του μαθήματος των Θρησκευτικών με τα άλλα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Ακυρώνει τις προσπάθειες συνεννόησης με την Εκκλησία, όπου τα νέα προγράμματα σπουδών είχαν και την αποδοχή της Ιεραρχίας. Υπονομεύει, τέλος, την καθιέρωση μιας κουλτούρας διαλόγου ανάμεσα σε επιστημονικούς και θρησκευτικούς φορείς, με γνώμονα πάντοτε ότι την τελική ευθύνη των μαθημάτων την έχει η Πολιτεία» σημειώνει ο Κώστας Γαβρόγλου.
Το μάθημα των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την σημερινή απόφαση του ΣτΕ, «δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση. Δεν είναι γνώση αλλά εξέταση για την πίστη των μαθητών και των γονιών τους. Ένα μάθημα που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο, μετατρέπεται πια επίσημα σε άκρως επικίνδυνο αναχρονισμό», υπογραμμίζει.
Ν. Φίλης: «Μεθοδεύτηκε από εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς παράγοντες»
Οι αποφάσεις του ΣτΕ «γυρίζουν την εκπαίδευση στη δεκαετία του `50 και οδηγούν να γίνει προαιρετικό το μάθημα των θρησκευτικών» αναφέρει ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης.
Με την απόφασή του το ΣτΕ «επαναλαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνα με την οποία το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για απόφαση που αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι περίεργο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, που έχει επιφορτιστεί με την αρμοδιότητα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών, να νομολογεί επί θεολογικών και παιδαγωγικών ζητημάτων, ως να ήταν Οικουμενική Σύνοδος ή Παιδαγωγικό Ινστιτούτο», σχολιάζει ο πρώην υπουργός Παιδείας.
Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί πως με τα νέα Προγράμματα Σπουδών (τα επονομαζόμενα Φίλη και στη συνέχεια Γαβρόγλου), «επιχειρήσαμε το μάθημα των θρησκευτικών να είναι μάθημα γνώσης και όχι πίστης, προβληματισμού και ουσιαστικής μάθησης και όχι κατήχησης και προσηλυτισμού. Αυτή η κατεύθυνση αντανακλά τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και ανταποκρίνεται σε ένα σχολείο κοσμικό και δημοκρατικό. Γι` αυτό, άλλωστε, τα νέα προγράμματα παρά τον πόλεμο ορισμένων κέντρων, αγκαλιάστηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων».
Οι αποφάσεις του ΣτΕ «γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του `50 και στο ''ελληνοχριστιανικό'' Σύνταγμα του 1952. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, όλα τα προγράμματα σπουδών που ίσχυαν μετά το 2000 δεν έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί, γιατί σε όλα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η επιταγή του Συντάγματος του 1975 για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, δεν ερμηνευόταν περιοριστικά ως κατήχηση στην Ορθοδοξία» ροσθέτει ο Ν. Φίλης.
Εκτιμά μάλιστα ότι η νομολογία του ΣτΕ «θα δημιουργήσει αδιέξοδο στην εκπαίδευση, προκαλεί θέματα συνείδησης και τελικώς οδηγεί τα πράγματα, ώστε, το μάθημα των θρησκευτικών, με τη μορφή της κατήχησης να γίνει προαιρετικό».
Τέλος, αναφέρει πως «η ίδια αυτή νομολογία, που μεθοδεύτηκε από εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς παράγοντες στο χώρο της Δικαιοσύνης, έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικά αίτημα, του χωρισμού και της δημοκρατικής ρύθμισης των σχέσεων Κράτους- Εκκλησίας, ιδιαίτερα στην αποκοπή του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στην Εκκλησία και την εκπαίδευση. Αυτό το δημοκρατικό αίτημα υπηρετείται μόνο με καθαρές αρχές και όχι με αυταπάτες και τακτικισμούς».