Mετά το ταξίδι του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και έως τα µέσα Ιανουαρίου θα έχει ανακοινώσει ο πρωθυπουργός τις οριστικές αποφάσεις του για την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας, καθώς θεωρεί πως η εκκρεµότητα αυτή θα πρέπει να κλείσει το συντοµότερο δυνατόν, προκειµένου η κυβέρνηση να αφοσιωθεί στις µεγάλες προκλήσεις των επόµενων µηνών.

Όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, σε αντίθεση µε την περιρρέουσα ατµόσφαιρα των τελευταίων ηµερών, που καλλιεργείται ακόµα και από προβεβληµένα κυβερνητικά στελέχη, το επικρατέστερο σενάριο που επεξεργάζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτήν τη στιγµή είναι η επιλογή ενός µη πολιτικού προσώπου που θα τυγχάνει ευρείας αποδοχής από το Κοινοβούλιο, ενώ ταυτόχρονα επιµένει στο στοίχηµα της ανάδειξης της πρώτης Ελληνίδας, η οποία θα ανέλθει στο κορυφαίο πολιτειακό αξίωµα της χώρας.

«Ο Μητσοτάκης ουδέποτε µετακινήθηκε από αυτούς τους δύο βασικούς άξονες, ανεξαρτήτως αν στην πορεία προέκυψαν ή θα προκύψουν δεδοµένα που θα µπορούσαν να τον οδηγήσουν σε µια διαφορετική λύση», επισηµαίνουν οι µετρηµένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού συνεργάτες του Κυρ. Μητσοτάκη, που γνωρίζουν τις κεντρικές παραµέτρους των... σκέψεων του βουνού.

«Ο Πρόεδρος δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία, αλλά έχει σηµασία να διαθέτει ως πρόσωπο ισχυρούς συµβολισµούς και παράλληλα να µπορεί να εκφράσει ουσιαστικά εντός κι εκτός συνόρων την ενότητα των Ελλήνων πολιτών σε αυτή την κρίσιµη συγκυρία και απέναντι στους µεγάλους εθνικούς στόχους», επισηµαίνουν οι ίδιοι.

Ένα στοιχείο που αναµένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις και προστέθηκε εσχάτως στη σχετική εξίσωση είναι η προσέγγιση η οποία φαίνεται να υπάρχει το τελευταίο διάστηµα µεταξύ του Μεγάρου Μαξίµου και της Χαριλάου Τρικούπη, µε φόντο την κατάθεση του νέου εκλογικού νόµου που έχει προαναγγελθεί από το κυβερνητικό στρατόπεδο.

Πρόκειται για µια άκρως αναµενόµενη εξέλιξη σε πολιτικό επίπεδο, αφού, ως γνωστόν, Ν.∆. και Κίνηµα Αλλαγής είναι τα δύο κοινοβουλευτικά κόµµατα που έχουν εκφράσει τις πιο ηχηρές ενστάσεις για την απλή αναλογική που καθιέρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σύµφωνα µε απόλυτα αξιόπιστες κυβερνητικές πηγές, θα µπορούσε να βρεθεί κοινός τόπος προκειµένου να υιοθετηθεί ένα εκλογικό σύστηµα το οποίο, αφενός, θα απαντά στην ανάγκη σχηµατισµού ισχυρών κυβερνήσεων και θα ευνοεί υπό συνθήκες την επίτευξη της αυτοδυναµίας και, αφετέρου, θα εξασφαλίζει µεγαλύτερη αναλογικότητα σε ό,τι αφορά την κατανοµή των εδρών, όπως επιθυµεί η Φώφη Γεννηµατά (αναλυτικό ρεπορτάζ στη στήλη Πολιτικός Καφές του «Secret»).

Ως εκ τούτου, οι κοινοί κώδικες που πιθανόν να βρεθούν στο συγκεκριµένο µέτωπο δεν αποκλείεται να έχουν θετικό αντίκτυπο και σε ό,τι αφορά την αποδοχή από το ΚΙΝ.ΑΛ. της πρότασης Μητσοτάκη για τη διαδοχή του Προκόπη Παυλόπουλου, πολλώ δε µάλλον αν επικρατήσει οριστικά το πλάνο για µια προσωπικότητα πέραν των στενών κοµµατικών ή γενικότερα πολιτικών ορίων, και µάλιστα θηλυκού γένους, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ανακλαστικά της επικεφαλής του τρίτου τη τάξει κοινοβουλευτικού σχηµατισµού.

ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ... ΔΗΜΑΣ

Σε ό,τι αφορά τον Προκόπη Παυλόπουλο, παρά τις θετικές τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών για τη θητεία του και την προοπτική παραµονής του στην Ηρώδου Αττικού για ακόµα µία πενταετία, τις πιέσεις που ασκεί ένα επιχειρηµατικό κέντρο µε παραδοσιακά σηµαντική επιρροή στα πολιτικά πράγµατα της χώρας, αλλά και τις αντίστοιχες εισηγήσεις που δέχεται κατά την εορταστική περίοδο από συνοµιλητές του, φαίνεται τελικά πως ο πρωθυπουργός προσανατολίζεται να µη δώσει ούτε και σε αυτήν τη φάση ψήφο εµπιστοσύνης στον άλλοτε κορυφαίο υπουργό των κυβερνήσεων Καραµανλή.

∆εν είναι τυχαίο ότι στον «πρωινό καφέ» του Μεγάρου Μαξίµου που έλαβε χώρα δύο ηµέρες πριν από την είσοδο του 2020 και εν µέσω των απόψεων που ακούγονται ανοικτά περί ανάγκης -λόγω και της τουρκικής προκλητικότητας- να προτιµηθεί ένα πολιτικό πρόσωπο, και µάλιστα νεοδηµοκρατικών καταβολών (ενδεικτικό παράδειγµα η θέση που διατύπωσε ο Μάκης Βορίδης), ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να εµφανίστηκε πολύ πιο συγκαταβατικός µε το όνοµα του Σταύρου ∆ήµα, που έπεσε αίφνης και µε εντελώς διερευνητική διάθεση στο τραπέζι των συζητήσεων παρά του νυν Προέδρου.

Άλλωστε, όταν ερωτώνται κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες για το κατά πόσο είναι εφικτό να αναθεωρήσει ο πρωθυπουργός τις σκέψεις και τις προθέσεις του, έστω και σε δεύτερο χρόνο, σχετικά µε τον Προκόπη Παυλόπουλο, παραπέµπουν µε νόηµα στη δήλωσή του τον Φεβρουάριο του 2015, στην οποία εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να απέχει από την ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή Προέδρου.

«∆εν αντιστάθηκε στις “σειρήνες” του πελατειακού κράτους, χειρίστηκε µε ανεπάρκεια µια από τις µεγαλύτερες κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας µας, τον ∆εκέµβριο του 2008, δεν εκφράζει τη θέση της Ελλάδας στη ενωµένη Ευρώπη µε τον τρόπο που εγώ θα επιθυµούσα», είχε διαµηνύσει τότε σχετικά µε το πρόσωπο του Προκόπη Παυλόπουλου.

Επιπλέον, σε µια αναφορά που θα µπορούσε κάλλιστα να αποδειχθεί προφητική, αλλά και να αποτελέσει πυξίδα για την κατεύθυνση της τελικής προτίµησής του, είχε τονίσει, µεταξύ άλλων: «Πίστευα πάντα ότι στη δεδοµένη χρονική συγκυρία ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας θα ήταν καλύτερο να µην είναι πολιτικό πρόσωπο.

Φοβάµαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε µια µεγάλη ευκαιρία να επιλέξει µια σπουδαία Ελληνίδα ή έναν σπουδαίο Ελληνα από την κοινωνία των πολιτών για να σηµατοδοτήσει πράγµατι την ελπίδα ότι κάτι καινούργιο γεννιέται στην πατρίδα µας».

Την ίδια ώρα, δεν λείπουν κι εκείνοι που σπεύδουν να υπενθυµίσουν την κυβερνητική ιστορία της Κεντροδεξιάς, υπενθυµίζοντας πως, την πρώτη και την τελευταία φορά που πρωθυπουργός από τη Ν.∆. πρότεινε Πρόεδρο ∆ηµοκρατίας µε παραταξιακά χαρακτηριστικά, στα αντίστοιχα αξιώµατα βρίσκονταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κωνσταντίνος Καραµανλής.

Ωστόσο, επρόκειτο για µια µοναδική στα χρονικά περίπτωση, καθώς, εκτός της συνθήκης ότι επρόκειτο για δύο κορυφαίους πολιτικούς άνδρες αλλά και των ιδιαίτερων πολιτικών δεδοµένων εκείνης της εποχής, το γεγονός αυτό λειτούργησε και εν είδει ιστορικής αποκατάστασης του ιδρυτή του κυβερνώντος κόµµατος µετά τα γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του ’80, την αθέτηση της συµφωνίας για άνοδό του στην Προεδρία από την πλευρά του Ανδρέα Παπανδρέου.

ΜΕ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΙ ΣΑΜΑΡΑ

Ιδιαίτερη σηµειολογική σηµασία για την ανάδειξη της συνοχής της κυβερνώσας παράταξης έχει η πληροφορία που θέλει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει δροµολογήσει ήδη συναντήσεις µε τους Κώστα Καραµανλή και Αντώνη Σαµαρά, πριν από την ανακοίνωση του προσώπου που τελικώς θα προτείνει για την Προεδρία.

Πέραν των ενωτικών µηνυµάτων που θα εκπέµψει αυτή η πρωτοβουλία προς πάσα κατεύθυνση (που καθίστανται ακόµα πιο απαραίτητα αν, τελικώς, οριστικοποιηθεί η µη παραµονή στην Ηρώδου Αττικού του προερχόµενου από τη Ν.∆. Προκόπη Παυλόπουλου), είναι σαφές πως θα αποτελέσει και το οριστικό τέλος των σεναρίων περί δήθεν ενδιαφέροντος των δύο πρώην πρωθυπουργών για το ύπατο πολιτειακό αξίωµα.

«Αλλο τι έκαναν οι διάφοροι καλοθελητές εντός κι εκτός Ν.∆., είτε µε αγνά κίνητρα είτε για να δηµιουργήσουν µια ψεύτικη εικόνα εσωστρέφειας. Ούτε ο Καραµανλής ούτε ο Σαµαράς εξέφρασαν ποτέ δηµόσια ή σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους πρόθεση ή, έστω, επιθυµία να µπουν σε αυτήν τη διαδικασία.

Εξάλλου, ως ιδιαίτερα έµπειροι, γνωρίζουν εξ αρχής ότι, παρά τη δυνατότητα εκλογής Προέδρου µόνο µε 151 ψήφους, η χώρα αυτήν τη στιγµή χρειάζεται ένα πρόσωπο όχι µόνο υπερκοµµατικής διαδροµής, αλλά και τελείως άφθαρτο», σηµειώνουν οι γνωρίζοντες τις αναλύσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μαξίµου.