Το Colpo Grosso του Χρήστου Σταϊκούρα για τη μείωση των πλεονασμάτων
Την άνοιξη του 2014, όταν η Ελλάδα φιλοξένησε το Eurogroup έχοντας την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, περίμενε -εις μάτην- το σήμα του τότε πανίσχυρου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για ελάφρυνση του χρέους, καθώς ο στόχος της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων είχε πραγματοποιηθεί, και μάλιστα έναν χρόνο νωρίτερα.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πέταξε την μπάλα στην εξέδρα, οι διαβουλεύσεις με τους θεσμούς κατέρρευσαν το φθινόπωρο, η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε στο ετερόκλητο δίδυμο ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. και η χώρα, αντί να κάνει το τελευταίο βήμα προς την έξοδο από την κρίση, ξαναβούτηξε στα «μαύρα νερά» ενός τρίτου Μνημονίου.
Το πρώτο «κλειδί» που εκτιμάται ότι μπορεί να δώσει τον επιθυμητό δημοσιονομικό χώρο βρίσκεται στη λειτουργία των περιβόητων Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών Στόχων (ΜΤΟ), που ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη και ουσιαστικά θέτουν έναν στόχο πλεονάσματος σε ορίζοντα τριών ετών, σε συνάρτηση με την υποχρέωση ενός βιώσιμου χρέους.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Αθήνα δεσμεύεται από το 2,6% -όπως έχουν υπολογιστεί τα ΜΤΟ- και ως εκ τούτου δεν έχει και πολλά να περιμένει από τις διαπραγματεύσεις για τα πλεονάσματα, ειδικά αν πάρει και το... τυράκι των ANFA - SMP. Υπάρχουν, όμως, δύο λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά: 1) Τα ΜΤΟ δεν αφορούν πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά πλεονάσματα όπου συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για τόκους. 2) Τα ΜΤΟ αφορούν πλεονάσματα με όρους Eurostat και όχι με βάση τους κανόνες ενισχυμένης εποπτείας. Συμπέρασμα; Ο πήχης μπορεί να κατέβει χαμηλότερα από το 2,6%.
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ
Το δεύτερο «κλειδί» μπορεί να «ξεκλειδώσει» χαμηλότερα πλεονάσματα όχι μόνο για το 2021 και το 2022, αλλά και εφεξής! Σύμφωνα με την απόφασή του στις 22 Ιουνίου 2018, το Eurogroup «καλωσόριζε τη δέσμευση της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και μετά να συνεχίζει να διασφαλίζει ότι οι δημοσιονομικές της δεσμεύσεις είναι ευθυγραμμισμένες με το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Ηδη, στο τελευταίο DSA των Ευρωπαίων υπήρξε μια... συντηρητική προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα των πολύ χαμηλών επιτοκίων, κατεβάζοντας την πρόβλεψη στο 4%. Ωστόσο, και αυτή η παραδοχή έχει γίνει... κουρελόχαρτο, καθώς το ελληνικό 10ετές έχει πέσει κάτω από το 1%, το spread με το γερμανικό ομόλογο έχει κλείσει γύρω στις 135 μονάδες βάσης, ενώ το ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο βρίσκεται στο... 1,68%.
Με αυτά τα δεδομένα, η νέα Ανάλυση Βιωσιμότητας, που, σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται γύρω στον Ιούνιο, θα ρίξει στον κάλαθο των αχρήστων την πρόβλεψη του 2018 και θα επιτρέψει δημοσιονομικό χώρο. Ποια είναι η πρόσθετη ασφαλιστική δικλίδα, όπως την αποκαλύπτει αρμόδιος αξιωματούχος στα «Παραπολιτικά»; «Από το 2023 δεν δεσμευόμαστε από την απόφαση του 2018 περί ενισχυμένης εποπτείας, αλλά από τους γενικούς κανόνες για χρέος - πλεονάσματα». Υπάρχει, όμως, και... κερασάκι στην τούρτα. Όλη αυτή η συζήτηση γίνεται χωρίς να ληφθεί υπόψη η ταχύτερη επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.
Για ακόμα μία φορά, οι Ευρωπαίοι δείχνουν αιφνιδιασμένοι από τις ραγδαίες εξελίξεις, πόσω μάλλον όταν θεωρείται, πλέον, απολύτως ρεαλιστικό να έχουμε επιστρέψει στην πλήρη κανονικότητα τους πρώτους μήνες του 2021! Μια τέτοια εξέλιξη ανατρέπει όλους τους υπολογισμούς για το ΑΕΠ, καθώς θα λειτουργήσει ως καταλύτης και, όπως αναφέρει ο ίδιος αξιωματούχος, «είναι πιθανόν η συμφωνία για τα πλεονάσματα να προβλέπει ως αίρεση την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα».
Ο σχεδιασμός της Αθήνας είναι πιθανό να ξεδιπλωθεί στο Μεσοπρόθεσμο της περιόδου 2021-2024, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι πιθανόν να μην έχει μόνο δύο σενάρια. Συγκεκριμένα, πέρα από το βασικό σενάριο, εξετάζεται να ενσωματωθούν άλλα δύο εναλλακτικά, με παραλλαγές πάνω στις παραδοχές για πλεονάσματα, επιτόκια και φοροελαφρύνσεις.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πέταξε την μπάλα στην εξέδρα, οι διαβουλεύσεις με τους θεσμούς κατέρρευσαν το φθινόπωρο, η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε στο ετερόκλητο δίδυμο ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. και η χώρα, αντί να κάνει το τελευταίο βήμα προς την έξοδο από την κρίση, ξαναβούτηξε στα «μαύρα νερά» ενός τρίτου Μνημονίου.
2,6% και κάτω μπορεί να κατέβει ο πήχης των Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών ΣτόχωνΤο 2018, λίγο πριν ολοκληρωθεί και το 3ο χρηματοδοτικό πρόγραμμα, η Γερμανία με το ζόρι και κατόπιν έντονων πιέσεων, κυρίως από τη Γαλλία, αποδέχθηκε με μισή καρδιά ένα πακέτο μέτρων για το χρέος, αλλά φρόντισε να «δέσει» την Ελλάδα με εξωπραγματικούς στόχους, βάζοντας μπροστά τον ESM. Πατώντας πάνω σε αυτούς τους γερμανικής έμπνευσης όρους, αλλά και στους κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες, το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζεται να πάρει τη ρεβάνς.
Το πρώτο «κλειδί» που εκτιμάται ότι μπορεί να δώσει τον επιθυμητό δημοσιονομικό χώρο βρίσκεται στη λειτουργία των περιβόητων Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών Στόχων (ΜΤΟ), που ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη και ουσιαστικά θέτουν έναν στόχο πλεονάσματος σε ορίζοντα τριών ετών, σε συνάρτηση με την υποχρέωση ενός βιώσιμου χρέους.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Αθήνα δεσμεύεται από το 2,6% -όπως έχουν υπολογιστεί τα ΜΤΟ- και ως εκ τούτου δεν έχει και πολλά να περιμένει από τις διαπραγματεύσεις για τα πλεονάσματα, ειδικά αν πάρει και το... τυράκι των ANFA - SMP. Υπάρχουν, όμως, δύο λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά: 1) Τα ΜΤΟ δεν αφορούν πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά πλεονάσματα όπου συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για τόκους. 2) Τα ΜΤΟ αφορούν πλεονάσματα με όρους Eurostat και όχι με βάση τους κανόνες ενισχυμένης εποπτείας. Συμπέρασμα; Ο πήχης μπορεί να κατέβει χαμηλότερα από το 2,6%.
ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ
Το δεύτερο «κλειδί» μπορεί να «ξεκλειδώσει» χαμηλότερα πλεονάσματα όχι μόνο για το 2021 και το 2022, αλλά και εφεξής! Σύμφωνα με την απόφασή του στις 22 Ιουνίου 2018, το Eurogroup «καλωσόριζε τη δέσμευση της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και μετά να συνεχίζει να διασφαλίζει ότι οι δημοσιονομικές της δεσμεύσεις είναι ευθυγραμμισμένες με το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
1% και λιγότερο είναι το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγουΠώς επιχείρησαν οι Γερμανοί να «δέσουν» την Ελλάδα με υψηλά πλεονάσματα έως το... 2060; Βάζοντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -δηλαδή, επί της ουσίας, τον ESM- να δομήσει μια Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, που κατέβαζε τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3% το 2023, στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% από το 2025 έως την... αιωνιότητα. Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι αυτή η ανάλυση είναι «φωτογραφία» της στιγμής και ότι δεν αποτελεί μέρος της απόφασης του Eurogroup -όπως, άλλωστε, μπορεί να αντιληφθεί κανείς διαβάζοντας το κείμενο-, άρα, με δεδομένο ότι υπάρχει πλήρης ανατροπή όλων των παραμέτρων από το 2018 έως σήμερα, η «βόμβα» των Γερμανών εξουδετερώνεται.
Ηδη, στο τελευταίο DSA των Ευρωπαίων υπήρξε μια... συντηρητική προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα των πολύ χαμηλών επιτοκίων, κατεβάζοντας την πρόβλεψη στο 4%. Ωστόσο, και αυτή η παραδοχή έχει γίνει... κουρελόχαρτο, καθώς το ελληνικό 10ετές έχει πέσει κάτω από το 1%, το spread με το γερμανικό ομόλογο έχει κλείσει γύρω στις 135 μονάδες βάσης, ενώ το ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο βρίσκεται στο... 1,68%.
Με αυτά τα δεδομένα, η νέα Ανάλυση Βιωσιμότητας, που, σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται γύρω στον Ιούνιο, θα ρίξει στον κάλαθο των αχρήστων την πρόβλεψη του 2018 και θα επιτρέψει δημοσιονομικό χώρο. Ποια είναι η πρόσθετη ασφαλιστική δικλίδα, όπως την αποκαλύπτει αρμόδιος αξιωματούχος στα «Παραπολιτικά»; «Από το 2023 δεν δεσμευόμαστε από την απόφαση του 2018 περί ενισχυμένης εποπτείας, αλλά από τους γενικούς κανόνες για χρέος - πλεονάσματα». Υπάρχει, όμως, και... κερασάκι στην τούρτα. Όλη αυτή η συζήτηση γίνεται χωρίς να ληφθεί υπόψη η ταχύτερη επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.
Για ακόμα μία φορά, οι Ευρωπαίοι δείχνουν αιφνιδιασμένοι από τις ραγδαίες εξελίξεις, πόσω μάλλον όταν θεωρείται, πλέον, απολύτως ρεαλιστικό να έχουμε επιστρέψει στην πλήρη κανονικότητα τους πρώτους μήνες του 2021! Μια τέτοια εξέλιξη ανατρέπει όλους τους υπολογισμούς για το ΑΕΠ, καθώς θα λειτουργήσει ως καταλύτης και, όπως αναφέρει ο ίδιος αξιωματούχος, «είναι πιθανόν η συμφωνία για τα πλεονάσματα να προβλέπει ως αίρεση την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα».
Ο σχεδιασμός της Αθήνας είναι πιθανό να ξεδιπλωθεί στο Μεσοπρόθεσμο της περιόδου 2021-2024, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι πιθανόν να μην έχει μόνο δύο σενάρια. Συγκεκριμένα, πέρα από το βασικό σενάριο, εξετάζεται να ενσωματωθούν άλλα δύο εναλλακτικά, με παραλλαγές πάνω στις παραδοχές για πλεονάσματα, επιτόκια και φοροελαφρύνσεις.