O νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα είναι πολιτικός
Τα «εμπόδια» για Σαμαρά, Καραμανλή και Παυλόπουλο και η βολιδοσκόπηση σε γυναίκα πανεπιστημιακό με διεθνές κύρος
Ποιος θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Το ερώτημα μπορεί να είναι κάπως πρόωρο, πάντως στο παρασκήνιο οι συζητήσεις και τα σενάρια περισσεύουν.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν ήδη στη διάθεσή τους τα «Π», θεωρείται ένα θέμα που ενώ πλέον δεν αποτελεί κίνδυνο για την προκήρυξη πρόωρων -αναγκαστικών- εκλογών, όπως σε ανάλογες συγκυρίες, δημιουργεί ήδη αναταράξεις στη συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Αρκετά και πολύβουα τα ονόματα, ιδιαίτερα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς, που ήδη προβάλλονται ακόμη και στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, χωρίς όμως σε πολλές περιπτώσεις να συμπίπτουν και με τις συζητήσεις ή και τις σκέψεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, που πλέον έχει την πλήρη ευχέρεια να θέσει τα κριτήρια για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αφού όμως θα εκλεγεί στη βάση της αναθεώρησης του Συντάγματος που εξελίσσεται, στην πλέον δυσμενή περίπτωση με μόλις 151 ψήφους. Σε ένα Κοινοβούλιο όπου μόνη της η Νέα Δημοκρατία διαθέτει 158 βουλευτές. Σε μια πρώτη αποτίμηση των δεδομένων που θα οδηγήσουν στην επιλογή της υποψηφιότητας του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, που θα προτείνει η Νέα Δημοκρατία, υπάρχουν «βαριά» ονόματα που για διάφορους και διαφορετικούς λόγους διαφαίνεται ότι εξαιρούνται.
Οι συγκρούσεις
Κατ΄αρχάς, ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντ. Σαμαράς. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί από τις πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες της Κεντροδεξιάς και είναι πολιτικός ιδιαίτερης εμπειρίας και κύρους σε διεθνές επίπεδο, η πολωτική, μανιχαϊστική παρουσία του και η ακραία διάθεση σύγκρουσης με τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης τον εξαιρούν από τη διαδικασία εκλογής του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το όνομα του κ. Σαμαρά προέκυψε από τη στιγμή που δεν θέλησε και ο ίδιος να αναλάβει επίτροπος στη νέα Κομισιόν, αν η θέση αυτή δεν συνοδευόταν και με αρμοδιότητα αντιπροέδρου, κάτι που ρεαλιστικά δεν μπορούσε σε πρώτη φάση τουλάχιστον να πετύχει η Ελλάδα. Προβάλλεται επίσης ότι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μπορούσε να εκλεγεί από το Κοινοβούλιο με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας και μόνον. Να αποτελέσει, δηλαδή, κομματική και μόνον επιλογή, χωρίς τη συναίνεση κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Παρά ταύτα, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, εκ της συνταγματικής του λειτουργίας αλλά και του ρόλου που έχει ως σύμβολο της εθνικής ενότητας, δεν συνάδει με συγκρουσιακές και επιθετικές πολιτικές προσωπικότητες όπως αυτή του πρώην πρωθυπουργού.
Πέραν της εύλογης σύγκρουσης «μέχρι τέλους» του Αντ. Σαμαρά με τους ηγετικούς κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ που εξελίσσεται εξαιτίας της απόπειρας εμπλοκής του στην υπόθεση Novartis, είναι ο πρωθυπουργός που, όπως σημειώνουν σημαντικοί πολιτικοί παρατηρητές, αρνήθηκε να παραδώσει το πρωθυπουργικό γραφείο στον εκλεγμένο διάδοχό του, κ. Τσίπρα, το 2015. Ετσι τυχόν επιλογή του θα χαρακτηριζόταν από την αντιπολίτευση ως «ακραία κομματική» και «διχαστική» για τους Ελληνες.
Μία άλλη προσωπικότητα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που τα συνήθη σενάρια τον θέλουν υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας είναι ο επίσης πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Οι πιθανότητες όμως ο ίδιος να μείνει συνεπής στην επιλογή που προέκρινε και το 2014-2015 και να μην είναι πρόθυμος για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα είναι ισχυρότατες. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στη συνταγματική αναθεώρηση δεν υπήρξε αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου, ενώ και ο τρόπος εκλογής παρέμεινε έμμεσος από το Κοινοβούλιο και όχι απευθείας από τον λαό, όπως ο ίδιος ο κ. Καραμανλής θεωρούσε πάντα ως προαπαιτούμενα για τυχόν υποψηφιότητά του.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις πληροφορίες των «Π», σε συνάντηση που είχε ο κ. Καραμανλής με τον κ. Μητσοτάκη στο γραφείο του προέδρου της Ν.Δ. στη Βουλή για άσχετο ζήτημα, όταν του τέθηκε το ερώτημα αν έχει ενδιαφέρον για το πολιτειακό αξίωμα, η απάντησή του ήταν αρνητική. Σημειωτέον ότι στην περίπτωση Καραμανλή ιδιαίτερη σημασία έχει και η στενή προσωπική σχέση που διατηρεί με τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλο, από το βαθύ παρελθόν και μια δική του υποψηφιότητα θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά με την προσδοκία του σημερινού Προέδρου να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία στο ύπατο αξίωμα, δημιουργώντας κλίμα πικρίας μεταξύ τους.
Οι τρεις λόγοι
Το ερώτημα είναι φυσικά πόσες πιθανότητες έχει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παραμείνει στο αξίωμά του και για την επόμενη πενταετία, όπως του επιτρέπει το Σύνταγμα. Σημειώνεται ότι ο σημερινός πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο 2015, όταν βρίσκονταν σε εξέλιξη στο Κοινοβούλιο οι ψηφοφορίες για την εκλογή του κ. Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας ύστερα από πρόταση του κυβερνώντος τότε ΣΥΡΙΖΑ, που υπερψήφιζε η αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ, είχε απόσχει από την ψηφοφορία μόνος αυτός από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στην τότε δήλωση αιτιολόγησης της στάσης του, αφού εξήρε τον κ. Παυλόπουλο ως καθηγητή και ως δάσκαλο, καθώς πρόκειται «για εξαίρετο νομικό, με βαθιά επιστημονική κατάρτιση», προέβαλε τρεις λόγους για τους οποίους αρνήθηκε τη στήριξη της υποψηφιότητάς του: «Δεν αντιστάθηκε στις 'σειρήνες' του πελατειακού κράτους, 2) Χειρίστηκε με ανεπάρκεια μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας μας, τον Δεκέμβριο του 2008 (αναφορά στους ατυχείς χειρισμούς του ως αρμόδιου υπουργού σε σχέση με τις ταραχές που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, 3) Δεν εκφράζει τη θέση της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη με τον τρόπο που εγώ θα επιθυμούσα».
Φυσικά, σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο κ. Μητσοτάκης έχει μιλήσει πολύ θετικά για τη θητεία Παυλόπουλου στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, αλλά αυτοί που γνωρίζουν τις προσεγγίσεις του σημειώνουν ότι μια θετική στάση σε μια δεύτερη θητεία Παυλόπουλου θα τον εμφάνιζε ανακόλουθο με την τότε στάση του, κάτι που το πιθανότερο είναι να αποφύγει ο πρωθυπουργός, έστω και αν μια υποψηφιότητα Παυλόπουλου θα συγκέντρωνε τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της απόλυτης πλειοψηφίας στο παρόν Κοινοβούλιο.
Οι κεντροαριστεροί και η έκπληξη
Πέραν της Κεντροδεξιάς, σημαντικές είναι οι προσωπικότητες που τα σενάρια φέρουν ως υποψηφίους για την Προεδρία της Δημοκρατίας και από την Κεντροαριστερά. Διακριτοί μεταξύ αυτών δύο συνταγματολόγοι και διακεκριμένοι καθηγητές της Νομικής, με εντελώς διαφορετικές όμως προσωπικές διαδρομές και χαρακτηριστικά. Ο ένας, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά τα χρόνια των Μνημονίων. Ο κ. Ευ. Βενιζέλος. Μία προσωπικότητα με κύρος και πολιτική εμπειρία, εξόχως συγκρουσιακός όμως ως πολιτική προσωπικότητα και πολωτικός όπως και ο κ. Σαμαράς. Στις τελευταίες εκλογές δεν είχε συμμετοχή και αυτό θα μπορούσε να του δώσει προνόμιο στην επιλογή. Οι πιθανότητες όμως να προκύψει μία τέτοια υποψηφιότητα είναι ελάχιστες, όπως και του κ. Σαμαρά για τους ίδιους περίπου λόγους.
Από την άλλη πλευρά, πολλές είναι οι αναφορές να προταθεί ο καθηγητής της Νομικής Αθηνών κ. Ν. Αλιβιζάτος για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μία προσωπικότητα ήπια, που έχει αποδοχή από όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου και θα έχαιρε αποδοχής ακόμη και από εκείνους που δεν θα τον ψήφιζαν για λόγους κομματικών συσχετισμών. Η νομική του επάρκεια και το διεθνές κύρος του αποτελούν ταυτόχρονα εχέγγυα για μια πολύ θετική θητεία στον ανώτατο πολιτειακό θεσμό.
Παρά ταύτα, τον κύριο λόγο στην επιλογή από την πλευρά της πλειοψηφίας θα έχει ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, η άποψη του οποίου για το ποια θα πρέπει να είναι τα κριτήρια για την επιλογή του προσώπου που θα αναλάβει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως σημειώνουν πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος που γνωρίζουν ακριβώς τον τρόπο που σκέπτεται, παραπέμπουν στην ίδια δήλωση τον Φεβρουάριο του 2015, με την οποία εξέθετε τους λόγους που δεν υπερψήφιζε τον κ. Παυλόπουλο.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμιζε επίσης: «Πίστευα πάντα ότι στη δεδομένη χρονική συγκυρία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ήταν καλύτερο να μην είναι πολιτικό πρόσωπο. Φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επιλέξει μια σπουδαία Ελληνίδα ή έναν σπουδαίο Ελληνα από την κοινωνία των πολιτών για να σηματοδοτήσει πράγματι την ελπίδα ότι κάτι καινούργιο γεννιέται στην πατρίδα μας».
Πληροφορίες των «Π» από το Μαξίμου διαβεβαιώνουν ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει διαφοροποιηθεί ως προς τα κριτήρια που προκρίνει για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας από το 2015. Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, θεωρείται ασφαλής η πληροφορία ότι έχει ήδη βολιδοσκοπηθεί γυναίκα πανεπιστημιακός, με διεθνή διαδρομή εκτός Ελλάδας και διακριτό διεθνές κύρος και ακτινοβολία.
Οι πιθανότητες, δηλαδή, να προκριθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία προσωπικότητα εκτός πολιτικής για την Ηρώδου του Αττικού, που θα συγκεντρώσει την ευρύτερη συναίνεση εντός και εκτός Κοινοβουλίου, είναι κυρίαρχες.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 21/9/2019
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν ήδη στη διάθεσή τους τα «Π», θεωρείται ένα θέμα που ενώ πλέον δεν αποτελεί κίνδυνο για την προκήρυξη πρόωρων -αναγκαστικών- εκλογών, όπως σε ανάλογες συγκυρίες, δημιουργεί ήδη αναταράξεις στη συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Αρκετά και πολύβουα τα ονόματα, ιδιαίτερα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς, που ήδη προβάλλονται ακόμη και στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, χωρίς όμως σε πολλές περιπτώσεις να συμπίπτουν και με τις συζητήσεις ή και τις σκέψεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, που πλέον έχει την πλήρη ευχέρεια να θέσει τα κριτήρια για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αφού όμως θα εκλεγεί στη βάση της αναθεώρησης του Συντάγματος που εξελίσσεται, στην πλέον δυσμενή περίπτωση με μόλις 151 ψήφους. Σε ένα Κοινοβούλιο όπου μόνη της η Νέα Δημοκρατία διαθέτει 158 βουλευτές. Σε μια πρώτη αποτίμηση των δεδομένων που θα οδηγήσουν στην επιλογή της υποψηφιότητας του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, που θα προτείνει η Νέα Δημοκρατία, υπάρχουν «βαριά» ονόματα που για διάφορους και διαφορετικούς λόγους διαφαίνεται ότι εξαιρούνται.
Οι συγκρούσεις
Κατ΄αρχάς, ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντ. Σαμαράς. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί από τις πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες της Κεντροδεξιάς και είναι πολιτικός ιδιαίτερης εμπειρίας και κύρους σε διεθνές επίπεδο, η πολωτική, μανιχαϊστική παρουσία του και η ακραία διάθεση σύγκρουσης με τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης τον εξαιρούν από τη διαδικασία εκλογής του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το όνομα του κ. Σαμαρά προέκυψε από τη στιγμή που δεν θέλησε και ο ίδιος να αναλάβει επίτροπος στη νέα Κομισιόν, αν η θέση αυτή δεν συνοδευόταν και με αρμοδιότητα αντιπροέδρου, κάτι που ρεαλιστικά δεν μπορούσε σε πρώτη φάση τουλάχιστον να πετύχει η Ελλάδα. Προβάλλεται επίσης ότι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μπορούσε να εκλεγεί από το Κοινοβούλιο με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας και μόνον. Να αποτελέσει, δηλαδή, κομματική και μόνον επιλογή, χωρίς τη συναίνεση κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Παρά ταύτα, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας, εκ της συνταγματικής του λειτουργίας αλλά και του ρόλου που έχει ως σύμβολο της εθνικής ενότητας, δεν συνάδει με συγκρουσιακές και επιθετικές πολιτικές προσωπικότητες όπως αυτή του πρώην πρωθυπουργού.
Πέραν της εύλογης σύγκρουσης «μέχρι τέλους» του Αντ. Σαμαρά με τους ηγετικούς κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ που εξελίσσεται εξαιτίας της απόπειρας εμπλοκής του στην υπόθεση Novartis, είναι ο πρωθυπουργός που, όπως σημειώνουν σημαντικοί πολιτικοί παρατηρητές, αρνήθηκε να παραδώσει το πρωθυπουργικό γραφείο στον εκλεγμένο διάδοχό του, κ. Τσίπρα, το 2015. Ετσι τυχόν επιλογή του θα χαρακτηριζόταν από την αντιπολίτευση ως «ακραία κομματική» και «διχαστική» για τους Ελληνες.
Μία άλλη προσωπικότητα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που τα συνήθη σενάρια τον θέλουν υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας είναι ο επίσης πρώην πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Οι πιθανότητες όμως ο ίδιος να μείνει συνεπής στην επιλογή που προέκρινε και το 2014-2015 και να μην είναι πρόθυμος για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα είναι ισχυρότατες. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στη συνταγματική αναθεώρηση δεν υπήρξε αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου, ενώ και ο τρόπος εκλογής παρέμεινε έμμεσος από το Κοινοβούλιο και όχι απευθείας από τον λαό, όπως ο ίδιος ο κ. Καραμανλής θεωρούσε πάντα ως προαπαιτούμενα για τυχόν υποψηφιότητά του.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις πληροφορίες των «Π», σε συνάντηση που είχε ο κ. Καραμανλής με τον κ. Μητσοτάκη στο γραφείο του προέδρου της Ν.Δ. στη Βουλή για άσχετο ζήτημα, όταν του τέθηκε το ερώτημα αν έχει ενδιαφέρον για το πολιτειακό αξίωμα, η απάντησή του ήταν αρνητική. Σημειωτέον ότι στην περίπτωση Καραμανλή ιδιαίτερη σημασία έχει και η στενή προσωπική σχέση που διατηρεί με τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλο, από το βαθύ παρελθόν και μια δική του υποψηφιότητα θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά με την προσδοκία του σημερινού Προέδρου να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία στο ύπατο αξίωμα, δημιουργώντας κλίμα πικρίας μεταξύ τους.
Οι τρεις λόγοι
Το ερώτημα είναι φυσικά πόσες πιθανότητες έχει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παραμείνει στο αξίωμά του και για την επόμενη πενταετία, όπως του επιτρέπει το Σύνταγμα. Σημειώνεται ότι ο σημερινός πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο 2015, όταν βρίσκονταν σε εξέλιξη στο Κοινοβούλιο οι ψηφοφορίες για την εκλογή του κ. Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας ύστερα από πρόταση του κυβερνώντος τότε ΣΥΡΙΖΑ, που υπερψήφιζε η αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ, είχε απόσχει από την ψηφοφορία μόνος αυτός από την αξιωματική αντιπολίτευση. Στην τότε δήλωση αιτιολόγησης της στάσης του, αφού εξήρε τον κ. Παυλόπουλο ως καθηγητή και ως δάσκαλο, καθώς πρόκειται «για εξαίρετο νομικό, με βαθιά επιστημονική κατάρτιση», προέβαλε τρεις λόγους για τους οποίους αρνήθηκε τη στήριξη της υποψηφιότητάς του: «Δεν αντιστάθηκε στις 'σειρήνες' του πελατειακού κράτους, 2) Χειρίστηκε με ανεπάρκεια μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας μας, τον Δεκέμβριο του 2008 (αναφορά στους ατυχείς χειρισμούς του ως αρμόδιου υπουργού σε σχέση με τις ταραχές που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, 3) Δεν εκφράζει τη θέση της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη με τον τρόπο που εγώ θα επιθυμούσα».
Φυσικά, σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο κ. Μητσοτάκης έχει μιλήσει πολύ θετικά για τη θητεία Παυλόπουλου στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, αλλά αυτοί που γνωρίζουν τις προσεγγίσεις του σημειώνουν ότι μια θετική στάση σε μια δεύτερη θητεία Παυλόπουλου θα τον εμφάνιζε ανακόλουθο με την τότε στάση του, κάτι που το πιθανότερο είναι να αποφύγει ο πρωθυπουργός, έστω και αν μια υποψηφιότητα Παυλόπουλου θα συγκέντρωνε τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της απόλυτης πλειοψηφίας στο παρόν Κοινοβούλιο.
Οι κεντροαριστεροί και η έκπληξη
Πέραν της Κεντροδεξιάς, σημαντικές είναι οι προσωπικότητες που τα σενάρια φέρουν ως υποψηφίους για την Προεδρία της Δημοκρατίας και από την Κεντροαριστερά. Διακριτοί μεταξύ αυτών δύο συνταγματολόγοι και διακεκριμένοι καθηγητές της Νομικής, με εντελώς διαφορετικές όμως προσωπικές διαδρομές και χαρακτηριστικά. Ο ένας, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση συνασπισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά τα χρόνια των Μνημονίων. Ο κ. Ευ. Βενιζέλος. Μία προσωπικότητα με κύρος και πολιτική εμπειρία, εξόχως συγκρουσιακός όμως ως πολιτική προσωπικότητα και πολωτικός όπως και ο κ. Σαμαράς. Στις τελευταίες εκλογές δεν είχε συμμετοχή και αυτό θα μπορούσε να του δώσει προνόμιο στην επιλογή. Οι πιθανότητες όμως να προκύψει μία τέτοια υποψηφιότητα είναι ελάχιστες, όπως και του κ. Σαμαρά για τους ίδιους περίπου λόγους.
Από την άλλη πλευρά, πολλές είναι οι αναφορές να προταθεί ο καθηγητής της Νομικής Αθηνών κ. Ν. Αλιβιζάτος για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μία προσωπικότητα ήπια, που έχει αποδοχή από όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου και θα έχαιρε αποδοχής ακόμη και από εκείνους που δεν θα τον ψήφιζαν για λόγους κομματικών συσχετισμών. Η νομική του επάρκεια και το διεθνές κύρος του αποτελούν ταυτόχρονα εχέγγυα για μια πολύ θετική θητεία στον ανώτατο πολιτειακό θεσμό.
Παρά ταύτα, τον κύριο λόγο στην επιλογή από την πλευρά της πλειοψηφίας θα έχει ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, η άποψη του οποίου για το ποια θα πρέπει να είναι τα κριτήρια για την επιλογή του προσώπου που θα αναλάβει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως σημειώνουν πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος που γνωρίζουν ακριβώς τον τρόπο που σκέπτεται, παραπέμπουν στην ίδια δήλωση τον Φεβρουάριο του 2015, με την οποία εξέθετε τους λόγους που δεν υπερψήφιζε τον κ. Παυλόπουλο.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμιζε επίσης: «Πίστευα πάντα ότι στη δεδομένη χρονική συγκυρία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα ήταν καλύτερο να μην είναι πολιτικό πρόσωπο. Φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επιλέξει μια σπουδαία Ελληνίδα ή έναν σπουδαίο Ελληνα από την κοινωνία των πολιτών για να σηματοδοτήσει πράγματι την ελπίδα ότι κάτι καινούργιο γεννιέται στην πατρίδα μας».
Πληροφορίες των «Π» από το Μαξίμου διαβεβαιώνουν ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει διαφοροποιηθεί ως προς τα κριτήρια που προκρίνει για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας από το 2015. Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, θεωρείται ασφαλής η πληροφορία ότι έχει ήδη βολιδοσκοπηθεί γυναίκα πανεπιστημιακός, με διεθνή διαδρομή εκτός Ελλάδας και διακριτό διεθνές κύρος και ακτινοβολία.
Οι πιθανότητες, δηλαδή, να προκριθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία προσωπικότητα εκτός πολιτικής για την Ηρώδου του Αττικού, που θα συγκεντρώσει την ευρύτερη συναίνεση εντός και εκτός Κοινοβουλίου, είναι κυρίαρχες.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 21/9/2019