Πολιτική κατευνασμού απο την κυβέρνηση για το μεταναστευτικό
Πολιτική κατευνασμού φαίνεται να ακολουθεί η κυβέρνηση έναντι των έντονων αντιδράσεων και διαμαρτυριών για το Μεταναστευτικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεγάλη συγκέντρωση της Τετάρτης στη Λέσβο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, χαρακτήρισε δικαιολογημένη την αγανάκτηση των κατοίκων στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, που σηκώνουν το μεγαλύτερο «βάρος» του προσφυγικού ζητήματος. Όπως υπογράμμισε ο κ. Μηταράκης, «σήμερα οι νησιώτες σηκώνουν δυσανάλογο βάρος και είναι απαραίτητη η αλληλεγγύη σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο», με κύκλους του υπουργείου να τονίζουν εμφατικά ότι βασικό μέλημα του υπουργείου αποτελεί η αποσυμφόρηση των νησιών, με τη μεταφορά στην ενδοχώρα όσων έχουν λάβει διεθνή προστασία και όσων είναι ευάλωτοι. Την Τετάρτη (22/1), χιλιάδες Λέσβιοι διαμαρτυρήθηκαν στη Μυτιλήνη, με κεντρικά αιτήματα να αποσυμφορηθεί άμεσα το νησί, να μη δημιουργηθούν νέες δομές και να γίνει έλεγχος των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των θαλάσσιων συνόρων.
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ
Βασικό εργαλείο για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική κατά το ξεδίπλωμα του κουβαριού στο ζήτημα αυτό φαίνεται να αποτελεί η χαρτογράφηση των μεταναστών και των προσφύγων στη χώρα μας, με τη μελέτη που ολοκλήρωσε μέσα στο 2019 και δημοσίευσε προ ημερών ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης «διαΝΕΟσις» να δίνει σημαντικά στοιχεία προς την κατεύθυνση αυτή. Μεταξύ άλλων, σύμφωνα και με τα στοιχεία από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, 4,4% είναι το ποσοστό των μεταναστών (πολιτών χωρίς υπηκοότητα χώρας της Ε.Ε.) που ζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ περίπου 580.000 είναι οι νόμιμοι μετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα σήμερα, οι οποίοι ζουν κυρίως στα αστικά κέντρα. Από αυτούς 50.000-70.000 εκτιμάται ότι είναι ο αριθμός των μεταναστών που ήρθαν μετά το 2015 και έχουν μείνει εδώ (οι αιτήσεις ασύλου που εκκρεμούσαν έως και τα τέλη του 2018 έφταναν τις 67.000), ενώ περίπου 35.000 (περισσότεροι από τους μισούς) είναι οι γυναίκες και τα παιδιά στο σύνολο των νέων προσφύγων. Παράλληλα, σύμφωνα με τη UNICEF, 27.000 είναι ο αριθμός των παιδιών, ενώ, σύμφωνα με την καταγραφή της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες τον Σεπτέμβριο του 2019, ο ακριβής αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών στη χώρα μας ήταν 4.616.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι μετανάστες του μεταναστευτικού κύματος της δεκαετίας του ’90 φαίνεται να έχουν ενταχθεί επιτυχώς στην ελληνική κοινωνία και την αγορά εργασίας πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας. Ομως, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες των τελευταίων χρόνων απέχουν πάρα πολύ από αυτό το επιτυχημένο μοντέλο. Οι νέοι μετανάστες αντιμετωπίζουν τη χώρα μας ως έναν σταθμό προς κάποιον άλλον προορισμό. Η μεγάλη πλειονότητά τους δεν έχει καμία πρόθεση να παραμείνει στην Ελλάδα και να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία. Ενδεικτικό είναι ότι τo 58% των Αφγανών και το 65% των Σύρων δηλώνουν πως σκοπεύουν να πάνε σε άλλη χώρα.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Αξίζει να σημειωθεί πως, παρότι η χώρα μας διαθέτει από το 2013 εθνική στρατηγική για την ένταξη μεταναστών, καθώς και μεμονωμένες δομές (όπως τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών και οι Υπηρεσίες Μίας Στάσης) και έχει προχωρήσει σε ανανέωση του νόμου για την ιθαγένεια και του μεταναστευτικού νόμου, εντούτοις όλες αυτές οι κινήσεις δεν συνθέτουν μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική για τη χώρα μας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την προσφυγική κρίση, τεράστια ποσά έχουν διοχετευτεί στην ελληνική οικονομία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σημαντικό αυτό πρόβλημα. Αξίζει μόνο να σημειωθεί πως από το 2015 και μέχρι τα τέλη του 2018 είχαν διατεθεί στην Ελλάδα περίπου 1,69 δισ. ευρώ, χωρίς ωστόσο το τεράστιο αυτό χρηματικό ποσό να έχει λύσει το πρόβλημα. Στην αυγή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα το προσφυγικό πρόβλημα μοιάζει να είναι ένας δισεπίλυτος γρίφος και ταυτόχρονα μια «καυτή πατάτα» στα χέρια των εκάστοτε αρμόδιων - εμπλεκόμενων υπουργών.
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ
Βασικό εργαλείο για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική κατά το ξεδίπλωμα του κουβαριού στο ζήτημα αυτό φαίνεται να αποτελεί η χαρτογράφηση των μεταναστών και των προσφύγων στη χώρα μας, με τη μελέτη που ολοκλήρωσε μέσα στο 2019 και δημοσίευσε προ ημερών ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης «διαΝΕΟσις» να δίνει σημαντικά στοιχεία προς την κατεύθυνση αυτή. Μεταξύ άλλων, σύμφωνα και με τα στοιχεία από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, 4,4% είναι το ποσοστό των μεταναστών (πολιτών χωρίς υπηκοότητα χώρας της Ε.Ε.) που ζουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ περίπου 580.000 είναι οι νόμιμοι μετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα σήμερα, οι οποίοι ζουν κυρίως στα αστικά κέντρα. Από αυτούς 50.000-70.000 εκτιμάται ότι είναι ο αριθμός των μεταναστών που ήρθαν μετά το 2015 και έχουν μείνει εδώ (οι αιτήσεις ασύλου που εκκρεμούσαν έως και τα τέλη του 2018 έφταναν τις 67.000), ενώ περίπου 35.000 (περισσότεροι από τους μισούς) είναι οι γυναίκες και τα παιδιά στο σύνολο των νέων προσφύγων. Παράλληλα, σύμφωνα με τη UNICEF, 27.000 είναι ο αριθμός των παιδιών, ενώ, σύμφωνα με την καταγραφή της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες τον Σεπτέμβριο του 2019, ο ακριβής αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών στη χώρα μας ήταν 4.616.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι μετανάστες του μεταναστευτικού κύματος της δεκαετίας του ’90 φαίνεται να έχουν ενταχθεί επιτυχώς στην ελληνική κοινωνία και την αγορά εργασίας πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας. Ομως, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες των τελευταίων χρόνων απέχουν πάρα πολύ από αυτό το επιτυχημένο μοντέλο. Οι νέοι μετανάστες αντιμετωπίζουν τη χώρα μας ως έναν σταθμό προς κάποιον άλλον προορισμό. Η μεγάλη πλειονότητά τους δεν έχει καμία πρόθεση να παραμείνει στην Ελλάδα και να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία. Ενδεικτικό είναι ότι τo 58% των Αφγανών και το 65% των Σύρων δηλώνουν πως σκοπεύουν να πάνε σε άλλη χώρα.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Αξίζει να σημειωθεί πως, παρότι η χώρα μας διαθέτει από το 2013 εθνική στρατηγική για την ένταξη μεταναστών, καθώς και μεμονωμένες δομές (όπως τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών και οι Υπηρεσίες Μίας Στάσης) και έχει προχωρήσει σε ανανέωση του νόμου για την ιθαγένεια και του μεταναστευτικού νόμου, εντούτοις όλες αυτές οι κινήσεις δεν συνθέτουν μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική για τη χώρα μας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την προσφυγική κρίση, τεράστια ποσά έχουν διοχετευτεί στην ελληνική οικονομία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σημαντικό αυτό πρόβλημα. Αξίζει μόνο να σημειωθεί πως από το 2015 και μέχρι τα τέλη του 2018 είχαν διατεθεί στην Ελλάδα περίπου 1,69 δισ. ευρώ, χωρίς ωστόσο το τεράστιο αυτό χρηματικό ποσό να έχει λύσει το πρόβλημα. Στην αυγή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα το προσφυγικό πρόβλημα μοιάζει να είναι ένας δισεπίλυτος γρίφος και ταυτόχρονα μια «καυτή πατάτα» στα χέρια των εκάστοτε αρμόδιων - εμπλεκόμενων υπουργών.