Με συμμαχίες «κυκλώνει» η Αθήνα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ερντογάν
Ενισχύονται σημαντικά οι σχέσεις σε Ευρώπη και Ανατολική Μεσόγειο
Οι διπλωματικές δράσεις της Αθήνας πυκνώνουν. Η ελληνική κυβέρνηση έχει καταγράψει πλέον όλα τα δεδομένα των προβλημάτων, τα οποία εξαιτίας της Τουρκίας έχουν συγκεντρώσει στη Μεσόγειο διεθνείς «παίκτες» και συμφέροντα, που αγγίζουν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επειτα και από τις συνομιλίες του πρωθυπουργού, Κυρ. Μητσοτάκη, στο Παρίσι, και ενόψει των επισκέψεών του την ερχόμενη εβδομάδα στη Σ. Αραβία και τα Ην. Εμιράτα, ύστερα από τις θέσεις που διατύπωσε πρόσφατα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με επιβεβαίωση της πίστης των ΗΠΑ στο Διεθνές Δίκαιο σχετικά με την ελληνική και την κυπριακή ΑΟΖ, η Αθήνα γνωρίζει καλά σε ποια πεδία κινείται η διπλωματία της και ποιες «προκλήσεις» έχουν απέναντί τους οι Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας.
Γνωρίζει, επίσης, ότι η Αγκυρα θα κάνει ό,τι το δυνατόν για να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό όποιους «μοχλούς» μπορεί να διαθέσει. Για τον λόγο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να κινηθεί οργανωμένα στη διεθνή σκηνή, και ιδιαιτέρως στην ευρωπαϊκή, δίνοντας περαιτέρω δύναμη στο νομικό οπλοστάσιο της Ελλάδας, το οποίο έχει βάση τις υφιστάμενες διεθνείς συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Η Αθήνα θέλει να «ακυρώσει» στη διεθνή σκηνή την Τουρκία του Ερντογάν ως χώρα με υπόσταση συμβατή με την υφιστάμενη διεθνή έννομο τάξη.
Υπό το πρίσμα αυτό, η ελληνική κυβέρνηση δεν συζητά την περίπτωση της «Χάγης» όσο η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και, επιπλέον, διατηρεί «απειλή πολέμου» (casus belli) προς την Ελλάδα, για την περίπτωση που η χώρα μας θελήσει να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της για αύξηση των χωρικών υδάτων της κατά τα διεθνώς προβλεπόμενα. Στο πεδίο της Ε.Ε., το νομικό οπλοστάσιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη περιλαμβάνει και το ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000, στο οποίο όλα τα νησιά και οι νησίδες που θέλει να «γκριζάρει» η Τουρκία ορίζονται ως οικολογικά προστατευόμενα ευρωπαϊκά εδάφη. Στο πρόγραμμα αυτό (που από ετών υπερασπίζεται νομικά σε διεθνή fora και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος), καθορίζονται επακριβώς τα ευρωπαϊκά σύνορα και τα εδάφη εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ο πρωθυπουργός πατά σε μια ισχυρή βάση όταν αναφέρει στους Ευρωπαίους εταίρους ότι, όταν η Τουρκία απειλεί ελληνικά εδάφη, στην πραγματικότητα απειλεί ευρωπαϊκά εδάφη. Η διπλωματία της Αθήνας από την άλλη διαπίστωσε τις τελευταίες εβδομάδες ότι η Ε.Ε. είναι στρατηγικά απούσα από την Ανατολική Μεσόγειο και ότι η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να «δυσαρεστήσει» τον Ταγίπ Ερντογάν και να λάβει υπ’ όψιν της τα ελληνικά επιχειρήματα για την τουρκική «πειρατεία» στη Λιβύη.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν αρνείται, βεβαίως, ότι οι ΗΠΑ θέλουν να «συγκρατούν» τις πολεμικές διαθέσεις του Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα, αλλά τούτη την ώρα στη Μεσόγειο κινούνται μόνον ισχυρές μονάδες του Ναυτικού της Γαλλίας, η οποία ξεκάθαρα στην παρούσα φάση βρίσκεται «απέναντι» στον Ερντογάν. Η ελληνική κυβέρνηση κινείται σε ένα συμμαχικό πλέγμα, στο οποίο είναι απεχθής η ιδέα της στρατηγικής «εγκατάστασης» της Τουρκίας και της Ρωσίας στη Μεσόγειο, αποδοκιμάζεται η εκτός ορίων τουρκική επιθετικότητα προς Ελλάδα και Κύπρο και αντιμετωπίζεται με ερωτηματικά και επιμέρους επιφυλάξεις η υπόθεση της κατανομής ενεργειακών πόρων στις θαλάσσιες ζώνες μιας σειράς μεσογειακών χωρών.
Σε αυτό το ταραχώδες γεωπολιτικό περιβάλλον, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας έχουν τώρα ανά χείρας ορισμένα στοιχεία που θα προσδιορίσουν εξελίξεις με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας της χώρας. Πρώτον, η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λογίζεται ως σύμμαχος της Ελλάδας και έχει δυναμική πολιτική και στρατιωτική παρουσία στη Μεσόγειο είναι η Γαλλία. Δεύτερον, η Ουάσινγκτον, κινούμενη για λογαριασμό και της συνοχής του ΝΑΤΟ, δεν θέλει τη «ρήξη» με τον Ερντογάν, ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο πολεμικού «επεισοδίου» στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, και «γενικώς» στέκει θετικά απέναντι στην προοπτική ενός «διαλόγου» της Αθήνας με την Άγκυρα στη βάση μίας πάγιας πολιτικής των ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’70. Τρίτον, συμφέρει την Ελλάδα η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είναι αντίπαλοι της Τουρκίας και του Κατάρ, στηρίζουν στη Λιβύη τον Χάφταρ και ενισχύουν τις συμμαχίες της Αθήνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ευθυγραμμισμένες με τη στρατηγική των ΗΠΑ στην Αν. Μεσόγειο, παραμένουν σταθεροί σύμμαχοι της Ελλάδας. Στην ίδια πολιτική ευθεία με την Αθήνα, οι δύο χώρες ενισχύουν τον στρατάρχη Χάφταρ, δεδομένου ότι μόνον η οριστική στρατιωτική ήττα της Τρίπολης θα απομακρύνει από το σημείο αυτό της Μεσογείου τους τζιχαντιστές και τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» του Ερντογάν.
Τέλος, η συνεργασία Μόσχας - Άγκυρας εμφανίζει ρωγμές στα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης (και αυτό ενισχύει τη θέση των διπλωματών που «συνιστούν» στην κυβέρνηση την ταχεία «αποκατάσταση» σχέσεων με τη Ρωσία, που παραμένουν σε απολύτως αρνητικό έδαφος). Στην Αθήνα εκτιμάται ότι οι σχέσεις του ισλαμιστή Ερντογάν με τους τζιχαντιστές -που φτάνουν έως και στα Βαλκάνια- δεν θα δώσουν διάρκεια στις σχέσεις του με τη Ρωσία του Πούτιν.
Όπισθεν ολοταχώς συνιστούν πάλι οι «εκσυγχρονιστές» του Σημίτη
Η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σήμερα ενώπιον των μεγάλων προβλημάτων που δημιουργεί στη χώρα μας η τυχοδιωκτική πολιτική του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, και έχει ήδη οργανωθεί για να μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενη εξέλιξη προσεχώς. Οι έως τώρα επίσημες δηλώσεις και ανακοινώσεις στέλνουν καθαρά μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση. Και οι θέσεις του πρωθυπουργού στη διεθνή σκηνή δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Στα αθηναϊκά παρασκήνια, όμως, πολλά λέγονται «ανεπισήμως» και κάποια από αυτά παίρνουν τον δρόμο για «χρήσιμες» δημοσιεύσεις. Για μία «άλλη» γραμμή. Στην πολιτική σκηνή είναι ξεκάθαρο πλέον ότι κύκλοι «εκσυγχρονιστών», πιστών σε επιλογές της δεκαετίας ’90 στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, καθώς και ορισμένοι παραδοσιακοί «μετριοπαθείς» από τον «γαλάζιο» χώρο και από το διπλωματικό σώμα έχουν τις δικές τους απόψεις απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός κρατάει σε ύψιστο βαθμό ετοιμότητας τις Ενοπλες Δυνάμεις και ότι δεν σκοπεύει να μείνει αδρανής, σε λογική «Ιμίων», αν η Τουρκία θίξει με στρατιωτικά μέσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, έχει προκαλέσει ταραχή μεγάλη στους «σημιτικούς» «εκσυγχρονιστές». Η σύγκριση των δικών τους «πεπραγμένων» στα ελληνοτουρκικά ζητήματα με τις σημερινές κινήσεις της Αθήνας τούς τρομάζει. Και στην ταραχή τους προσπαθούν με δημοσιεύματα και παρασκηνιακούς «ψιθύρους» να πείσουν την κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη ότι θα πρέπει να κάνει τα σωστά, αυτά δηλαδή που οι ίδιοι δοκίμασαν και... απέτυχαν, θύματα της σύγ χυσης και της δειλίας τους, στη δεκαετία του ’90, στο αποκορύφωμα της παιδαριώδους πολιτικής του κατευνασμού της Τουρκίας. Επικαλούνται παρελθούσες... «επιδιώξεις» τους για επίλυση του ζητήματος των Ιμίων στη Χάγη, το 1996, κάτι που ουδέποτε προσδιορίστηκε. Μιλούν με θέρμη για τις «διερευνητικές» συνομιλίες με την Τουρκία περί χωρικών υδάτων, που επί τέσσερα χρόνια... δεν κατέληξαν σε κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Μιλούν για προσφυγή στη Χάγη και για έναν «διάλογο» με την Τουρκία, τον οποίον οι ίδιοι ουδέποτε αποτόλμησαν. Και συνιστούν στον κ. Κυρ. Μητσοτάκη να μπει σε «διάλογο» με τον Ερντογάν για να προσδιορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, προκειμένου να πάει στη Χάγη. Προφανώς, εκτιμώντας ότι η «Μαδρίτη» και το «Ελσίνκι» τους θα βοηθήσουν την Αθήνα...
Ενοχλεί βαθύτατα τους κύκλους αυτών των μονοδιάστατων «ευρωπαϊστών» της οκταετίας Κ. Σημίτη, που αποδέχθηκαν τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, το γεγονός ότι η κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη απέναντι στις πολεμικές απειλές του Ερντογάν δεν προσδέθηκε στο κυνικό Βερολίνο, δεν εμπιστεύθηκε τη γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. και κινείται δίνοντας βάρος στις στρατηγικές σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, την αντίπαλο της Μέρκελ Γαλλία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
ΤΟΝ «ΑΔΕΙΑΣΕ»
Τη νύχτα των Ιμίων, το 1996, ο Κ. Σημίτης και οι τότε υπουργοί Αμυνας και Εξωτερικών, ενώπιον του αποσβολωμένου διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, κ. Δημήτρη Καραϊτίδη, θεώρησαν «πολεμοχαρή» τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ναύαρχο Λυμπέρη, επειδή εκείνος ζητούσε επίμονα από την πολιτική ηγεσία στο Μέγαρο Μαξίμου να τον διαβεβαιώσει αν υπήρξε ή όχι προσβολή εδάφους της ελληνικής επικράτειας από την Τουρκία, προκειμένου να κινηθεί αναλόγως στρατιωτικά, ως ώφειλε «by the book». Ο τότε πρωθυπουργός, ανίκανος να διαχειριστεί το πρόβλημα των Ιμίων, προτίμησε να παρακάμψει την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, να «αδειάσει» τον αρχηγό και να απευθυνθεί μέσω του κ. Θ. Πάγκαλου στην Ουάσινγκτον για βοήθεια, προκειμένου να μη διαταραχθεί η σχεδιασμένη «γερμανική» πορεία του προς την ΟΝΕ εξαιτίας ενός «θερμού επεισοδίου» με την Τουρκία της φιλοδυτικής πρωθυπουργού, Τανσού Τσιλέρ. Οι «εκσυγχρονιστές», που σήμερα πιέζουν με διάφορους τρόπους την κυβέρνηση να μπει σε «διάλογο» με την Τουρκία κάτω από τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει ο Ερντογάν, δεν άλλαξαν ποτέ τα όσα πίστευαν το 1996 και τα επόμενα επτά χρόνια πα ραμονής των κυβερνήσεων Σημίτη.
Σήμερα, ο απροσδόκητα «απείθαρχος» προς το Βερολίνο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης και η πρόσφατη απρέπεια της πολιτικά άξεστης κυρίας Μέρκελ προς την Ελλάδα έχουν δυσκολέψει, βέβαια, τη θέση των δήθεν «ευρωπαϊστών», οι οποίοι αντιτίθενται στην «εξάρτηση», όπως γράφουν, της Ελλάδας από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, χωρίς να είναι και σε θέση να εξηγήσουν το πώς θα αισθανόταν πιο ασφαλής η Ελλάδα σήμερα «εξαρτώμενη» από τους Ευρωπαίους εταίρους της, τους οποίους καθοδηγεί η φίλη του Ερντογάν Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειές τους συνεχίζονται στα παρασκήνια, συνοδευόμενες και από έμμεσες απειλές για «ενδεχόμενες» οικονομικές «απαντήσεις» του Βερολίνου στην Ελλάδα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 1/2
Γνωρίζει, επίσης, ότι η Αγκυρα θα κάνει ό,τι το δυνατόν για να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την κυβέρνηση Κυρ. Μητσοτάκη, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό όποιους «μοχλούς» μπορεί να διαθέσει. Για τον λόγο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να κινηθεί οργανωμένα στη διεθνή σκηνή, και ιδιαιτέρως στην ευρωπαϊκή, δίνοντας περαιτέρω δύναμη στο νομικό οπλοστάσιο της Ελλάδας, το οποίο έχει βάση τις υφιστάμενες διεθνείς συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Η Αθήνα θέλει να «ακυρώσει» στη διεθνή σκηνή την Τουρκία του Ερντογάν ως χώρα με υπόσταση συμβατή με την υφιστάμενη διεθνή έννομο τάξη.
Υπό το πρίσμα αυτό, η ελληνική κυβέρνηση δεν συζητά την περίπτωση της «Χάγης» όσο η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και, επιπλέον, διατηρεί «απειλή πολέμου» (casus belli) προς την Ελλάδα, για την περίπτωση που η χώρα μας θελήσει να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της για αύξηση των χωρικών υδάτων της κατά τα διεθνώς προβλεπόμενα. Στο πεδίο της Ε.Ε., το νομικό οπλοστάσιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη περιλαμβάνει και το ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000, στο οποίο όλα τα νησιά και οι νησίδες που θέλει να «γκριζάρει» η Τουρκία ορίζονται ως οικολογικά προστατευόμενα ευρωπαϊκά εδάφη. Στο πρόγραμμα αυτό (που από ετών υπερασπίζεται νομικά σε διεθνή fora και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρ. Παυλόπουλος), καθορίζονται επακριβώς τα ευρωπαϊκά σύνορα και τα εδάφη εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ο πρωθυπουργός πατά σε μια ισχυρή βάση όταν αναφέρει στους Ευρωπαίους εταίρους ότι, όταν η Τουρκία απειλεί ελληνικά εδάφη, στην πραγματικότητα απειλεί ευρωπαϊκά εδάφη. Η διπλωματία της Αθήνας από την άλλη διαπίστωσε τις τελευταίες εβδομάδες ότι η Ε.Ε. είναι στρατηγικά απούσα από την Ανατολική Μεσόγειο και ότι η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να «δυσαρεστήσει» τον Ταγίπ Ερντογάν και να λάβει υπ’ όψιν της τα ελληνικά επιχειρήματα για την τουρκική «πειρατεία» στη Λιβύη.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν αρνείται, βεβαίως, ότι οι ΗΠΑ θέλουν να «συγκρατούν» τις πολεμικές διαθέσεις του Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα, αλλά τούτη την ώρα στη Μεσόγειο κινούνται μόνον ισχυρές μονάδες του Ναυτικού της Γαλλίας, η οποία ξεκάθαρα στην παρούσα φάση βρίσκεται «απέναντι» στον Ερντογάν. Η ελληνική κυβέρνηση κινείται σε ένα συμμαχικό πλέγμα, στο οποίο είναι απεχθής η ιδέα της στρατηγικής «εγκατάστασης» της Τουρκίας και της Ρωσίας στη Μεσόγειο, αποδοκιμάζεται η εκτός ορίων τουρκική επιθετικότητα προς Ελλάδα και Κύπρο και αντιμετωπίζεται με ερωτηματικά και επιμέρους επιφυλάξεις η υπόθεση της κατανομής ενεργειακών πόρων στις θαλάσσιες ζώνες μιας σειράς μεσογειακών χωρών.
Σε αυτό το ταραχώδες γεωπολιτικό περιβάλλον, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας έχουν τώρα ανά χείρας ορισμένα στοιχεία που θα προσδιορίσουν εξελίξεις με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας της χώρας. Πρώτον, η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λογίζεται ως σύμμαχος της Ελλάδας και έχει δυναμική πολιτική και στρατιωτική παρουσία στη Μεσόγειο είναι η Γαλλία. Δεύτερον, η Ουάσινγκτον, κινούμενη για λογαριασμό και της συνοχής του ΝΑΤΟ, δεν θέλει τη «ρήξη» με τον Ερντογάν, ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο πολεμικού «επεισοδίου» στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, και «γενικώς» στέκει θετικά απέναντι στην προοπτική ενός «διαλόγου» της Αθήνας με την Άγκυρα στη βάση μίας πάγιας πολιτικής των ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’70. Τρίτον, συμφέρει την Ελλάδα η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είναι αντίπαλοι της Τουρκίας και του Κατάρ, στηρίζουν στη Λιβύη τον Χάφταρ και ενισχύουν τις συμμαχίες της Αθήνας στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ευθυγραμμισμένες με τη στρατηγική των ΗΠΑ στην Αν. Μεσόγειο, παραμένουν σταθεροί σύμμαχοι της Ελλάδας. Στην ίδια πολιτική ευθεία με την Αθήνα, οι δύο χώρες ενισχύουν τον στρατάρχη Χάφταρ, δεδομένου ότι μόνον η οριστική στρατιωτική ήττα της Τρίπολης θα απομακρύνει από το σημείο αυτό της Μεσογείου τους τζιχαντιστές και τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» του Ερντογάν.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν συζητά την περίπτωση της «Χάγης» όσο η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας
Τέλος, η συνεργασία Μόσχας - Άγκυρας εμφανίζει ρωγμές στα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης (και αυτό ενισχύει τη θέση των διπλωματών που «συνιστούν» στην κυβέρνηση την ταχεία «αποκατάσταση» σχέσεων με τη Ρωσία, που παραμένουν σε απολύτως αρνητικό έδαφος). Στην Αθήνα εκτιμάται ότι οι σχέσεις του ισλαμιστή Ερντογάν με τους τζιχαντιστές -που φτάνουν έως και στα Βαλκάνια- δεν θα δώσουν διάρκεια στις σχέσεις του με τη Ρωσία του Πούτιν.
Όπισθεν ολοταχώς συνιστούν πάλι οι «εκσυγχρονιστές» του Σημίτη
Η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σήμερα ενώπιον των μεγάλων προβλημάτων που δημιουργεί στη χώρα μας η τυχοδιωκτική πολιτική του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, και έχει ήδη οργανωθεί για να μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενη εξέλιξη προσεχώς. Οι έως τώρα επίσημες δηλώσεις και ανακοινώσεις στέλνουν καθαρά μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση. Και οι θέσεις του πρωθυπουργού στη διεθνή σκηνή δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Στα αθηναϊκά παρασκήνια, όμως, πολλά λέγονται «ανεπισήμως» και κάποια από αυτά παίρνουν τον δρόμο για «χρήσιμες» δημοσιεύσεις. Για μία «άλλη» γραμμή. Στην πολιτική σκηνή είναι ξεκάθαρο πλέον ότι κύκλοι «εκσυγχρονιστών», πιστών σε επιλογές της δεκαετίας ’90 στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, καθώς και ορισμένοι παραδοσιακοί «μετριοπαθείς» από τον «γαλάζιο» χώρο και από το διπλωματικό σώμα έχουν τις δικές τους απόψεις απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός κρατάει σε ύψιστο βαθμό ετοιμότητας τις Ενοπλες Δυνάμεις και ότι δεν σκοπεύει να μείνει αδρανής, σε λογική «Ιμίων», αν η Τουρκία θίξει με στρατιωτικά μέσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, έχει προκαλέσει ταραχή μεγάλη στους «σημιτικούς» «εκσυγχρονιστές». Η σύγκριση των δικών τους «πεπραγμένων» στα ελληνοτουρκικά ζητήματα με τις σημερινές κινήσεις της Αθήνας τούς τρομάζει. Και στην ταραχή τους προσπαθούν με δημοσιεύματα και παρασκηνιακούς «ψιθύρους» να πείσουν την κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη ότι θα πρέπει να κάνει τα σωστά, αυτά δηλαδή που οι ίδιοι δοκίμασαν και... απέτυχαν, θύματα της σύγ χυσης και της δειλίας τους, στη δεκαετία του ’90, στο αποκορύφωμα της παιδαριώδους πολιτικής του κατευνασμού της Τουρκίας. Επικαλούνται παρελθούσες... «επιδιώξεις» τους για επίλυση του ζητήματος των Ιμίων στη Χάγη, το 1996, κάτι που ουδέποτε προσδιορίστηκε. Μιλούν με θέρμη για τις «διερευνητικές» συνομιλίες με την Τουρκία περί χωρικών υδάτων, που επί τέσσερα χρόνια... δεν κατέληξαν σε κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Μιλούν για προσφυγή στη Χάγη και για έναν «διάλογο» με την Τουρκία, τον οποίον οι ίδιοι ουδέποτε αποτόλμησαν. Και συνιστούν στον κ. Κυρ. Μητσοτάκη να μπει σε «διάλογο» με τον Ερντογάν για να προσδιορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, προκειμένου να πάει στη Χάγη. Προφανώς, εκτιμώντας ότι η «Μαδρίτη» και το «Ελσίνκι» τους θα βοηθήσουν την Αθήνα...
ΤΟΝ «ΑΔΕΙΑΣΕ»
Τη νύχτα των Ιμίων, το 1996, ο Κ. Σημίτης και οι τότε υπουργοί Αμυνας και Εξωτερικών, ενώπιον του αποσβολωμένου διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, κ. Δημήτρη Καραϊτίδη, θεώρησαν «πολεμοχαρή» τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ναύαρχο Λυμπέρη, επειδή εκείνος ζητούσε επίμονα από την πολιτική ηγεσία στο Μέγαρο Μαξίμου να τον διαβεβαιώσει αν υπήρξε ή όχι προσβολή εδάφους της ελληνικής επικράτειας από την Τουρκία, προκειμένου να κινηθεί αναλόγως στρατιωτικά, ως ώφειλε «by the book». Ο τότε πρωθυπουργός, ανίκανος να διαχειριστεί το πρόβλημα των Ιμίων, προτίμησε να παρακάμψει την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, να «αδειάσει» τον αρχηγό και να απευθυνθεί μέσω του κ. Θ. Πάγκαλου στην Ουάσινγκτον για βοήθεια, προκειμένου να μη διαταραχθεί η σχεδιασμένη «γερμανική» πορεία του προς την ΟΝΕ εξαιτίας ενός «θερμού επεισοδίου» με την Τουρκία της φιλοδυτικής πρωθυπουργού, Τανσού Τσιλέρ. Οι «εκσυγχρονιστές», που σήμερα πιέζουν με διάφορους τρόπους την κυβέρνηση να μπει σε «διάλογο» με την Τουρκία κάτω από τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει ο Ερντογάν, δεν άλλαξαν ποτέ τα όσα πίστευαν το 1996 και τα επόμενα επτά χρόνια πα ραμονής των κυβερνήσεων Σημίτη.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» στις 1/2