Τροπολογία από ΚΙΝΑΛ για την απαγόρευση των καταχρηστικών χρεώσεων των τραπεζών
Τροπολογία για την απαγόρευσης «των καταχρηστικών χρεώσεων των τραπεζών» κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος Αλλαγής.
Όπως αναφέρει στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, «τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται η τάση των τραπεζικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά να επιβάλλουν χρεώσεις σε οποιαδήποτε συναλλακτική εργασία ή επαφή που πραγματοποιείται στα ΑΤΜ». Οι χρεώσεις αυτές, όπως σημειώνει το Κίνημα Αλλαγής υφίστανται «παρά το γεγονός ότι ανάλογες πρακτικές είχαν κριθεί καταχρηστικές από τη Δικαιοσύνη στο παρελθόν και είχαν μάλιστα απαγορευθεί με την έκδοση σχετικών υπουργικών αποφάσεων (βλ. σχετ. αριθ. Ζ1-21/17.01.2011 Απόφαση Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ΦΕΚ Β΄ 21)».
«Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι τράπεζες κοστολογούν (με πίστωση των καταναλωτών) υποχρεώσεις που έχουν ήδη αναλάβει απέναντι στους καταναλωτές στο πλαίσιο της βασικής σύμβασης που του συνδέει με αυτούς, για την εκπλήρωση των οποίων δε δικαιολογείται οποιαδήποτε αξίωση για αμοιβή ή έξοδα. Οι δε χρεώσεις, άλλωστε, διαμορφώνονται σε τέτοιο ύψος που είναι σαφές ότι δεν σχετίζονται με την κάλυψη οποιουδήποτε λειτουργικού κόστους, αλλά αποβλέπουν απλά και μόνο στην εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής αδυναμίας των καταναλωτών και στην επιβάρυνσή τους. Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις που οι χρεώσεις αφορούν σε διατραπεζικές συναλλαγές και θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, αυτές διαμορφώνονται σε αδικαιολόγητα υψηλό επίπεδο σε σχέση με αυτές των άλλων χωρών, καταστρατηγώντας την έννοια και τις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 2015/751, εγείροντας σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με την τήρηση των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού» αναφέρει το κόμμα.
Επομένως, όπως τονίζει, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που να αποτρέπουν την εκδήλωση συμπεριφορών εκμετάλλευσης και εγγυώνται την αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών.
Με την τροπολογία του ΚΙΝΑΛ «προτείνεται η απαγόρευση χρεώσεων των οποίων η καταχρηστικότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της νομιμότητας και η προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών». Η περιπτωσιολογία της διάταξης περιλαμβάνει την επιβολή εξόδων για πράξεις ανάληψης/κατάθεσης μετρητών ή για την ενημέρωση σχετικά με τον λογαριασμό, τις χρεώσεις σε περίπτωση επανέκδοσης της κάρτας ή του ΡΙΝ, στο πλαίσιο ιδίως που η εν λόγω ανάγκη προκύπτει χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών και όχι από κακοπιστία ή βαριά αμέλεια, την είσπραξη προμήθειας στις πιστώσεις των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, που δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις επιτρεπόμενων χρεώσεων για ειδικές υπηρεσίες, σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο ΤτΕ (ΠΔ/ΤτΕ 1969/1991 & 2501/2002).
Με την τροπολογία προτείνεται ακόμη η επιβολή υποχρέωσης της τράπεζας, χάριν της διαφάνειας, να δηλώνει την αιτία της χρέωσης, δηλαδή αν αυτή αφορά αμοιβή της για παροχή υπηρεσίας ή την κάλυψη λειτουργικής της δαπάνης. Σύμφωνα με το ΚΙΝΑΛ, «η εν λόγω διάταξη προάγει τον ανταγωνισμό στις τραπεζικές υπηρεσίες και συνεισφέρει καίρια στην πρόληψη και καταστολή αδιαφανών και αυθαίρετων χρεώσεων, καθώς διευκολύνει, με τη δήλωση της αιτίας, τον έλεγχο της διαφάνειας και της καταχρηστικότητάς τους».
Περαιτέρω, προβλέπεται η επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 13 παρ. α του Ν. 2251/1994 για τους παραβάτες των προηγούμενων απαγορεύσεων, αλλά και η υποχρέωση διεκπεραίωσης και αξιολόγησης των σχετικών καταγγελιών σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
Όπως αναφέρει στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία, «τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται η τάση των τραπεζικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά να επιβάλλουν χρεώσεις σε οποιαδήποτε συναλλακτική εργασία ή επαφή που πραγματοποιείται στα ΑΤΜ». Οι χρεώσεις αυτές, όπως σημειώνει το Κίνημα Αλλαγής υφίστανται «παρά το γεγονός ότι ανάλογες πρακτικές είχαν κριθεί καταχρηστικές από τη Δικαιοσύνη στο παρελθόν και είχαν μάλιστα απαγορευθεί με την έκδοση σχετικών υπουργικών αποφάσεων (βλ. σχετ. αριθ. Ζ1-21/17.01.2011 Απόφαση Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ΦΕΚ Β΄ 21)».
«Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι τράπεζες κοστολογούν (με πίστωση των καταναλωτών) υποχρεώσεις που έχουν ήδη αναλάβει απέναντι στους καταναλωτές στο πλαίσιο της βασικής σύμβασης που του συνδέει με αυτούς, για την εκπλήρωση των οποίων δε δικαιολογείται οποιαδήποτε αξίωση για αμοιβή ή έξοδα. Οι δε χρεώσεις, άλλωστε, διαμορφώνονται σε τέτοιο ύψος που είναι σαφές ότι δεν σχετίζονται με την κάλυψη οποιουδήποτε λειτουργικού κόστους, αλλά αποβλέπουν απλά και μόνο στην εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής αδυναμίας των καταναλωτών και στην επιβάρυνσή τους. Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις που οι χρεώσεις αφορούν σε διατραπεζικές συναλλαγές και θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, αυτές διαμορφώνονται σε αδικαιολόγητα υψηλό επίπεδο σε σχέση με αυτές των άλλων χωρών, καταστρατηγώντας την έννοια και τις διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 2015/751, εγείροντας σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με την τήρηση των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού» αναφέρει το κόμμα.
Επομένως, όπως τονίζει, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που να αποτρέπουν την εκδήλωση συμπεριφορών εκμετάλλευσης και εγγυώνται την αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών.
Με την τροπολογία του ΚΙΝΑΛ «προτείνεται η απαγόρευση χρεώσεων των οποίων η καταχρηστικότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της νομιμότητας και η προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών». Η περιπτωσιολογία της διάταξης περιλαμβάνει την επιβολή εξόδων για πράξεις ανάληψης/κατάθεσης μετρητών ή για την ενημέρωση σχετικά με τον λογαριασμό, τις χρεώσεις σε περίπτωση επανέκδοσης της κάρτας ή του ΡΙΝ, στο πλαίσιο ιδίως που η εν λόγω ανάγκη προκύπτει χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών και όχι από κακοπιστία ή βαριά αμέλεια, την είσπραξη προμήθειας στις πιστώσεις των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, που δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις επιτρεπόμενων χρεώσεων για ειδικές υπηρεσίες, σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο ΤτΕ (ΠΔ/ΤτΕ 1969/1991 & 2501/2002).
Με την τροπολογία προτείνεται ακόμη η επιβολή υποχρέωσης της τράπεζας, χάριν της διαφάνειας, να δηλώνει την αιτία της χρέωσης, δηλαδή αν αυτή αφορά αμοιβή της για παροχή υπηρεσίας ή την κάλυψη λειτουργικής της δαπάνης. Σύμφωνα με το ΚΙΝΑΛ, «η εν λόγω διάταξη προάγει τον ανταγωνισμό στις τραπεζικές υπηρεσίες και συνεισφέρει καίρια στην πρόληψη και καταστολή αδιαφανών και αυθαίρετων χρεώσεων, καθώς διευκολύνει, με τη δήλωση της αιτίας, τον έλεγχο της διαφάνειας και της καταχρηστικότητάς τους».
Περαιτέρω, προβλέπεται η επιβολή των κυρώσεων του άρθρου 13 παρ. α του Ν. 2251/1994 για τους παραβάτες των προηγούμενων απαγορεύσεων, αλλά και η υποχρέωση διεκπεραίωσης και αξιολόγησης των σχετικών καταγγελιών σε ορισμένο χρονικό διάστημα.