Η Χρυσή Αυγή, μετά την απόφαση του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, χαρακτηρίζεται «εγκληματική οργάνωση» με βάση το άρθρο 187 του ποινικού κώδικα.

Με τον τρόπο αυτόν η Ελλάδα γράφει νομολογία για ολόκληρη την Ευρώπη, σύμφωνα με την όποια πολιτικές οργανώσεις με ρατσιστικές και νεοναζιστικές αναφορές και έκνομες πρακτικές μπορούν να αντιμετωπιστούν δικαστικά με τρόπο ανάλογο με τις συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος.

Ο αρχηγός και τα μέλη της Χρυσής Αυγής σε μια κλιμακούμενη διαδικασία καταλογισμού κατηγορούνται και τιμωρούνται όχι για κάθε πράξη στην οποία συμμετέχουν, αλλά, ως «συλλογική ευθύνη», για τη συμμετοχή τους στην εν λόγω οργάνωση.

Η Χρυσή Αυγή και αυτό είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία που θα πρέπει να αναδειχθούν έχει «δικαστεί» και «καταδικαστεί» πολιτικά από τους Έλληνες ψηφοφόρους στις κάλπες πολύ πριν από την προ ελάχιστων 24ώρων ιστορική δικαστική απόφαση: στις εθνικές εκλογές πέρυσι, όταν δεν συγκέντρωσαν οι συνδυασμοί της το απαραίτητο 3% για να εκλεγούν βουλευτές της στο νέο Κοινοβούλιο. Αφήνοντας το πολιτικό επίπεδο, λοιπόν, ως μια υπόθεση που έχει κλείσει, η εξέλιξη και η κατάληξη της δίκης, με 68 κατηγορουμένους από την ηγετική της ομάδα και τα πλέον προβεβλημένα μέλη της, αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν στους επόμενους βαθμούς της ∆ικαιοσύνης, όπου θα επανεξετασθεί στη συνέχεια η υπόθεση, ένα κυρίαρχο για το δικονομικό μας σύστημα και το δημοκρατικό θεσμικό μας πλαίσιο στοίχημα. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα είπε μετά την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. «Το ναζιστικό μόρφωμα, μετά τις κάλπες, καταδικάστηκε και στο δικαστήριο. Είναι μια απόδειξη της δύναμης που εκπέμπει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η διάκριση των εξουσιών. Η ενότητα, η αλήθεια και η ομαλότητα. Ωστόσο, η δίκη του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της βίας μέσα στην κοινωνία παραμένει διαρκής. Η ∆ημοκρατία σήμερα νίκησε. Είναι στο χέρι όλων μας να νικά καθημερινά», ανέφερε.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να καταγραφούν μια σειρά από λάθη και αστοχίες των πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και πιο ειδικά της αξιωματικής, στην τελική φάση της δίκης. Πώς είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως κυβερνητική πλειοψηφία, που ψήφισε, ελάχιστα πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, τον νέο Ποινικό Κώδικα, προκρίνοντας τη μη επιβολή ποινών στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για τους καταδικασμένους για άλλα ποινικά αδικήματα, να έρχεται ελάχιστες ώρες μετά την απόφαση του δικαστηρίου και να προτείνει τροπολογία για κατάργηση της ευεργετικής διάταξης ειδικά για τα μέλη της Χρυσής Αυγής; Μάλιστα, ο πρώην υπουργός ∆ικαιοσύνης, Στ. Κοντονής παραδέχθηκε προ ημερών ότι το νομοθέτημα (σ.σ.: ο νέος Ποινικός Κώδικας που ψηφίστηκε το 2019) εκθέτει την κυβέρνηση (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ), καθώς ορισμένες παράμετροί του έχουν να κάνουν και με αποφάσεις όπως η πρόσφατη για τη Χρυσή Αυγή.

Μιλώντας για την ιστορία της Χρυσής Αυγής, θα πρέπει να καταγραφεί ότι μια ιδιότυπη ως προς τον ακραίο φιλοναζισμό της πολιτική οργάνωση, με λούμπεν χαρακτηριστικά και ακραίες δολοφονικές πρακτικές που παραπέμπουν σε «μπράβους» και εγκληματίες του κοινού Ποινικού ∆ικαίου, κατόρθωσε να αποκτήσει εκλογικά πολιτική εκπροσώπηση με ποσοστά από 4% έως 10% στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Αυτοδιοίκηση από το 2010 έως το 2019 βασισμένη σε δύο κύρια ζητήματα: την παράνομη μετανάστευση και την οικονομική κατάρρευση του 2010.

Μέχρι τότε ήταν ένα περιθωριακό σχήμα, με δεκάδες μέλη του από τις δεκαετίες του 1980 και 1990 να έχουν καταδικαστεί για έκνομες ενέργειες, μέχρι και για δολοφονία («Περίανδρος» Ανδρουτσόπουλος), συγκεντρώνοντας ποσοστά από 0,07% έως 0,8% σε εκλογές.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 10 Οκτωβρίου