Στην Ολομέλεια ο εκλογικός νόμος: Πώς διαμορφώνεται το μπόνους για το πρώτο κόμμα
Κατάργηση της απλής αναλογικής και καθιέρωση κλιμακωτού μπόνους για το πρώτο κόμμα, εφόσον έχει υπερβεί το 25%, προβλέπει ο νέος εκλογικός νόμος ο οποίος εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, με τον αρχικό προγραμματισμό του νομοθετικού έργου, να έχει προσδιορίσει την ψήφισή του την Παρασκευή.
Με τον υπό συζήτηση νέο εκλογικό νόμο, εφόσον το πρώτο κόμμα, έχει λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε λαμβάνει μπόνους 20 έδρες, ενώ οι υπόλοιπες 280 έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των δικαιούμενων εδρών κομμάτων.
Από το 25% και μετά, για κάθε 0,5% το πρώτο κόμμα θα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών θα το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση συνασπισμού κομμάτων, εφόσον ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν είναι μεγαλύτερος από την δύναμη του αυτοτελούς κόμματος, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων.
Άμεση εφαρμογή μόνο με 200 ψήφους
Το σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη Βουλή, θα εφαρμοστεί στις επόμενες εκλογές (άρθρο 54 παρ.1Σ).
Η άμεση εφαρμογή νέου εκλογικού συστήματος απαιτεί πλειοψηφία 200 τουλάχιστον βουλευτών, κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή, δηλαδή, πλειοψηφία που δεν θα συγκεντρώσει ο νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με δεδομένες τις θέσεις που έχουν διατυπώσει τα κόμματα στη διαδικασία συζήτησης στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
«Πράξη πολιτικής αξιοπιστίας και εντιμότητας»
Η αντικατάσταση της απλής αναλογικής, από ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, ήταν κεντρική προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας, με το σκεπτικό ότι η απλή αναλογική είναι σύστημα που έχει συνδεθεί ιστορικά είτε με την ακυβερνησία είτε με παραλυτικές ισορροπίες για να μην καταρρεύσουν κυβερνητικά σχήματα.
Ο νέος εκλογικός νόμος ψηφίζεται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, σε «ουδέτερο χρόνο» και συνεπώς αποκλείει τον αιφνιδιασμό του νομοθετικού και εκλογικού σώματος. Στόχο έχει «να προλάβει επώδυνες για τη χώρα δυσλειτουργίες που αναπόφευκτα θα προκύψουν και που έχουν καταγραφεί ήδη στην πολιτική μας ιστορία, από την εφαρμογή αναλογικών εκλογικών συστημάτων», έχει επισημάνει η κυβέρνηση.
«Η κατάθεση του εκλογικού νόμου, σε αυτό το διάστημα και με αυτό περιεχόμενο, είναι μια πράξη πολιτικής αξιοπιστίας και εντιμότητας, απέναντι στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι στους πολιτικούς μας αντιπάλους, σε ό,τι αφορά και τον χρόνο κατάθεσης του νομοσχεδίου και το περιεχόμενο», έχει δηλώσει ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος και έχει επισημάνει: «Με αυτό το σχέδιο εκλογικού νόμου, ξεκαθαρίζουμε τους όρους του εκλογικού ανταγωνισμού, 3,5 χρόνια πριν από τη λήξη της 4ετίας της παρούσας κυβέρνησης. Είμαστε σε πολύ μεγάλη απόσταση από τις εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στο τέλος της 4ετίας, σε 3,5 χρόνια δηλαδή, γιατί κανένας απολύτως λόγος δεν υπάρχει για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η κατάθεση του εκλογικού νόμου, από τώρα, καθαρίζει το πολιτικό τοπίο και ξεκαθαρίζουν και οι όροι του εκλογικού ανταγωνισμού».
Από τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, υπέρ του νέου εκλογικού συστήματος έχει ταχθεί μόνο η Ελληνική Λύση.
Το 2004 το πρώτο μπόνους από το ΠΑΣΟΚ
Το εκλογικό σύστημα της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος (μπόνους) θεσπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον ν. 3231/2004 (σ.σ. νόμος Σκανδαλίδη) με την ενίσχυση στο πρώτο κόμμα να ορίζεται στις 40 έδρες, χωρίς πρόβλεψη ελάχιστου εκλογικού ποσοστού (κατώφλι) για την ενεργοποίησή του και χωρίς διάκριση μεταξύ αυτοτελούς κόμματος και συνασπισμού κομμάτων.
Με τον ν. 3636/2008 (σ.σ. νόμος Παυλόπουλου)αυξήθηκε η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος σε 50 έδρες, και πάλι ανεξαρτήτως εκλογικού ποσοστού, με τη διαφοροποίηση, όμως, ότι για τη χορήγηση επιπλέον εδρών σε συνασπισμό κομμάτων ο νόμος απαιτούσε να είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων, ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν. Με το ν. 4406/2016 καταργήθηκε η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος και θεσπίστηκε αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών κομμάτων, με διατήρηση του ορίου εισόδου στο 3%.
Στην ελληνική εκλογική νομοθεσία, ιδίως από το 1951 και εφεξής, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, με εξαίρεση εκείνες των ετών 1989-1990, εφαρμόστηκαν συστήματα κινούμενα στο πλαίσιο της ενισχυμένης αναλογικής, σε διάφορες παραλλαγές της, προς τον σκοπό της επιδίωξης σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων.
Με τον υπό συζήτηση νέο εκλογικό νόμο, εφόσον το πρώτο κόμμα, έχει λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε λαμβάνει μπόνους 20 έδρες, ενώ οι υπόλοιπες 280 έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των δικαιούμενων εδρών κομμάτων.
Από το 25% και μετά, για κάθε 0,5% το πρώτο κόμμα θα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών θα το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση συνασπισμού κομμάτων, εφόσον ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν είναι μεγαλύτερος από την δύναμη του αυτοτελούς κόμματος, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων.
Άμεση εφαρμογή μόνο με 200 ψήφους
Το σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη Βουλή, θα εφαρμοστεί στις επόμενες εκλογές (άρθρο 54 παρ.1Σ).
Η άμεση εφαρμογή νέου εκλογικού συστήματος απαιτεί πλειοψηφία 200 τουλάχιστον βουλευτών, κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου στη Βουλή, δηλαδή, πλειοψηφία που δεν θα συγκεντρώσει ο νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με δεδομένες τις θέσεις που έχουν διατυπώσει τα κόμματα στη διαδικασία συζήτησης στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
«Πράξη πολιτικής αξιοπιστίας και εντιμότητας»
Η αντικατάσταση της απλής αναλογικής, από ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, ήταν κεντρική προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας, με το σκεπτικό ότι η απλή αναλογική είναι σύστημα που έχει συνδεθεί ιστορικά είτε με την ακυβερνησία είτε με παραλυτικές ισορροπίες για να μην καταρρεύσουν κυβερνητικά σχήματα.
Ο νέος εκλογικός νόμος ψηφίζεται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, σε «ουδέτερο χρόνο» και συνεπώς αποκλείει τον αιφνιδιασμό του νομοθετικού και εκλογικού σώματος. Στόχο έχει «να προλάβει επώδυνες για τη χώρα δυσλειτουργίες που αναπόφευκτα θα προκύψουν και που έχουν καταγραφεί ήδη στην πολιτική μας ιστορία, από την εφαρμογή αναλογικών εκλογικών συστημάτων», έχει επισημάνει η κυβέρνηση.
«Η κατάθεση του εκλογικού νόμου, σε αυτό το διάστημα και με αυτό περιεχόμενο, είναι μια πράξη πολιτικής αξιοπιστίας και εντιμότητας, απέναντι στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι στους πολιτικούς μας αντιπάλους, σε ό,τι αφορά και τον χρόνο κατάθεσης του νομοσχεδίου και το περιεχόμενο», έχει δηλώσει ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος και έχει επισημάνει: «Με αυτό το σχέδιο εκλογικού νόμου, ξεκαθαρίζουμε τους όρους του εκλογικού ανταγωνισμού, 3,5 χρόνια πριν από τη λήξη της 4ετίας της παρούσας κυβέρνησης. Είμαστε σε πολύ μεγάλη απόσταση από τις εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στο τέλος της 4ετίας, σε 3,5 χρόνια δηλαδή, γιατί κανένας απολύτως λόγος δεν υπάρχει για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η κατάθεση του εκλογικού νόμου, από τώρα, καθαρίζει το πολιτικό τοπίο και ξεκαθαρίζουν και οι όροι του εκλογικού ανταγωνισμού».
Από τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, υπέρ του νέου εκλογικού συστήματος έχει ταχθεί μόνο η Ελληνική Λύση.
Το 2004 το πρώτο μπόνους από το ΠΑΣΟΚ
Το εκλογικό σύστημα της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος (μπόνους) θεσπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον ν. 3231/2004 (σ.σ. νόμος Σκανδαλίδη) με την ενίσχυση στο πρώτο κόμμα να ορίζεται στις 40 έδρες, χωρίς πρόβλεψη ελάχιστου εκλογικού ποσοστού (κατώφλι) για την ενεργοποίησή του και χωρίς διάκριση μεταξύ αυτοτελούς κόμματος και συνασπισμού κομμάτων.
Με τον ν. 3636/2008 (σ.σ. νόμος Παυλόπουλου)αυξήθηκε η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος σε 50 έδρες, και πάλι ανεξαρτήτως εκλογικού ποσοστού, με τη διαφοροποίηση, όμως, ότι για τη χορήγηση επιπλέον εδρών σε συνασπισμό κομμάτων ο νόμος απαιτούσε να είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων, ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που τον απαρτίζουν. Με το ν. 4406/2016 καταργήθηκε η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος και θεσπίστηκε αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών κομμάτων, με διατήρηση του ορίου εισόδου στο 3%.
Στην ελληνική εκλογική νομοθεσία, ιδίως από το 1951 και εφεξής, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, με εξαίρεση εκείνες των ετών 1989-1990, εφαρμόστηκαν συστήματα κινούμενα στο πλαίσιο της ενισχυμένης αναλογικής, σε διάφορες παραλλαγές της, προς τον σκοπό της επιδίωξης σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων.