Το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο με έδρα τη Χάγη της Ολλανδίας ιδρύθηκε στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο. Το καταστατικό του είναι μέρος του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ψηφίσθηκε μαζί με αυτόν, αντικαθιστώντας ανάλογο δικαστήριο που προβλεπόταν πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την Κοινωνία των Εθνών. Το συγκεκριμένο ∆ικαστήριο είναι το μοναδικό δικαιοδοτικό ουσιαστικά διαιτητικό όργανο του ΟΗΕ. Συγκροτείται από 15 δικαστές, με θητεία 9 χρόνων και κριτήριο τα επιστημονικά δεδομένα και όχι την εθνική τους καταγωγή. Παρά ταύτα, είναι ασυμβίβαστο να υπάρχουν δύο δικαστές με την ίδια εθνικότητα στην ίδια σύνθεση του δικαστηρίου. Κάθε τρία χρόνια ανανεώνεται το 1/3 των δικαστών. Οι δικαστές που το συγκροτούν εκλέγονται από τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και από τη Γενική Συνέλευση σε δύο διαφορετικές ψηφοφορίες. Στην παρούσα φάση ο πρόεδρος του ∆ικαστηρίου είναι Σομαλός.

Η Τουρκία δεν έχει μέχρι σήμερα αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του ∆ικαστηρίου της Χάγης. Η Ελλάδα για πρώτη φορά θέλησε να καταφύγει σε αυτό στα μέσα της δεκαετίας του ’70, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα και Σ. Ντεμιρέλ στην Τουρκία, όπου υπήρξε σύγκλιση ως προς την υπογραφή «συνυποσχετικού» για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ τους, αλλά και αναγνώριση της αρμοδιότητας του ∆ικαστηρίου, καθώς και αποδοχή της δεσμευτικότητας της όποιας απόφασής του. Στη συνέχεια, και μετά τις θυελλώδεις αντιδράσεις που αντιμετώπισε τότε ο Ντεμιρέλ στο τουρκικό Κοινοβούλιο, η Τουρκία υπαναχώρησε. Όταν υπήρξε η πρώτη απόπειρα προσφυγής τη δεκαετία του ’70 στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο σε σχέση με τα δικαιώματα των παράκτιων χωρών τόσο ως προς τη χάραξη των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας (πλήρης κυριαρχία) όσο και ως προς τις ζώνες οικονομικής εκμετάλλευσης τότε μόνο σε σχέση με τον βυθό και την υφαλοκρηπίδα, ίσχυε η διεθνής Συνθήκη που προέκυψε από τη Β’ ∆ιεθνή ∆ιάσκεψη για το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας, το 1958.
Η πρώτη απόπειρα επί Κ. Καραμανλή τη δεκαετία του ’70, η νέα Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας και το σενάριο να προσφύγει μονομερώς η Αθήνα
Ο νεωτερισμός της διεθνούς αυτής συμφωνίας σε επίπεδο ΟΗΕ ήταν η οροθέτηση της έννοιας της υφαλοκρηπίδας και των δικαιωμάτων που προκρίθηκαν επί αυτής. Στη συμφωνία του 1958 τα χωρικά ύδατα (πλήρης κυριαρχία) οριοθετούνταν στα 6 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Η Ελλάδα αναγνώρισε και κύρωσε τη διεθνή αυτή Συνθήκη. Η Τουρκία όχι. Σημειωτέον ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι οριοθετημένα από τη διακυβέρνηση Μεταξά, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, στα 6 ν.μ. στη θάλασσα και στα 10 ν.μ. στον αέρα μέχρι τώρα, όπου με τη συμφωνία με την Ιταλία και τη μερική με την Αίγυπτο η Ελλάδα απέκτησε ΑΟΖ.

Στη Β’ Συνδιάσκεψη του 1958 τα 3 ν.μ. έγιναν 6 ν.μ. ως προς τις ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας, τόσο στη θάλασσα όσο και στον αέρα. Ακριβώς επειδή υπάρχει η ελληνική ιδιαιτερότητα των 6 ν.μ. στη θάλασσα και των 10 ν.μ. στον αέρα, δημιουργείται το ζήτημα στο ΝΑΤΟ όπου αναγνωρίζεται τόσο στον αέρα όσο και στη θάλασσα η οριοθέτηση των 6 ν.μ. για την Ελλάδα.

ΕΠΙΣΗΜΗ

Το 1982, στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα, ύστερα από διαβουλεύσεις και συνεδριάσεις 9 ετών σε επίπεδο ΟΗΕ, συνομολογήθηκε η περίφημη νέα Συνθήκη για ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας (Γ’ Συνδιάσκεψη). Σε αυτήν, που από πολλές χώρες χαρακτηρίσθηκε «επαναστατική» ως προς κάποιες διατάξεις της, καθιερώθηκε η έννοια της ΑΟΖ (η στήλη από την επιφάνεια μέχρι τον βυθό στη θάλασσα), που συμπλήρωσε τη ζώνη της υφαλοκρηπίδας, ως προς τις ζώνες οικονομικής δικαιοδοσίας. Αυτή απλώθηκε σε εύρος μέχρι τα 200 ν.μ. όπου η γεωγραφία αυτό το επιτρέπει. Ταυτόχρονα, καθιερώθηκε το δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. Αναγνωρίστηκε, επίσης, ότι τα νησιά όχι όμως και οι βραχονησίδες έχουν χωρικά ύδατα και οικονομικές ζώνες απολύτως ανάλογες με την ηπειρωτική γραμμή.

Όπου η γεωγραφία δεν το επιτρέπει, η οριοθέτηση θα προκύπτει διά της μεθόδου της «μέσης γραμμής» στις απέναντι ή τις γειτονικές χώρες. Η Ελλάδα ήταν από τις κερδισμένες της Συνδιάσκεψης, η Τουρκία από τις χαμένες. Η Ελλάδα αναγνώρισε τη Συνθήκη, η Τουρκία όχι. ∆έκα χρόνια μετά, τη νέα Συνθήκη επικύρωσαν 120 χώρες, οπότε αποτέλεσε επίσημη διεθνή Συνθήκη σε ισχύ.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Τουρκία κήρυξε «casus belli» στην Ελλάδα με απόφαση του Κοινοβουλίου της στην περίπτωση που η Αθήνα ασκούσε το μονομερές, νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. ή όπου έφθαναν με τη «μέση γραμμή». Ακολούθησαν τα Ιμια και οι άτυπες «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο. Επίσης, ατέρμονες διερευνητικές επαφές για διμερή διάλογο, που κράτησαν από το 2002 μέχρι το 2016, χωρίς να καταλήξουν ούτε καν σε συμφωνία για την ατζέντα του διαλόγου.

Στην παρούσα, πλέον, φάση, η Τουρκία συνεχίζει να μην αναγνωρίζει το ∆ικαστήριο της Χάγης, αλλά ούτε και τη διεθνή Συνθήκη για το ∆ίκαιο της Θάλασσας του 1982.

Αρα η Χάγη κείται... μακράν και το μόνο «όπλο» που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα είναι να προσφύγει μονομερώς στη Χάγη, ζητώντας «γνωμοδότηση» (μη δεσμευτική απόφαση) από το ∆ικαστήριο, που, ναι μεν, θα περιορίζει τα δικαιώματά της ως προς το εύρος των ζωνών αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοναδική πρόταση από πλευράς της απέναντι στη συνεχώς και πιο επεκτατική Τουρκία, χωρίς τη χρήση στρατιωτικών μέσων ως προϋπόθεση.