Σακελλαροπούλου: Το διακύβευμα του δικαστή, να παραμένει ανεξάρτητος κι αμερόληπτος
Στο ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας, αναφέρθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υποδεχόμενη χθες το απόγευμα στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου εκπροσώπους της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, συνοδευόμενους από αντιπροσωπεία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατά τον χαιρετισμό της, η κ. Σακελλαροπούλου εξέφρασε τη χαρά και τη συγκίνησή της, που επιτείνει -όπως σημείωσε- το γεγονός ότι το 2019, ως πρόεδρος, εκείονη την εποχή, του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρότεινε στο Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η φετινή συνδιάσκεψη να γίνει στην Αθήνα. «Και επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, αντί να σας υποδέχομαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας σας υποδέχομαι εδώ, στον κήπο του Μεγάρου», τόνισε.
Επίσης, υπογράμμισε ότι εδώ και πολλούς μήνες τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις θέτουν στους διοικητικούς δικαστές πολύ ευαίσθητα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας.
Αναφερόμενη στη δεοντολογία των δικαστών, η κ. Σακελλαροπούλου επεσήμανε ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι: «Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις»Όπως πρόσθεσε, για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, απαιτείται διαρκής εσωτερική προσπάθεια.
Ειδικότερα, στον χαιρετισμό της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε:
«Κυρία πρόεδρε του Συμβουλίου της Επικρατείας,
κύριοι και κυρίες πρόεδροι των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων,
κυρίες και κύριοι Δικαστές
Με μεγάλη χαρά σάς καλωσορίζω στο Προεδρικό Μέγαρο. Τη χαρά και τη συγκίνησή μου επιτείνει το γεγονός ότι το 2019, ως πρόεδρος, την εποχή εκείνη, του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρότεινα στο Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η φετινή συνδιάσκεψη να γίνει στην Αθήνα. Και επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, αντί να σας υποδέχομαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας σας υποδέχομαι εδώ, στον κήπο του Μεγάρου.
Δυστυχώς, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση που συνδέεται με τον κορονοϊό εμπόδισαν κάποια μέλη της Ένωσής σας να είναι παρόντα κατά τη διάρκεια της διήμερης αυτής συνδιάσκεψης. Ωστόσο, όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε τις οδηγίες των ειδικών, πράγμα που ενδεχομένως προκαλεί κάποιες ανατροπές στον προγραμματισμό μας, είναι, ωστόσο, απολύτως αναγκαίο.
Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε συναδέλφους και φίλους, με τους οποίους μπορώ να μοιραστώ κάποιες σκέψεις πάνω σε ζητήματα που όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριστούμε.
Εδώ και πολλούς μήνες, τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις μας θέτουν στους διοικητικούς δικαστές, όπως εσείς και όπως ήμουν και εγώ επί 38 χρόνια, πολύ ευαίσθητα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας.
Ποιους περιορισμούς ατομικών ελευθεριών μπορούμε να ανεχθούμε χωρίς να υπονομεύσουμε τον πυρήνα τους; Σε ποια έκταση μπορεί να περιοριστεί η οικονομική ελευθερία προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία, χωρίς η ύφεση που ακολουθεί να γονατίσει την κοινωνία; Για ακόμα μία φορά, το νομικό εργαλείο της αρχής της αναλογικότητας στα χέρια της διοικητικής δικαιοσύνης, στα δικά σας χέρια, μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Στα Ανώτατα Δικαστήρια των χωρών, που είναι μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, διαμορφώνεται μία νομολογία κυρίως σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις προσωρινών μέτρων. Παρακολουθώντας κάποιες από τις δικαστικές αποφάσεις που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα, βλέπουμε καθαρά το ενδιαφέρον -την αγωνία θα έλεγα- του διοικητικού δικαστή να κατορθώσει, για ακόμα μία φορά και μάλιστα σε μία συγκυρία άνευ προηγουμένου για τη γενιά μας, να βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και την εγγύηση των δημόσιων αγαθών, στη συγκεκριμένη περίπτωση της δημόσιας υγείας.
Δυστυχώς, η υγειονομική κρίση έχει φέρει στην επιφάνεια ανορθολογικές δυνάμεις, οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση στις κοινωνίες μας, αλλά εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση και επιθετικότητα κάθε φορά που προκύπτει μία κρίση, οικονομική, πολιτική, υγειονομική ή άλλη. Πολίτες που διαδηλώνουν σε όλον τον κόσμο ενάντια στις μάσκες, που δεν συμφωνούν με τη διατήρηση των αποστάσεων, που φτάνουν ως και να αρνούνται την ίδια την ύπαρξη του ιού. Όλοι μας, ωστόσο, το γνωρίζουμε πολύ καλά: Στον κόσμο μας ανθίζουν όλα τα λουλούδια και, δυστυχώς, ο παραλογισμός καλά κρατεί.
Το σεμινάριο που θα παρακολουθήσετε αύριο είναι αφιερωμένο σε ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας: Τη δεοντολογία που διέπει τη συμπεριφορά των δικαστών.
Το 2003, ο Guy Cavinet, πρώτος πρόεδρος, εκείνη την εποχή, του γαλλικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, εγκαινίασε τη συζήτηση στη χώρα του, τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για έναν εις βάθος αναστοχασμό της δεοντολογίας που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά των δικαστών. H προσέγγισή του προφανώς σχετιζόταν με τα γεγονότα της εποχής, ωστόσο τα προβλήματα τα οποία έθιξε μας απασχολούν ακόμη και σήμερα, φυσικά με διαφορετικούς τρόπους.
Οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι. Προφανώς. Στο πλαίσιο, ωστόσο, του λειτουργήματός τους όπως και στην ιδιωτική τους ζωή, οφείλουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν θα αφήνει να πλανάται καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους. Είναι περιττό να υπενθυμίσω σε σας τη σημασία που δίνει το Δικαστήριο του Στρασβούργου στις εντυπώσεις. Ισχύει εδώ ό,τι και για τη γυναίκα του Καίσαρα. Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις. Είναι πολύ δύσκολο να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, απαιτεί διαρκή εσωτερική προσπάθεια.
Η δεοντολογία είναι ένας συνεχής αναστοχασμός πάνω στις θεμελιώδεις αξίες της λειτουργίας του δικαστή και συμβάλλει τα μέγιστα στην ενίσχυση του δεσμού εμπιστοσύνης ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την κοινωνία, τη δικαιοσύνη και τους διαδίκους. Αυτήν την εμπιστοσύνη, που τόσο πολύ χρειάζεται η δικαιοσύνη προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή της ως εγγυήτριας του κράτους δικαίου.
Πριν από λίγες ημέρες, μία μεγάλη Αμερικανίδα δικαστής, η Ruth Bader Ginsburg, έφυγε από κοντά μας. Φυσικά, ανήκε σε μία κοινωνία όπου ο δικαστής έχει διαφορετικό ρόλο από τον Ευρωπαίο ομόλογό του. Ωστόσο, οι Αμερικανοί πολίτες που συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, θέλοντας να εκφράσουν τη λύπη τους για την απώλεια της Γκίνσμπεργκ, αποτελούν ένα ζωντανό παράδειγμα, μία απόδειξη ότι ο σεβασμός αυστηρών αρχών διαμορφώνει τον αναγκαίο δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τους δικαστές τους, έναν δεσμό που συνιστά το ύστατο καταφύγιο των ατομικών τους ελευθεριών.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη άξια αυτού του ονόματος χωρίς σεβασμό στις αρχές της δεοντολογίας. Ακόμα και χωρίς σχετικό νομικό κείμενο, οι δεοντολογικές υποχρεώσεις είναι πανταχού παρούσες, οδηγός των δικαστών στην καθημερινή τους ζωή.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι οι συζητήσεις που θα διεξαχθούν αύριο θα θίξουν ένα φλέγον ζήτημα, αλλά δεν θα το κλείσουν. Θα συνεχίσει να σας απασχολεί και την επομένη, και σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σας ζωής. Ακριβώς επειδή αποτελεί ένα πρωταρχικό, εξαιρετικής σημασίας ζήτημα για το κράτος δικαίου, δηλαδή για τη σύγχρονη Δημοκρατία».
Κατά τον χαιρετισμό της, η κ. Σακελλαροπούλου εξέφρασε τη χαρά και τη συγκίνησή της, που επιτείνει -όπως σημείωσε- το γεγονός ότι το 2019, ως πρόεδρος, εκείονη την εποχή, του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρότεινε στο Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η φετινή συνδιάσκεψη να γίνει στην Αθήνα. «Και επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, αντί να σας υποδέχομαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας σας υποδέχομαι εδώ, στον κήπο του Μεγάρου», τόνισε.
Επίσης, υπογράμμισε ότι εδώ και πολλούς μήνες τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις θέτουν στους διοικητικούς δικαστές πολύ ευαίσθητα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας.
Αναφερόμενη στη δεοντολογία των δικαστών, η κ. Σακελλαροπούλου επεσήμανε ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι: «Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις»Όπως πρόσθεσε, για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, απαιτείται διαρκής εσωτερική προσπάθεια.
Ειδικότερα, στον χαιρετισμό της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε:
«Κυρία πρόεδρε του Συμβουλίου της Επικρατείας,
κύριοι και κυρίες πρόεδροι των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων,
κυρίες και κύριοι Δικαστές
Με μεγάλη χαρά σάς καλωσορίζω στο Προεδρικό Μέγαρο. Τη χαρά και τη συγκίνησή μου επιτείνει το γεγονός ότι το 2019, ως πρόεδρος, την εποχή εκείνη, του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρότεινα στο Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η φετινή συνδιάσκεψη να γίνει στην Αθήνα. Και επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, αντί να σας υποδέχομαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας σας υποδέχομαι εδώ, στον κήπο του Μεγάρου.
Δυστυχώς, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση που συνδέεται με τον κορονοϊό εμπόδισαν κάποια μέλη της Ένωσής σας να είναι παρόντα κατά τη διάρκεια της διήμερης αυτής συνδιάσκεψης. Ωστόσο, όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε τις οδηγίες των ειδικών, πράγμα που ενδεχομένως προκαλεί κάποιες ανατροπές στον προγραμματισμό μας, είναι, ωστόσο, απολύτως αναγκαίο.
Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε συναδέλφους και φίλους, με τους οποίους μπορώ να μοιραστώ κάποιες σκέψεις πάνω σε ζητήματα που όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριστούμε.
Εδώ και πολλούς μήνες, τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις μας θέτουν στους διοικητικούς δικαστές, όπως εσείς και όπως ήμουν και εγώ επί 38 χρόνια, πολύ ευαίσθητα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας.
Ποιους περιορισμούς ατομικών ελευθεριών μπορούμε να ανεχθούμε χωρίς να υπονομεύσουμε τον πυρήνα τους; Σε ποια έκταση μπορεί να περιοριστεί η οικονομική ελευθερία προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία, χωρίς η ύφεση που ακολουθεί να γονατίσει την κοινωνία; Για ακόμα μία φορά, το νομικό εργαλείο της αρχής της αναλογικότητας στα χέρια της διοικητικής δικαιοσύνης, στα δικά σας χέρια, μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Στα Ανώτατα Δικαστήρια των χωρών, που είναι μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, διαμορφώνεται μία νομολογία κυρίως σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις προσωρινών μέτρων. Παρακολουθώντας κάποιες από τις δικαστικές αποφάσεις που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα, βλέπουμε καθαρά το ενδιαφέρον -την αγωνία θα έλεγα- του διοικητικού δικαστή να κατορθώσει, για ακόμα μία φορά και μάλιστα σε μία συγκυρία άνευ προηγουμένου για τη γενιά μας, να βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και την εγγύηση των δημόσιων αγαθών, στη συγκεκριμένη περίπτωση της δημόσιας υγείας.
Δυστυχώς, η υγειονομική κρίση έχει φέρει στην επιφάνεια ανορθολογικές δυνάμεις, οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση στις κοινωνίες μας, αλλά εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση και επιθετικότητα κάθε φορά που προκύπτει μία κρίση, οικονομική, πολιτική, υγειονομική ή άλλη. Πολίτες που διαδηλώνουν σε όλον τον κόσμο ενάντια στις μάσκες, που δεν συμφωνούν με τη διατήρηση των αποστάσεων, που φτάνουν ως και να αρνούνται την ίδια την ύπαρξη του ιού. Όλοι μας, ωστόσο, το γνωρίζουμε πολύ καλά: Στον κόσμο μας ανθίζουν όλα τα λουλούδια και, δυστυχώς, ο παραλογισμός καλά κρατεί.
Το σεμινάριο που θα παρακολουθήσετε αύριο είναι αφιερωμένο σε ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας: Τη δεοντολογία που διέπει τη συμπεριφορά των δικαστών.
Το 2003, ο Guy Cavinet, πρώτος πρόεδρος, εκείνη την εποχή, του γαλλικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, εγκαινίασε τη συζήτηση στη χώρα του, τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για έναν εις βάθος αναστοχασμό της δεοντολογίας που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά των δικαστών. H προσέγγισή του προφανώς σχετιζόταν με τα γεγονότα της εποχής, ωστόσο τα προβλήματα τα οποία έθιξε μας απασχολούν ακόμη και σήμερα, φυσικά με διαφορετικούς τρόπους.
Οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι. Προφανώς. Στο πλαίσιο, ωστόσο, του λειτουργήματός τους όπως και στην ιδιωτική τους ζωή, οφείλουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν θα αφήνει να πλανάται καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους. Είναι περιττό να υπενθυμίσω σε σας τη σημασία που δίνει το Δικαστήριο του Στρασβούργου στις εντυπώσεις. Ισχύει εδώ ό,τι και για τη γυναίκα του Καίσαρα. Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις. Είναι πολύ δύσκολο να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, απαιτεί διαρκή εσωτερική προσπάθεια.
Η δεοντολογία είναι ένας συνεχής αναστοχασμός πάνω στις θεμελιώδεις αξίες της λειτουργίας του δικαστή και συμβάλλει τα μέγιστα στην ενίσχυση του δεσμού εμπιστοσύνης ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την κοινωνία, τη δικαιοσύνη και τους διαδίκους. Αυτήν την εμπιστοσύνη, που τόσο πολύ χρειάζεται η δικαιοσύνη προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή της ως εγγυήτριας του κράτους δικαίου.
Πριν από λίγες ημέρες, μία μεγάλη Αμερικανίδα δικαστής, η Ruth Bader Ginsburg, έφυγε από κοντά μας. Φυσικά, ανήκε σε μία κοινωνία όπου ο δικαστής έχει διαφορετικό ρόλο από τον Ευρωπαίο ομόλογό του. Ωστόσο, οι Αμερικανοί πολίτες που συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, θέλοντας να εκφράσουν τη λύπη τους για την απώλεια της Γκίνσμπεργκ, αποτελούν ένα ζωντανό παράδειγμα, μία απόδειξη ότι ο σεβασμός αυστηρών αρχών διαμορφώνει τον αναγκαίο δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τους δικαστές τους, έναν δεσμό που συνιστά το ύστατο καταφύγιο των ατομικών τους ελευθεριών.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη άξια αυτού του ονόματος χωρίς σεβασμό στις αρχές της δεοντολογίας. Ακόμα και χωρίς σχετικό νομικό κείμενο, οι δεοντολογικές υποχρεώσεις είναι πανταχού παρούσες, οδηγός των δικαστών στην καθημερινή τους ζωή.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι οι συζητήσεις που θα διεξαχθούν αύριο θα θίξουν ένα φλέγον ζήτημα, αλλά δεν θα το κλείσουν. Θα συνεχίσει να σας απασχολεί και την επομένη, και σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σας ζωής. Ακριβώς επειδή αποτελεί ένα πρωταρχικό, εξαιρετικής σημασίας ζήτημα για το κράτος δικαίου, δηλαδή για τη σύγχρονη Δημοκρατία».