Πέτσας για κοροναϊό: Αν παρασυρθούμε από θεωρίες συνωμοσίας θα το πληρώσουμε
Συνάντηση με τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, θα έχει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης την Πέμπτη, στην Κορσική. Όπως ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, η συνάντηση θα γίνει πριν την έναρξη των εργασιών της Συνόδου Κορυφής των Μεσογειακών Χωρών της ΕΕ που θα γίνει εκεί εκείνη την ημέρα, με τη συμμετοχή Γαλλίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Ισπανίας, Κύπρου, Μάλτας και Πορτογαλίας.
Επίσης ο κ. Πέτσας είπε πως ο πρωθυπουργός είχε σήμερα τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι ο κ. Μισέλ θα επισκεφτεί την Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου.
«Η χώρα μας όπως αντιλαμβάνονται όλοι οι πολίτες αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο μεγάλες εξωγενείς προκλήσεις», τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ξεκινώντας την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. «Τη συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα και την πανδημία του κορονοϊού», είπε.
«Είναι λοιπόν εθνική υποχρέωση να υπάρχει συστράτευση και όχι διχαστική αντιπαράθεση. Γενναιότητα και όχι μικροψυχία. Υπευθυνότητα και όχι λαϊκισμός. Αλήθεια και όχι ψέμα», τόνισε και συνέχισε: «Διαπιστώνεται ήδη ότι οι παράνομες και προκλητικές κινήσεις της 'Αγκυρας παρατράβηξαν. Ξεκίνησαν τον περασμένο Νοέμβριο με την υπογραφή του παράνομου και ανυπόστατου τουρκολυβικού μνημονίου. Συνεχίστηκαν με την υποκίνηση μαζικής εισβολής κατατρεγμένων ανθρώπων στον Έβρο. Προσέλαβαν χαρακτήρα πρόκλησης σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο με την μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς και αργότερα της Μονής της Χώρας σε τζαμιά. Κορυφώθηκαν με την έξοδο του Ορούτς Ρέις και μονάδων του τουρκικού στόλου σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και παρατάθηκαν με την ανανέωση των παράνομων ναυτικών αγγελιών. Σε όλο αυτό το διάστημα η τουρκική ηγεσία εξαπολύει σχεδόν καθημερινά απειλές πολέμου και επιδίδεται σε προκλητικές αναφορές σε βάρος της Ελλάδας. Απαντάμε με πολιτική, διπλωματική και επιχειρησιακή ετοιμότητα, αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι χρειαστεί για την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων».
Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε: «Θέλουμε και το αποδείξαμε υπογράφοντας τις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μας με όλες τις γειτονικές χώρες συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Διάλογος όμως κάτω από απειλές και προκλήσεις δεν γίνεται».
Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε ο κ. Πέτσας «Το μήνυμά μας - και το επανέλαβε πολλές φορές ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης - είναι ξεκάθαρο: Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις. Σταματούν οι απειλές, αρχίζουν διερευνητικές επαφές. Πάντοτε, βέβαια, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Έτσι ώστε, είτε να βρούμε λύση στη μόνη εκκρεμότητα που είναι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, είτε να συντάξουμε συνυποσχετικό για την από κοινού παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».
Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πρόσθεσε: «Επισημαίνουμε ταυτόχρονα στη διεθνή κοινότητα, ότι η τουρκική προκλητικότητα δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Αφορά ολόκληρη την Ε.Ε., αφορά το ΝΑΤΟ, αφορά την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Μεσόγειο. Ήδη, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απευθύνει επιστολή - την παρέδωσε ο Υπουργός Εξωτερικών - στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην οποία παρουσιάζει και τεκμηριώνει την έκνομη δραστηριότητα της 'Αγκυρας. Η Ελλάδα κινείται με ψυχραιμία, εγρήγορση και εθνική αυτοπεποίθηση, δίνοντας προτεραιότητα στη διπλωματία. Δεν σύρεται, δεν τρομοκρατείται και δεν εκβιάζεται.
Ταυτόχρονα είμαστε σε επαφή με φίλες χώρες προκειμένου να ενισχύσουμε τον εξοπλισμό των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Στις 12 Σεπτεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός θα εξειδικεύσει το τρίπτυχο στο οποίο κινούμαστε: Εξοπλιστικά προγράμματα, ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων και ανάταξη της αμυντικής βιομηχανίας, που μπορεί, άλλωστε να συμβάλει στην τεχνολογική ανάπτυξη και την τόνωση της απασχόλησης».
Στη συνέχεια αναφορικά με την κρίση της πανδημίας, ο κ. Πέτσας επεσήμανε πως «τις τελευταίες εβδομάδες, διαπιστώνεται μια σταθεροποίηση, ως προς τον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων. Φαίνεται, έτσι, αφενός ότι οι πολίτες τηρούν τα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί και αφετέρου ότι τα μέτρα αυτά αποδίδουν, καθώς δεν παρατηρήθηκε η εκτόξευση των κρουσμάτων που ανέμεναν πολλοί για αυτή την περίοδο».
Αλλά διευκρίνισε ταυτόχρονα ότι «το επόμενο διάστημα παραμένει κρίσιμο. για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι το άνοιγμα των σχολείων μας. Αν τηρήσουμε τα μέτρα που συστήνουν οι ειδικοί και έχει αποφασίσει η Κυβέρνηση, όλα θα πάνε καλά. Αν αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από θεωρίες συνωμοσίας, θα το πληρώσουμε. Πρώτα τα παιδιά μας, μετά η οικογένειά μας και μετά η κοινωνία μας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο εφησυχασμός. Με δεδομένο ότι τα κρούσματα σταθεροποιήθηκαν και με την πεποίθηση ότι το άνοιγμα των σχολείων θα εξελιχθεί ομαλά, ο κίνδυνος του εφησυχασμού ελλοχεύει. Δεν πρέπει να του δώσουμε χώρο. Η σταθεροποίηση ή και μείωση των κρουσμάτων δεν πρέπει να μας κάνει να χαλαρώσουμε ξανά. Γιατί αυτή τη φορά δεν θα είναι καλοκαίρι. Θα συμπέσει μια τέτοια απευκταία χαλάρωση με τις εποχικές ιώσεις, ιδίως μάλιστα με αυτή της γρίπης. Και τότε θα πιεστεί το σύστημα υγείας και θα αυξηθεί ο κίνδυνος για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ιδίως μάλιστα τα πιο ευάλωτα».
Και τόνισε: «Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Και, όλοι μαζί, δεν θα το κάνουμε».
Επίσης ο κ. Πέτσας είπε πως ο πρωθυπουργός είχε σήμερα τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι ο κ. Μισέλ θα επισκεφτεί την Αθήνα στις 15 Σεπτεμβρίου.
«Η χώρα μας όπως αντιλαμβάνονται όλοι οι πολίτες αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο μεγάλες εξωγενείς προκλήσεις», τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ξεκινώντας την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. «Τη συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα και την πανδημία του κορονοϊού», είπε.
«Είναι λοιπόν εθνική υποχρέωση να υπάρχει συστράτευση και όχι διχαστική αντιπαράθεση. Γενναιότητα και όχι μικροψυχία. Υπευθυνότητα και όχι λαϊκισμός. Αλήθεια και όχι ψέμα», τόνισε και συνέχισε: «Διαπιστώνεται ήδη ότι οι παράνομες και προκλητικές κινήσεις της 'Αγκυρας παρατράβηξαν. Ξεκίνησαν τον περασμένο Νοέμβριο με την υπογραφή του παράνομου και ανυπόστατου τουρκολυβικού μνημονίου. Συνεχίστηκαν με την υποκίνηση μαζικής εισβολής κατατρεγμένων ανθρώπων στον Έβρο. Προσέλαβαν χαρακτήρα πρόκλησης σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο με την μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς και αργότερα της Μονής της Χώρας σε τζαμιά. Κορυφώθηκαν με την έξοδο του Ορούτς Ρέις και μονάδων του τουρκικού στόλου σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και παρατάθηκαν με την ανανέωση των παράνομων ναυτικών αγγελιών. Σε όλο αυτό το διάστημα η τουρκική ηγεσία εξαπολύει σχεδόν καθημερινά απειλές πολέμου και επιδίδεται σε προκλητικές αναφορές σε βάρος της Ελλάδας. Απαντάμε με πολιτική, διπλωματική και επιχειρησιακή ετοιμότητα, αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι χρειαστεί για την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων».
Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε: «Θέλουμε και το αποδείξαμε υπογράφοντας τις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μας με όλες τις γειτονικές χώρες συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Διάλογος όμως κάτω από απειλές και προκλήσεις δεν γίνεται».
Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε ο κ. Πέτσας «Το μήνυμά μας - και το επανέλαβε πολλές φορές ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης - είναι ξεκάθαρο: Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις. Σταματούν οι απειλές, αρχίζουν διερευνητικές επαφές. Πάντοτε, βέβαια, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Έτσι ώστε, είτε να βρούμε λύση στη μόνη εκκρεμότητα που είναι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, είτε να συντάξουμε συνυποσχετικό για την από κοινού παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».
Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πρόσθεσε: «Επισημαίνουμε ταυτόχρονα στη διεθνή κοινότητα, ότι η τουρκική προκλητικότητα δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Αφορά ολόκληρη την Ε.Ε., αφορά το ΝΑΤΟ, αφορά την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Μεσόγειο. Ήδη, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απευθύνει επιστολή - την παρέδωσε ο Υπουργός Εξωτερικών - στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στην οποία παρουσιάζει και τεκμηριώνει την έκνομη δραστηριότητα της 'Αγκυρας. Η Ελλάδα κινείται με ψυχραιμία, εγρήγορση και εθνική αυτοπεποίθηση, δίνοντας προτεραιότητα στη διπλωματία. Δεν σύρεται, δεν τρομοκρατείται και δεν εκβιάζεται.
Ταυτόχρονα είμαστε σε επαφή με φίλες χώρες προκειμένου να ενισχύσουμε τον εξοπλισμό των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Στις 12 Σεπτεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός θα εξειδικεύσει το τρίπτυχο στο οποίο κινούμαστε: Εξοπλιστικά προγράμματα, ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων και ανάταξη της αμυντικής βιομηχανίας, που μπορεί, άλλωστε να συμβάλει στην τεχνολογική ανάπτυξη και την τόνωση της απασχόλησης».
Στη συνέχεια αναφορικά με την κρίση της πανδημίας, ο κ. Πέτσας επεσήμανε πως «τις τελευταίες εβδομάδες, διαπιστώνεται μια σταθεροποίηση, ως προς τον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων. Φαίνεται, έτσι, αφενός ότι οι πολίτες τηρούν τα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί και αφετέρου ότι τα μέτρα αυτά αποδίδουν, καθώς δεν παρατηρήθηκε η εκτόξευση των κρουσμάτων που ανέμεναν πολλοί για αυτή την περίοδο».
Αλλά διευκρίνισε ταυτόχρονα ότι «το επόμενο διάστημα παραμένει κρίσιμο. για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι το άνοιγμα των σχολείων μας. Αν τηρήσουμε τα μέτρα που συστήνουν οι ειδικοί και έχει αποφασίσει η Κυβέρνηση, όλα θα πάνε καλά. Αν αφήσουμε τον εαυτό μας να παρασυρθεί από θεωρίες συνωμοσίας, θα το πληρώσουμε. Πρώτα τα παιδιά μας, μετά η οικογένειά μας και μετά η κοινωνία μας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο εφησυχασμός. Με δεδομένο ότι τα κρούσματα σταθεροποιήθηκαν και με την πεποίθηση ότι το άνοιγμα των σχολείων θα εξελιχθεί ομαλά, ο κίνδυνος του εφησυχασμού ελλοχεύει. Δεν πρέπει να του δώσουμε χώρο. Η σταθεροποίηση ή και μείωση των κρουσμάτων δεν πρέπει να μας κάνει να χαλαρώσουμε ξανά. Γιατί αυτή τη φορά δεν θα είναι καλοκαίρι. Θα συμπέσει μια τέτοια απευκταία χαλάρωση με τις εποχικές ιώσεις, ιδίως μάλιστα με αυτή της γρίπης. Και τότε θα πιεστεί το σύστημα υγείας και θα αυξηθεί ο κίνδυνος για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ιδίως μάλιστα τα πιο ευάλωτα».
Και τόνισε: «Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Και, όλοι μαζί, δεν θα το κάνουμε».