Παραμένει στις φυλακές ο Γιάννος Παπαντωνίου
Προφυλακιστέος θα παραμείνει για ακόμα έξι μήνες ο πρώην υπουργός Άμυνας και κατηγορούμενος για ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος, Γιάννος Παπαντωνίου. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάσισε την παράτηαση της προσωρινής του κράτησης για διάστημα ακόμα έξι μηνών ενώ παράλληλα, απέρριψε ατο αίτημα αποφυλάκισης που είχε υποβάλει ο πρώην υπουργός.
Η απόφαση αυτή έρχεται ένα χρόνο μετά την απόφαση των ανακριτών διαφθοράς να κριθούν προφυλακιστέοι ο πρώην υπουργός και η σύζυγος του, Σταυρούλα Κουράκη (σσ αποφυλακίστηκε τον περασμένο Μάρτιο) για τη κατηγορία του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος ύψους 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, που -κατά το κατηγορητήριο- ήταν μίζα από συμβάσεις εξοπλισμών και συγκεκριμένα τη σύμβαση εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών το 2003.
Ο πρώην υπουργός ερωτώμενος από τις ανακριτικές αρχές για τα εμβάσματα τουλάχιστον σε επτά λογαριασμούς και 35 υπολογαριασμούς ελβετικών και κυπριακών τραπεζών, υποστήριξε πως «μετά από 15 χρόνια ερευνών δεν έχει προκύψει σε βάρος μου καμία απολύτως ένδειξη παράνομης λειτουργίας, ούτε έμβασμα, ούτε τραπεζική ροή, ούτε μαρτυρία παράνομης συναλλαγής. Οι ελβετικοί λογαριασμοί τους οποίους έθεσα αμέσως και οικειοθελώς στη διάθεση των δικαστικών αρχών αποδείχθηκε μέτα από ενδελεχή έρευνα πως είναι πεντακάθαροι. Είχαν εξάλλου ανοίξει πριν απο 35 χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ζούσα και εργαζόμουν στο εξωτερικό.».
Ο Γιάννος Παπαντωνίου γνωστοποίησε με δήλωσή του τη συνέχιση της προφυλάκισης, επισημαίνοντας:
«Στις 18/10/2019, ανακοινώθηκε απορριπτική απόφαση των δικαστικών αρχών, για τρίτη συνεχή φορά, στο αίτημα για τον τερματισμό της αυθαίρετης προφυλάκισης μου. Οι λόγοι που είχαν προβληθεί στις δύο προηγούμενες αποφάσεις είχαν καταρρεύσει. Τα επιχειρήματα για δήθεν δημιουργία υποδομών διαφυγής στο εξωτερικό καθώς και για δήθεν άρνηση διαβίβασης τραπεζικών στοιχείων στις ελληνικές αρχές είχαν πλήρως αποδομηθεί. Στο κείμενο της τελευταίας απόφασης εγκαταλείφθηκε ο ισχυρισμός ότι δήθεν είμαι 'ύποπτος φυγής'.
Η πιθανότητα τέλεσης νέων αδικημάτων είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποστηριχτεί εφόσον δεν κατέχω σήμερα δημόσιο αξίωμα. Για να ξεπεράσει αυτό το αδιέξοδο, η νέα απορριπτική απόφαση κατέφυγε σε ένα ψέμα: Παραποίησε ένορκη κατάθεσή μου καταγεγραμμένη στην απολογία μου κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας (σελ. 962).
Στην απολογία μου αναφέρονται τα εξής:
'Ερώτηση: Εκτός από τους λογαριασμούς που είναι ήδη γνωστοί στην ανάκριση, διαθέτετε οπουδήποτε στον κόσμο οποιοδήποτε τραπεζικό λογαριασμό ή οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό προϊόν;
Απάντηση: Εγώ, κατηγορητικά όχι, ούτε η σύζυγός μου.'
Στο κείμενο της απορριπτικής απόφασης (σελ. 38 της εισαγγελικής πρότασης) η ένορκη αυτή κατάθεση παραποιήθηκε ως εξής:
'(Δεν) μπορεί να κριθεί πειστική η θέση του (κατηγορουμένου) ότι δεν γνωρίζει ή δεν θυμάται άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς του'.
Το κατηγορηματικό 'όχι' μεταφράστηκε σε 'δεν γνωρίζω, δεν θυμάμαι'!
Η απόφαση κατέληξε στο ότι ο τερματισμός της προφυλάκισης επιτρέπει 'τη συνέχιση του (τελεσθέντος) αδικήματος μέσω μη εισέτι γνωστών λογαριασμών που ήδη διαθέτει'.
Με την παραποίηση της ένορκης κατάθεσης κατασκευάστηκε ο μύθος της δήθεν ύπαρξης άλλων 'μη εισέτι γνωστών λογαριασμών' για να 'δικαιολογηθεί' η συνέχιση της προφυλάκισης.»
Η απόφαση αυτή έρχεται ένα χρόνο μετά την απόφαση των ανακριτών διαφθοράς να κριθούν προφυλακιστέοι ο πρώην υπουργός και η σύζυγος του, Σταυρούλα Κουράκη (σσ αποφυλακίστηκε τον περασμένο Μάρτιο) για τη κατηγορία του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος ύψους 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, που -κατά το κατηγορητήριο- ήταν μίζα από συμβάσεις εξοπλισμών και συγκεκριμένα τη σύμβαση εκσυγχρονισμού έξι φρεγατών το 2003.
Ο πρώην υπουργός ερωτώμενος από τις ανακριτικές αρχές για τα εμβάσματα τουλάχιστον σε επτά λογαριασμούς και 35 υπολογαριασμούς ελβετικών και κυπριακών τραπεζών, υποστήριξε πως «μετά από 15 χρόνια ερευνών δεν έχει προκύψει σε βάρος μου καμία απολύτως ένδειξη παράνομης λειτουργίας, ούτε έμβασμα, ούτε τραπεζική ροή, ούτε μαρτυρία παράνομης συναλλαγής. Οι ελβετικοί λογαριασμοί τους οποίους έθεσα αμέσως και οικειοθελώς στη διάθεση των δικαστικών αρχών αποδείχθηκε μέτα από ενδελεχή έρευνα πως είναι πεντακάθαροι. Είχαν εξάλλου ανοίξει πριν απο 35 χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ζούσα και εργαζόμουν στο εξωτερικό.».
Ο Γιάννος Παπαντωνίου γνωστοποίησε με δήλωσή του τη συνέχιση της προφυλάκισης, επισημαίνοντας:
«Στις 18/10/2019, ανακοινώθηκε απορριπτική απόφαση των δικαστικών αρχών, για τρίτη συνεχή φορά, στο αίτημα για τον τερματισμό της αυθαίρετης προφυλάκισης μου. Οι λόγοι που είχαν προβληθεί στις δύο προηγούμενες αποφάσεις είχαν καταρρεύσει. Τα επιχειρήματα για δήθεν δημιουργία υποδομών διαφυγής στο εξωτερικό καθώς και για δήθεν άρνηση διαβίβασης τραπεζικών στοιχείων στις ελληνικές αρχές είχαν πλήρως αποδομηθεί. Στο κείμενο της τελευταίας απόφασης εγκαταλείφθηκε ο ισχυρισμός ότι δήθεν είμαι 'ύποπτος φυγής'.
Η πιθανότητα τέλεσης νέων αδικημάτων είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποστηριχτεί εφόσον δεν κατέχω σήμερα δημόσιο αξίωμα. Για να ξεπεράσει αυτό το αδιέξοδο, η νέα απορριπτική απόφαση κατέφυγε σε ένα ψέμα: Παραποίησε ένορκη κατάθεσή μου καταγεγραμμένη στην απολογία μου κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας (σελ. 962).
Στην απολογία μου αναφέρονται τα εξής:
'Ερώτηση: Εκτός από τους λογαριασμούς που είναι ήδη γνωστοί στην ανάκριση, διαθέτετε οπουδήποτε στον κόσμο οποιοδήποτε τραπεζικό λογαριασμό ή οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό προϊόν;
Απάντηση: Εγώ, κατηγορητικά όχι, ούτε η σύζυγός μου.'
Στο κείμενο της απορριπτικής απόφασης (σελ. 38 της εισαγγελικής πρότασης) η ένορκη αυτή κατάθεση παραποιήθηκε ως εξής:
'(Δεν) μπορεί να κριθεί πειστική η θέση του (κατηγορουμένου) ότι δεν γνωρίζει ή δεν θυμάται άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς του'.
Το κατηγορηματικό 'όχι' μεταφράστηκε σε 'δεν γνωρίζω, δεν θυμάμαι'!
Η απόφαση κατέληξε στο ότι ο τερματισμός της προφυλάκισης επιτρέπει 'τη συνέχιση του (τελεσθέντος) αδικήματος μέσω μη εισέτι γνωστών λογαριασμών που ήδη διαθέτει'.
Με την παραποίηση της ένορκης κατάθεσης κατασκευάστηκε ο μύθος της δήθεν ύπαρξης άλλων 'μη εισέτι γνωστών λογαριασμών' για να 'δικαιολογηθεί' η συνέχιση της προφυλάκισης.»