Κουμουτσάκος στα Παραπολιτικά 90,1: «Οπλοστάσιο» στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας το μεταναστευτικό
«Αυτή τη στιγμή η Τουρκία ασκεί μια στρατηγική άσκησης πίεσης σχεδόν ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα των ελληνοτουρκικών σχέσεων», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή “Secret” με το δημοσιογράφο Παναγιώτη Τζένο, ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Γιώργος Κουμουτσάκος.
Αναφορικά με τη συνέντευξη του κ. Γκιουρντενίζ, ο κ. Κουμουτσάκος δήλωσε: «Ο κ. Γκιουρντενίζ είναι ένας σοβαρός εκπρόσωπος του βαθέως τουρκικού κράτους, του διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας επομένως αυτά τα οποία λέει πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Όπως και όλες τις δηλώσεις των τούρκων αξιωματούχων αυτής της περιόδου δεν πρέπει να τις υποβαθμίσουμε ούτε να τις υποτιμούμε. Όχι να υπερδραματοποιούμε αλλά να μελετάμε σε βάθος. Ο κ. Γκιουρντενίζ ξεδίπλωσε όλη την στρατηγική της «Γαλάζιας παρτίδας». Η «Γαλάζια πατρίδα» είναι μια επεξεργασμένη στρατηγική, δεν είναι μια επικοινωνιακή διακήρυξη και για αυτό εκείνοι που όταν αναπτυσσόταν αυτή η στρατηγική έβλεπαν ότι απλώς η Τουρκία είναι νευρική, ότι το κάνει για τον α ή β εσωτερικό λόγο νομίζω ότι έκαναν λάθος ερμηνεία».
«Η Τουρκία έχει συγκεκριμένη στρατηγική αντίληψη για τα πράγματα τις τελευταίες δεκαετίες και ξέρει που θέλει να πάει, ποιος θέλουνε να είναι ο ρόλος της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένας ρόλος που τον θέλει αυξημένο ο Ερντογάν και ενόψει της 100ης επετείου από την ανακήρυξη της τουρκικής δημοκρατίας και της 100ης επετείου από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Επομένως τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι το 2023 θα είναι χρόνια προσπάθειας απόλυτης εφαρμογής αυτής της στρατηγικής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Η συνέντευξη Γκιουρντενίζ είναι μια πολύ σοβαρή συνέντευξη δείχνει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία, και αυτό το επιβεβαιώνει ο Γκιουρντενίζ, ασκεί μια στρατηγική άσκησης πίεσης σχεδόν ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ξεκινάμε από τις έρευνες, με τις απαράδεκτες Navtex για έρευνες πάνω στην ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτίως της Κρήτης της Καρπάθου και των άλλων νησιών. Οι συνεχείς όχι απλώς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου αλλά υπερπτήσεις νησιών μας, η επανάληψη της θεωρίας περί γκρίζων ζωνών και μάλιστα με μικρά γεγονότα με διάφορες αφορμές με το Λιμενικό το τουρκικό και βεβαίως το μεταναστευτικό. Αυτή η πίεση είναι μια στρατηγική πολυμετωπικής και ταυτόχρονης πίεσης με σκοπό να δοκιμάσει τις αντοχές της χώρας. Να δοκιμάσει μέχρι που μπορεί να πάει, πως λειτουργεί το σύστημα διαχείρισης κρίσης της χώρας, τις δημόσιες δηλώσεις μας. Είναι μια συνειδητή στρατηγική άσκησης συνεχούς πίεσης», συμπλήρωσε ο κ. Κουμουτσάκος.
Ερωτηθείς τι πρέπει να αντιτάξει η Ελλάδα απέναντι σε αυτή τη στρατηγική και πόσο χρόνο έχουμε, ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου απάντησε: «Ο χρόνος δεν είναι άμεσος, δεν είναι αύριο, δεν είναι μεθαύριο αλλά ο χρόνος επείγει, και η στρατηγική που ήδη αναπτύσσει η κυβέρνηση είναι μια στρατηγική που κατά καιρούς και σε προηγούμενες φάσεις που έβλεπα πως εξελισσόταν η στρατηγική εγώ την είχα ονομάσει ‘’στρατηγική των τεσσάρων τειχών’’».
Ο κ. Κουμουτσάκος διευκρίνισε ότι «η Ελλάδα οφείλει να χτίζει και να ενισχύει τέσσερα ταυτόχρονα τείχη».
«Πρώτον, είναι μια ουσιαστική και όχι προσχηματική εθνική ενότητα. Μια ισχυρή εθνική ενότητα είναι ο πιο σοβαρός παράγων εθνικής ισχύος της χώρας. Το δεύτερο τείχος είναι το διεθνές δίκαιο εκεί που στηρίζουμε όλη μας της διεθνή θέση και τη διεθνή μας πολιτική και την εξωτερική μας πολιτική όμως όχι μια παθητική επίκληση των αρχών και των κανόνων του διεθνούς δικαίου αλλά μια δημιουργική αξιοποίηση του. Να δούμε σε βάθος ποιες δυνατότητες μας δίνει και να αρχίσουμε να τις εφαρμόζουμε. Τρίτο τείχος είναι η διπλωματική μας δράση, έχει πυκνό δίκτυο συνεχών διπλωματικών δράσεων για ενίσχυση των συμμαχιών μας, τοπικών, περιφερειακών αλλά και διεθνών με αναφορά στην ΕΕ αλλά και τις χώρες της περιοχής και το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ. Δεν πρέπει να υπάρχει γωνία της υδρογείου στην οποία η ελληνική διπλωματία δεν είναι παρούσα. Και τέταρτό και τελευταίο τείχος το οποίο δίνει αξιοπιστία σε όλα τα προηγούμενα, μια ισχυρή αποφασιστική και έτοιμη να αξιοποιηθεί αποτροπή και αποτρεπτική επιχειρησιακή δυνατότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας», εξήγησε ο ίδιος.
«Αυτά τα τέσσερα τείχη γίνονται ένα αδιαπέραστο ενιαίο τείχος απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, αυτό πρέπει να κάνουμε αυτή την περίοδο», επισήμανε.
Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την ανακήρυξη των ΑΟΖ, ανέφερε: «Οι διαπραγματεύσεις εξελίσσονται με μια νέα δυναμική , οφείλω όμως να πω ότι είναι διαπραγματευτικές προσπάθειες που έχουν ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν χωρίς να φέρουν στην πορεία των χρόνων τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Εξελίσσονται αργά αυτές οι συνομιλίες και με την Ιταλία και με την Αίγυπτο. Θα ήθελα να θυμίσω ότι την περίοδο 2004-2009 ο Γ. Βαλυνάκης, τότε υφυπουργός Εξωτερικών, είχε επιδοθεί σε μια πραγματική κούρσα συνεννοήσεων τότε και με την Αίγυπτο και με τη Λιβύη και με την Ιταλία για τον καθορισμό της ΑΟΖ. Αυτό πρέπει να το κάνουμε και να πιέσουμε να υπάρξουν γρήγορα αποτελέσματα αλλά πρέπει να το κάνουμε και ανεξαρτήτως του χρόνου αποτελεσμάτων διότι αμέσως καταγράφονται η βούληση της Ελλάδος να ορίσει περιφερειακά ΑΟΖ. Αυτό είναι ένα μέτωπο το οποίο είναι πολύ σοβαρό».
Αναφορικά με το ΝΑΤΟ και τα ελληνοτουρκικά, ο κ. Κουμουτσάκος δήλωσε: «Πράγματι η Τουρκία είναι ένας μεγάλος νατοικός σύμμαχός αλλά ταυτόχρονα ένας απρόβλεπτος και πολύ δύσκολος σύμμαχος σε αντίθεση με την Ελλάδα. Την αξιοπιστία της συμμαχικής συμπεριφοράς μας πρέπει να την κεφολαιοποιήσουμε έναντι των συμμάχων μας και να δείξουμε ότι αν το ΝΑΤΟ έχει ρήγματα στην νοτιοανατολική του πτέρυγα, αν η συμμαχία δεν λειτουργεί καλά όπως θα έπρεπε και με τη συνοχή που απαιτείται στη Νοτιοανατολική της πτέρυγα αυτό οφείλεται στην πολιτική την αναθεωρητική της Τουρκίας η οποία κινείται σαν ένας ημιανεξάρτητος σύμμαχος και όχι ως πραγματικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Έχουμε στα χέρια μας ένα κεφάλαιο που είναι κεφάλαιο της στρατηγικής μας αξιοπιστίας μέσα στη συμμαχία. Ακόμα είναι και ότι η Τουρκία με αυτή της τη συμπεριφορά έχει δημιουργήσει σε κάποιους κύκλους συμμαχικούς μια ανησυχία ότι θα πρέπει να την κρατήσουμε στη Δύση».
«Η Ελλάδα δεν έχει αντίρρηση να κρατηθεί τελικά στη Δύση η Τουρκία όμως αυτό πρέπει να γίνεται με όρους. Δεν μπορεί να γίνεται με όρους που επιβάλλει η Άγκυρα αλλά με όρους που επιβάλλει η δυτική συμμαχία. Το ίδιο συνέβη και με την ΕΕ. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει κοιτώντας την πραγματικότητα ότι τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει καμία προοπτική πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Ουδείς το πιστεύει ότι μπορεί να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ η Τουρκία πρέπει όμως να αναζητήσουμε ένα νέο μηχανισμό στις σχέσεις Ευρώπης- Τουρκίας. Αυτός ο μηχανισμός κατά την προσωπική μου άποψη, είναι να επιδιώξουμε μια ενισχυμένη τελωνειακή ένωση. Δηλαδή στη βάση της οικονομικής συνεργασίας η οποία όμως θα πρέπει να περιέχει όλες τις προϋποθέσεις και τις δικλείδες ασφαλείας που είχε και η πορεία προς την ένταξη. Η Τουρκία θέλει πάρα πολύ να αναπτύξει μια νέα τελωνειακή και ενισχυμένη σχέση με την Ευρώπη διότι εξαρτάται η οικονομία της αλλά και η Ευρώπη θέλει νε την Τουρκία μια καλή τελωνειακή σχέση αλλά πρωτίστως το θέλει η Τουρκία. Πρέπει να μεταφέρουμε όλες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης αυτής της σχέσης μέσα στην τελωνειακή ένωση. Δηλαδή κράτος δικαίου, σχέσεις καλής γειτονίας, σεβασμός του διεθνούς δικαίου, δημοκρατία όλα αυτά τα παλιά κριτήρια του Ελσίνκι που αφορούσαν την ένταξη πρέπει να μεταφερθούν στην τελωνειακή ένταξη», σημείωσε επιπρόσθετα.
Αναφερόμενος στο μεταναστευτικό ζήτημα, ο αναπληρωτής υπουργός ανέφερε: «Τον Οκτώβριο του ’19 είχα δει τον υπουργό Εσωτερικών μου τον κ. Σοιλού. Εκείνη η συζήτησή μας με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία είναι, ήταν και θα είναι αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί για πολιτικούς και γεωπολιτικούς στόχους την μεγάλη δεξαμενή προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στο έδαφός της. Και γι’ αυτό θα ανοιγοκλείνει ή θα απειλεί ότι θα ανοιγοκλείσει τη στρόφιγγα ανάλογα με το πόσο εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα. Απέναντι σ’ αυτό η Ελλάδα έδειξε ότι μπορεί να αντισταθεί. Το έδειξε στον Έβρο».
«Μετά τον Έβρο τίποτα δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι στον Έβρο, δεν είναι στα θαλάσσια σύνορά μας τα οποία είναι συνταγματικό, εθνικό, πατριωτικό και Ευρωπαϊκό καθήκον να προασπίσουμε. Και επειδή ακούω διάφορες φωνές που ανακαλύπτουν σε αυτή τη ζωτική προσπάθεια της κυβέρνησης ή προσπαθούν να ανακαλύψουν αντι-μεταναστευτικές λογικές κάνουν ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος. Διότι θα είμαστε απέναντι σ’ αυτή τη δυνητική δυνατότητα απειλής που έχει η Τουρκία. Και το χρησιμοποιεί με δύο τρόπους, αφενός επιθετικά ‘’θα ανοίξω της πόρτες’’ ή αμυντικά ‘’στη Λιβύη θα τους κρατήσω να μην φύγουνε’’. Αυτή τη μεγάλη δεξαμενή μεταναστών και προσφύγων είναι σίγουρο ότι η Τουρκία την έχει εντάξει στο οπλοστάσιο για γεωστρατηγικές επιδιώξεις η Ελλάδα όμως έδειξε στον Έβρο και θα ξαναδείξει όποτε χρειαστεί ότι εκείνη η αποτυχία της Τουρκίας θα επαναληφθεί και στη θάλασσα και στη ξηρά», δήλωσε ο κ. Κουμουτσάκος.
Αναφορικά με τη συνέντευξη του κ. Γκιουρντενίζ, ο κ. Κουμουτσάκος δήλωσε: «Ο κ. Γκιουρντενίζ είναι ένας σοβαρός εκπρόσωπος του βαθέως τουρκικού κράτους, του διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας επομένως αυτά τα οποία λέει πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Όπως και όλες τις δηλώσεις των τούρκων αξιωματούχων αυτής της περιόδου δεν πρέπει να τις υποβαθμίσουμε ούτε να τις υποτιμούμε. Όχι να υπερδραματοποιούμε αλλά να μελετάμε σε βάθος. Ο κ. Γκιουρντενίζ ξεδίπλωσε όλη την στρατηγική της «Γαλάζιας παρτίδας». Η «Γαλάζια πατρίδα» είναι μια επεξεργασμένη στρατηγική, δεν είναι μια επικοινωνιακή διακήρυξη και για αυτό εκείνοι που όταν αναπτυσσόταν αυτή η στρατηγική έβλεπαν ότι απλώς η Τουρκία είναι νευρική, ότι το κάνει για τον α ή β εσωτερικό λόγο νομίζω ότι έκαναν λάθος ερμηνεία».
«Η Τουρκία έχει συγκεκριμένη στρατηγική αντίληψη για τα πράγματα τις τελευταίες δεκαετίες και ξέρει που θέλει να πάει, ποιος θέλουνε να είναι ο ρόλος της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένας ρόλος που τον θέλει αυξημένο ο Ερντογάν και ενόψει της 100ης επετείου από την ανακήρυξη της τουρκικής δημοκρατίας και της 100ης επετείου από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Επομένως τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι το 2023 θα είναι χρόνια προσπάθειας απόλυτης εφαρμογής αυτής της στρατηγικής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Η συνέντευξη Γκιουρντενίζ είναι μια πολύ σοβαρή συνέντευξη δείχνει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία, και αυτό το επιβεβαιώνει ο Γκιουρντενίζ, ασκεί μια στρατηγική άσκησης πίεσης σχεδόν ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ξεκινάμε από τις έρευνες, με τις απαράδεκτες Navtex για έρευνες πάνω στην ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτίως της Κρήτης της Καρπάθου και των άλλων νησιών. Οι συνεχείς όχι απλώς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου αλλά υπερπτήσεις νησιών μας, η επανάληψη της θεωρίας περί γκρίζων ζωνών και μάλιστα με μικρά γεγονότα με διάφορες αφορμές με το Λιμενικό το τουρκικό και βεβαίως το μεταναστευτικό. Αυτή η πίεση είναι μια στρατηγική πολυμετωπικής και ταυτόχρονης πίεσης με σκοπό να δοκιμάσει τις αντοχές της χώρας. Να δοκιμάσει μέχρι που μπορεί να πάει, πως λειτουργεί το σύστημα διαχείρισης κρίσης της χώρας, τις δημόσιες δηλώσεις μας. Είναι μια συνειδητή στρατηγική άσκησης συνεχούς πίεσης», συμπλήρωσε ο κ. Κουμουτσάκος.
Ερωτηθείς τι πρέπει να αντιτάξει η Ελλάδα απέναντι σε αυτή τη στρατηγική και πόσο χρόνο έχουμε, ο αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου απάντησε: «Ο χρόνος δεν είναι άμεσος, δεν είναι αύριο, δεν είναι μεθαύριο αλλά ο χρόνος επείγει, και η στρατηγική που ήδη αναπτύσσει η κυβέρνηση είναι μια στρατηγική που κατά καιρούς και σε προηγούμενες φάσεις που έβλεπα πως εξελισσόταν η στρατηγική εγώ την είχα ονομάσει ‘’στρατηγική των τεσσάρων τειχών’’».
Ο κ. Κουμουτσάκος διευκρίνισε ότι «η Ελλάδα οφείλει να χτίζει και να ενισχύει τέσσερα ταυτόχρονα τείχη».
«Πρώτον, είναι μια ουσιαστική και όχι προσχηματική εθνική ενότητα. Μια ισχυρή εθνική ενότητα είναι ο πιο σοβαρός παράγων εθνικής ισχύος της χώρας. Το δεύτερο τείχος είναι το διεθνές δίκαιο εκεί που στηρίζουμε όλη μας της διεθνή θέση και τη διεθνή μας πολιτική και την εξωτερική μας πολιτική όμως όχι μια παθητική επίκληση των αρχών και των κανόνων του διεθνούς δικαίου αλλά μια δημιουργική αξιοποίηση του. Να δούμε σε βάθος ποιες δυνατότητες μας δίνει και να αρχίσουμε να τις εφαρμόζουμε. Τρίτο τείχος είναι η διπλωματική μας δράση, έχει πυκνό δίκτυο συνεχών διπλωματικών δράσεων για ενίσχυση των συμμαχιών μας, τοπικών, περιφερειακών αλλά και διεθνών με αναφορά στην ΕΕ αλλά και τις χώρες της περιοχής και το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ. Δεν πρέπει να υπάρχει γωνία της υδρογείου στην οποία η ελληνική διπλωματία δεν είναι παρούσα. Και τέταρτό και τελευταίο τείχος το οποίο δίνει αξιοπιστία σε όλα τα προηγούμενα, μια ισχυρή αποφασιστική και έτοιμη να αξιοποιηθεί αποτροπή και αποτρεπτική επιχειρησιακή δυνατότητα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας», εξήγησε ο ίδιος.
«Αυτά τα τέσσερα τείχη γίνονται ένα αδιαπέραστο ενιαίο τείχος απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, αυτό πρέπει να κάνουμε αυτή την περίοδο», επισήμανε.
Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την ανακήρυξη των ΑΟΖ, ανέφερε: «Οι διαπραγματεύσεις εξελίσσονται με μια νέα δυναμική , οφείλω όμως να πω ότι είναι διαπραγματευτικές προσπάθειες που έχουν ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν χωρίς να φέρουν στην πορεία των χρόνων τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Εξελίσσονται αργά αυτές οι συνομιλίες και με την Ιταλία και με την Αίγυπτο. Θα ήθελα να θυμίσω ότι την περίοδο 2004-2009 ο Γ. Βαλυνάκης, τότε υφυπουργός Εξωτερικών, είχε επιδοθεί σε μια πραγματική κούρσα συνεννοήσεων τότε και με την Αίγυπτο και με τη Λιβύη και με την Ιταλία για τον καθορισμό της ΑΟΖ. Αυτό πρέπει να το κάνουμε και να πιέσουμε να υπάρξουν γρήγορα αποτελέσματα αλλά πρέπει να το κάνουμε και ανεξαρτήτως του χρόνου αποτελεσμάτων διότι αμέσως καταγράφονται η βούληση της Ελλάδος να ορίσει περιφερειακά ΑΟΖ. Αυτό είναι ένα μέτωπο το οποίο είναι πολύ σοβαρό».
Αναφορικά με το ΝΑΤΟ και τα ελληνοτουρκικά, ο κ. Κουμουτσάκος δήλωσε: «Πράγματι η Τουρκία είναι ένας μεγάλος νατοικός σύμμαχός αλλά ταυτόχρονα ένας απρόβλεπτος και πολύ δύσκολος σύμμαχος σε αντίθεση με την Ελλάδα. Την αξιοπιστία της συμμαχικής συμπεριφοράς μας πρέπει να την κεφολαιοποιήσουμε έναντι των συμμάχων μας και να δείξουμε ότι αν το ΝΑΤΟ έχει ρήγματα στην νοτιοανατολική του πτέρυγα, αν η συμμαχία δεν λειτουργεί καλά όπως θα έπρεπε και με τη συνοχή που απαιτείται στη Νοτιοανατολική της πτέρυγα αυτό οφείλεται στην πολιτική την αναθεωρητική της Τουρκίας η οποία κινείται σαν ένας ημιανεξάρτητος σύμμαχος και όχι ως πραγματικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Έχουμε στα χέρια μας ένα κεφάλαιο που είναι κεφάλαιο της στρατηγικής μας αξιοπιστίας μέσα στη συμμαχία. Ακόμα είναι και ότι η Τουρκία με αυτή της τη συμπεριφορά έχει δημιουργήσει σε κάποιους κύκλους συμμαχικούς μια ανησυχία ότι θα πρέπει να την κρατήσουμε στη Δύση».
«Η Ελλάδα δεν έχει αντίρρηση να κρατηθεί τελικά στη Δύση η Τουρκία όμως αυτό πρέπει να γίνεται με όρους. Δεν μπορεί να γίνεται με όρους που επιβάλλει η Άγκυρα αλλά με όρους που επιβάλλει η δυτική συμμαχία. Το ίδιο συνέβη και με την ΕΕ. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει κοιτώντας την πραγματικότητα ότι τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει καμία προοπτική πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Ουδείς το πιστεύει ότι μπορεί να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ η Τουρκία πρέπει όμως να αναζητήσουμε ένα νέο μηχανισμό στις σχέσεις Ευρώπης- Τουρκίας. Αυτός ο μηχανισμός κατά την προσωπική μου άποψη, είναι να επιδιώξουμε μια ενισχυμένη τελωνειακή ένωση. Δηλαδή στη βάση της οικονομικής συνεργασίας η οποία όμως θα πρέπει να περιέχει όλες τις προϋποθέσεις και τις δικλείδες ασφαλείας που είχε και η πορεία προς την ένταξη. Η Τουρκία θέλει πάρα πολύ να αναπτύξει μια νέα τελωνειακή και ενισχυμένη σχέση με την Ευρώπη διότι εξαρτάται η οικονομία της αλλά και η Ευρώπη θέλει νε την Τουρκία μια καλή τελωνειακή σχέση αλλά πρωτίστως το θέλει η Τουρκία. Πρέπει να μεταφέρουμε όλες τις προϋποθέσεις ανάπτυξης αυτής της σχέσης μέσα στην τελωνειακή ένωση. Δηλαδή κράτος δικαίου, σχέσεις καλής γειτονίας, σεβασμός του διεθνούς δικαίου, δημοκρατία όλα αυτά τα παλιά κριτήρια του Ελσίνκι που αφορούσαν την ένταξη πρέπει να μεταφερθούν στην τελωνειακή ένταξη», σημείωσε επιπρόσθετα.
Αναφερόμενος στο μεταναστευτικό ζήτημα, ο αναπληρωτής υπουργός ανέφερε: «Τον Οκτώβριο του ’19 είχα δει τον υπουργό Εσωτερικών μου τον κ. Σοιλού. Εκείνη η συζήτησή μας με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία είναι, ήταν και θα είναι αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί για πολιτικούς και γεωπολιτικούς στόχους την μεγάλη δεξαμενή προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στο έδαφός της. Και γι’ αυτό θα ανοιγοκλείνει ή θα απειλεί ότι θα ανοιγοκλείσει τη στρόφιγγα ανάλογα με το πόσο εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα. Απέναντι σ’ αυτό η Ελλάδα έδειξε ότι μπορεί να αντισταθεί. Το έδειξε στον Έβρο».
«Μετά τον Έβρο τίποτα δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι στον Έβρο, δεν είναι στα θαλάσσια σύνορά μας τα οποία είναι συνταγματικό, εθνικό, πατριωτικό και Ευρωπαϊκό καθήκον να προασπίσουμε. Και επειδή ακούω διάφορες φωνές που ανακαλύπτουν σε αυτή τη ζωτική προσπάθεια της κυβέρνησης ή προσπαθούν να ανακαλύψουν αντι-μεταναστευτικές λογικές κάνουν ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος. Διότι θα είμαστε απέναντι σ’ αυτή τη δυνητική δυνατότητα απειλής που έχει η Τουρκία. Και το χρησιμοποιεί με δύο τρόπους, αφενός επιθετικά ‘’θα ανοίξω της πόρτες’’ ή αμυντικά ‘’στη Λιβύη θα τους κρατήσω να μην φύγουνε’’. Αυτή τη μεγάλη δεξαμενή μεταναστών και προσφύγων είναι σίγουρο ότι η Τουρκία την έχει εντάξει στο οπλοστάσιο για γεωστρατηγικές επιδιώξεις η Ελλάδα όμως έδειξε στον Έβρο και θα ξαναδείξει όποτε χρειαστεί ότι εκείνη η αποτυχία της Τουρκίας θα επαναληφθεί και στη θάλασσα και στη ξηρά», δήλωσε ο κ. Κουμουτσάκος.