Συνάντηση Μητσοτάκη - Μέρκελ τη Δευτέρα στο Βερολίνο - Στο τραπέζι τα ελληνοτουρκικά
Ενώ η κατάσταση στο προσφυγικό βρίσκεται σε τεντωμένο σχοινί με την Τουρκία να εξαπολύει καθημερινά απειλές κατά της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ηγέτες της ΕΕ καταβάλουν μια πρώτη προσπάθεια προκειμένου να εξομαλυνθεί.
Στο πλαίσιο λοιπόν του Γερμανοελληνικού Οικονομικού Φόρουμ που διοργανώνεται την Δευτέρα στο Βερολίνο, ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, ανακοίνωσε τη συμμετοχή της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και τη διμερή συνάντηση που θα έχει με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Ζάιμπερτ, η κ. Μέρκελ αναμένεται να μιλήσει στις 14:15 (τοπική ώρα).
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της διμερούς συνάντησης των δύο ηγετών, ο κ. Ζάιμπερτ σημείωσε ότι μπορεί κανείς να προβλέψει ότι σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η τρέχουσα κατάσταση κατά μήκος των ελληνικών χερσαίων και θαλασσίων συνόρων.
«Η καγκελάριος εκφράστηκε πολύ ξεκάθαρα σε ό,τι αφορά την πρακτική του τούρκου προέδρου Ερντογάν και του άσκησε κριτική ότι έστειλε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες σε ένα αδιέξοδο, το οποίο για αυτούς σημαίνει μια πολύ δύσκολη κατάσταση στα σύνορα που είναι για εκείνους κλειστά. Επισήμανε όμως επίσης και ότι η Τουρκία, λόγω της κατάστασης στον μαινόμενο συριακό πόλεμο και λόγω του γεγονότος ότι ήδη φιλοξενεί 3-4 εκατομμύρια πρόσφυγες, έχει να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος, μια δύσκολη κατάσταση και για αυτό έχει δικαιολογημένες προσδοκίες από την Ευρώπη» δήλωσε ο κ. Ζάιμπερτ.
Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, τοποθετήθηκε αυστηρότερα σε ό,τι αφορά το ίδιο θέμα, ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι τόσο η καγκελάριος όσο και άλλα μέλη της γερμανικής κυβέρνησης «δήλωσαν πολύ καθαρά πώς αξιολογούν την κατάσταση στην οποία οδηγήθηκαν οι πρόσφυγες από τουρκικές ενέργειες».
«Ταυτόχρονα, η καγκελάριος είπε ότι «εξακολουθούμε να έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στην συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και ότι από ευρωπαϊκή πλευρά το κάνουμε και περιμένουμε αυτό να γίνει και από τουρκικής πλευράς»», συνέχισε ο κ. Ζάιμπερτ, για να καταλήξει επαναλαμβάνοντας ότι «το συμφέρον και των δύο πλευρών είναι στη συνέχιση αυτής της συνεργασίας στην μεταναστευτική πολιτική, όπως την ορίζει η συμφωνία».
Στο πλαίσιο λοιπόν του Γερμανοελληνικού Οικονομικού Φόρουμ που διοργανώνεται την Δευτέρα στο Βερολίνο, ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέφεν Ζάιμπερτ, ανακοίνωσε τη συμμετοχή της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και τη διμερή συνάντηση που θα έχει με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του κ. Ζάιμπερτ, η κ. Μέρκελ αναμένεται να μιλήσει στις 14:15 (τοπική ώρα).
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της διμερούς συνάντησης των δύο ηγετών, ο κ. Ζάιμπερτ σημείωσε ότι μπορεί κανείς να προβλέψει ότι σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η τρέχουσα κατάσταση κατά μήκος των ελληνικών χερσαίων και θαλασσίων συνόρων.
«Η καγκελάριος εκφράστηκε πολύ ξεκάθαρα σε ό,τι αφορά την πρακτική του τούρκου προέδρου Ερντογάν και του άσκησε κριτική ότι έστειλε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες σε ένα αδιέξοδο, το οποίο για αυτούς σημαίνει μια πολύ δύσκολη κατάσταση στα σύνορα που είναι για εκείνους κλειστά. Επισήμανε όμως επίσης και ότι η Τουρκία, λόγω της κατάστασης στον μαινόμενο συριακό πόλεμο και λόγω του γεγονότος ότι ήδη φιλοξενεί 3-4 εκατομμύρια πρόσφυγες, έχει να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος, μια δύσκολη κατάσταση και για αυτό έχει δικαιολογημένες προσδοκίες από την Ευρώπη» δήλωσε ο κ. Ζάιμπερτ.
Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, τοποθετήθηκε αυστηρότερα σε ό,τι αφορά το ίδιο θέμα, ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι τόσο η καγκελάριος όσο και άλλα μέλη της γερμανικής κυβέρνησης «δήλωσαν πολύ καθαρά πώς αξιολογούν την κατάσταση στην οποία οδηγήθηκαν οι πρόσφυγες από τουρκικές ενέργειες».
«Ταυτόχρονα, η καγκελάριος είπε ότι «εξακολουθούμε να έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στην συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και ότι από ευρωπαϊκή πλευρά το κάνουμε και περιμένουμε αυτό να γίνει και από τουρκικής πλευράς»», συνέχισε ο κ. Ζάιμπερτ, για να καταλήξει επαναλαμβάνοντας ότι «το συμφέρον και των δύο πλευρών είναι στη συνέχιση αυτής της συνεργασίας στην μεταναστευτική πολιτική, όπως την ορίζει η συμφωνία».