Αεροπλανοφόρο Σαρλ ντε Γκωλ: Οι 42.500 τόνοι γαλλικής διπλωματίας στο πλευρό της Ελλάδας
Κάποτε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, γνωστός σε όλους, Χένρυ Κίσινγκερ είχε κάνει την εξής δήλωση: «Ένα αεροπλανοφόρο ισοδυναμεί με χιλιάδες τόνους διπλωματίας».
Φαίνεται πως τόσο η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ, όσο και όσες ακολούθησαν, πήραν στα σοβαρά την φράση αυτή του Κίσινγκερ και φρόντισαν να προσθέσουν στον ήδη υπάρχοντα στόλο τους άλλα 7 υπεραεροπλανοφόρα (μέχρι τότε είχαν ήδη 3) κάνοντας τις ΗΠΑ την μόνη χώρα που, σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εφαρμόσει εκατομμύρια τόνους διπλωματίας.
Πράγματι, εάν κάνουμε τον συσχετισμό και την αναγωγή σε όρους πολιτικής βούλησης, θέλησης αλλά και εθνικών συμφερόντων, ένα αεροπλανοφόρο καθιστά την χώρα που το διαθέτει σε θέση διπλωματικής ισχύος αφού μπορεί να μεταφέρει στρατιωτική δύναμη (που στην διεθνή σκακιέρα μεταφράζεται σε πολιτική πίεση) ικανή, ώστε να αναγκάσει μέσω αυτής οποιαδήποτε άλλη χώρα που δεν διαθέτει ανάλογη δύναμη να δεχτεί τους όρους του ισχυρού. Δίκαιη ή άδικη, αυτή είναι η ψυχρή πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων.
Η Γαλλία βλέποντας πως η δήλωση του Χένρυ Κίσινγκερ ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, θέλησε να κατασκευάσει το δικό της αεροπλανοφόρο και όχι μόνο το κατάφερε αλλά επιπλέον η «πλωτή πόλη» των Γάλλων κατέχει και τρεις πρωτιές.
Είναι το πρώτο πυρηνοκίνητο πολεμικό πλοίο της Γαλλίας, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να ταξιδεύει για τουλάχιστον 10-15 χρόνια χωρίς να χρειαστεί ανεφοδιασμό σε καύσιμα, το πρώτο πυρηνοκίνητο που κατασκευάστηκε ποτέ στην Ευρώπη και ταυτόχρονα το πρώτο που κατασκευάστηκε εκτός των ΗΠΑ.
Το αεροπλανοφόρο Σαρλ ντε Γκωλ
Στο κομμάτι που αφορά την χώρα μας, το γαλλικό αεροπλανοφόρο πρόκειται να αποπλεύσει μέσα στον Σεπτέμβριο από το μητρικό του λιμάνι στην Τουλόν της Γαλλίας με προορισμό την Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου «να διασφαλιστεί ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου», σύμφωνα με την υπουργό Άμυνας της Γαλλίας, Φλοράνς Παρλί.
Στην ουσία πρόκειται για μια έμπρακτη ανταπόκριση στην χώρα μας η οποία το τελευταίο χρονικό διάστημα που η τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται «στο κόκκινο», προσπαθεί σε όλους τους τόνους να πείσει πως τα ελληνοτουρκικά είναι επί της ουσίας μια Ευρωπαϊκή υπόθεση.
Η Γαλλία φαίνεται πως ομονοεί με την Ελλάδα. Σε αυτό φαίνεται πως έχει παίξει τον ρόλο του και η προσωπική επαφή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμάνουελ Μακρόν. Ταυτόχρονα, για τους δικούς της λόγους, είναι προφανές πως η Γαλλία δεν θέλει να αφήσει την Τουρκία να καλύψει το κενό που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή από την απουσία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως θετικό που σε αυτή την χρονική συγκυρία τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου, ταυτίζονται με αυτά της Γαλλίας.
Από την πλευρά της η Τουρκία, δείχνει για ακόμη μια φορά πως το σημείο της διπλωματίας δεν είναι το ισχυρό της κομμάτι και αφετέρου πως το παν για το επιτελείο του Ερντογάν είναι η επικοινωνιακή διαχείριση, πράγμα το οποίο φανερώνει και χαρακτηριστικά για το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να ενταχθεί η δήλωση του σύμβουλου του Τούρκου προέδρου σε θέματα εξωτερικής Πολιτικής, Μεσούτ Χακί Κασίν, ο οποίος είπε ευθέως πως «θα βυθίσουμε το αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle». Είναι δεδομένο πως τόσο ο ίδιος, όσο και ο πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει ούτε σε κάποιο από τα πιο ευφάνταστα όνειρά τους, για πολλούς διαφορετικούς λόγους που δεν έχουν να κάνουν όλοι με την στρατιωτική ισχύ αλλά και με την κοινή λογική.
Είναι φανερό ότι η δήλωση αυτή έρχεται να προστεθεί, μαζί με άλλα παρόμοια πυροτεχνήματα από την πλευρά των Τούρκων, σε ένα πλαίσιο που φανερώνει ότι αντιλαμβάνονται την άσκηση εξωτερικής Πολιτικής με όρους άλλων δεκαετιών για να μην πούμε άλλων αιώνων.
Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο η Ελλάδα στις πολεμικές κραυγές των Τούρκων, απαντά με την άσκηση σοβαρής εξωτερικής Πολιτικής, βασισμένης στο ένα σκέλος της στο Διεθνές Δίκαιο και στο άλλο στις συμμαχίες της, διατηρεί σταθερά το διπλωματικό πλεονέκτημα.
Φαίνεται πως τόσο η τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ, όσο και όσες ακολούθησαν, πήραν στα σοβαρά την φράση αυτή του Κίσινγκερ και φρόντισαν να προσθέσουν στον ήδη υπάρχοντα στόλο τους άλλα 7 υπεραεροπλανοφόρα (μέχρι τότε είχαν ήδη 3) κάνοντας τις ΗΠΑ την μόνη χώρα που, σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εφαρμόσει εκατομμύρια τόνους διπλωματίας.
Πράγματι, εάν κάνουμε τον συσχετισμό και την αναγωγή σε όρους πολιτικής βούλησης, θέλησης αλλά και εθνικών συμφερόντων, ένα αεροπλανοφόρο καθιστά την χώρα που το διαθέτει σε θέση διπλωματικής ισχύος αφού μπορεί να μεταφέρει στρατιωτική δύναμη (που στην διεθνή σκακιέρα μεταφράζεται σε πολιτική πίεση) ικανή, ώστε να αναγκάσει μέσω αυτής οποιαδήποτε άλλη χώρα που δεν διαθέτει ανάλογη δύναμη να δεχτεί τους όρους του ισχυρού. Δίκαιη ή άδικη, αυτή είναι η ψυχρή πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων.
Η Γαλλία βλέποντας πως η δήλωση του Χένρυ Κίσινγκερ ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, θέλησε να κατασκευάσει το δικό της αεροπλανοφόρο και όχι μόνο το κατάφερε αλλά επιπλέον η «πλωτή πόλη» των Γάλλων κατέχει και τρεις πρωτιές.
Είναι το πρώτο πυρηνοκίνητο πολεμικό πλοίο της Γαλλίας, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να ταξιδεύει για τουλάχιστον 10-15 χρόνια χωρίς να χρειαστεί ανεφοδιασμό σε καύσιμα, το πρώτο πυρηνοκίνητο που κατασκευάστηκε ποτέ στην Ευρώπη και ταυτόχρονα το πρώτο που κατασκευάστηκε εκτός των ΗΠΑ.
Στο κομμάτι που αφορά την χώρα μας, το γαλλικό αεροπλανοφόρο πρόκειται να αποπλεύσει μέσα στον Σεπτέμβριο από το μητρικό του λιμάνι στην Τουλόν της Γαλλίας με προορισμό την Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου «να διασφαλιστεί ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου», σύμφωνα με την υπουργό Άμυνας της Γαλλίας, Φλοράνς Παρλί.
Στην ουσία πρόκειται για μια έμπρακτη ανταπόκριση στην χώρα μας η οποία το τελευταίο χρονικό διάστημα που η τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκεται «στο κόκκινο», προσπαθεί σε όλους τους τόνους να πείσει πως τα ελληνοτουρκικά είναι επί της ουσίας μια Ευρωπαϊκή υπόθεση.
Η Γαλλία φαίνεται πως ομονοεί με την Ελλάδα. Σε αυτό φαίνεται πως έχει παίξει τον ρόλο του και η προσωπική επαφή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμάνουελ Μακρόν. Ταυτόχρονα, για τους δικούς της λόγους, είναι προφανές πως η Γαλλία δεν θέλει να αφήσει την Τουρκία να καλύψει το κενό που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή από την απουσία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως θετικό που σε αυτή την χρονική συγκυρία τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου, ταυτίζονται με αυτά της Γαλλίας.
Από την πλευρά της η Τουρκία, δείχνει για ακόμη μια φορά πως το σημείο της διπλωματίας δεν είναι το ισχυρό της κομμάτι και αφετέρου πως το παν για το επιτελείο του Ερντογάν είναι η επικοινωνιακή διαχείριση, πράγμα το οποίο φανερώνει και χαρακτηριστικά για το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να ενταχθεί η δήλωση του σύμβουλου του Τούρκου προέδρου σε θέματα εξωτερικής Πολιτικής, Μεσούτ Χακί Κασίν, ο οποίος είπε ευθέως πως «θα βυθίσουμε το αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle». Είναι δεδομένο πως τόσο ο ίδιος, όσο και ο πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει ούτε σε κάποιο από τα πιο ευφάνταστα όνειρά τους, για πολλούς διαφορετικούς λόγους που δεν έχουν να κάνουν όλοι με την στρατιωτική ισχύ αλλά και με την κοινή λογική.
Είναι φανερό ότι η δήλωση αυτή έρχεται να προστεθεί, μαζί με άλλα παρόμοια πυροτεχνήματα από την πλευρά των Τούρκων, σε ένα πλαίσιο που φανερώνει ότι αντιλαμβάνονται την άσκηση εξωτερικής Πολιτικής με όρους άλλων δεκαετιών για να μην πούμε άλλων αιώνων.
Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο η Ελλάδα στις πολεμικές κραυγές των Τούρκων, απαντά με την άσκηση σοβαρής εξωτερικής Πολιτικής, βασισμένης στο ένα σκέλος της στο Διεθνές Δίκαιο και στο άλλο στις συμμαχίες της, διατηρεί σταθερά το διπλωματικό πλεονέκτημα.