Γιατί κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό ο Μητσοτάκης – Οι «γαλάζιες» γρήγορες λύσεις, το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και η απουσία εναλλακτικής πρότασης
Χαρακτηριστικές του κλίματος που έχει διαμορφωθεί στο επίπεδο των πολιτικών ισορροπιών σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία είναι οι δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας το τελευταίο δεκαήμερο, κατά το οποίο η αντιπαράθεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης έχει οδηγηθεί σε υψηλή ένταση με φόντο την υπόθεση Λιγνάδη, την απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα και την αύξηση των κρουσμάτων του κορονοϊού.
Είναι σαφές πως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και οι οποίες έχουν επηρεάσει σε έναν βαθμό (απολύτως ελεγχόμενο, ωστόσο, όπως λένε οι γνωρίζοντες) τους λεγόμενους ποιοτικούς δείκτες, η πολιτική κυριαρχία της σε επίπεδο κυβερνησιμότηταςπαραμένει αδιαμφισβήτητη.
Καταλληλότερος ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Το ίδιο ισχύει και για το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος ακόμα και στις έρευνες που έγιναν για λογαριασμό ΜΜΕ που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να προηγείται με πολύ μεγάλη διαφορά έναντι του επικεφαλής της αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, αναφορικά με τα ποσοστά καταλληλότητας για την πρωθυπουργία.
Η διαφορά μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών στο συγκεκριμένο ερώτημα συνεχίζει να κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, μεταξύ 14% και 19%, γεγονός που συμβαδίζει με την εικόνα που σχηματίζεται για τη δυναμική των δύο κομμάτων από την πρόθεση ψήφου, όπου, με εξαίρεση την εταιρεία ProRata (για λογαριασμό της «Εφ.Συν.»), η οποία κατέγραφε την ψαλίδα στις 9 μονάδες, η απόσταση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ προσδιοριζόταν μεταξύ 13 και και 17,5 ποσοστιαίων μονάδων.
Αποδοχή της κοινωνίας
Παράλληλα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να λαμβάνει ικανοποιητικό βαθμό αποδοχής τόσο σε ό,τι αφορά γενικότερα το κυβερνητικό έργο όσο και -τηρουμένων των αναλογιών και λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα που προέκυψαν με το τρίτο κύμα και την εμφανή αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι στην οικονομίαστο μέτωπο διαχείρισης της πανδημίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται ακόμα και υπέρ της παράτασης του lockdown, η οποία ανακοινώθηκε πριν από μερικά εικοσιτετράωρα, μέχρι να ξεκαθαρίσει οριστικά το τοπίο.
Στα συν του κυβερνητικού στρατοπέδου είναι, επίσης, η επιτυχία της καμπάνιας του εμβολιασμού, αφού, όπως φαίνεται, αυξήθηκε το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν διατεθειμένοι να εμβολιαστούν.
Τα αγκάθια
Στον αντίποδα, μεγαλύτερος σκεπτικισμός υπάρχει για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο ζήτημα Λιγνάδη, όπου διαπιστώνεται διχασμός μεταξύ των πολιτών, με ελαφρύ προβάδισμα εκείνων που διατυπώνουν αρνητική άποψη. Ταυτόχρονα, όμως, από την παράμετρο αυτή δεν φαίνεται να βγαίνει κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού είναι ακόμα μεγαλύτερο το ποσοστό εκείνων που διαφωνούν με τις επιλογές της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ίδιο θέμα. Κάθε άλλο παρά έκπληξη συνιστά (με φόντο τα δεδομένα προγενέστερων μετρήσεων) και η ένδειξη σχετικά με το μηδαμινό δημοσκοπικό κέρδος που έχει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφορικά με τους χειρισμούς στην ελληνοτουρκική κρίση.
Αδυναμία ΣΥΡΙΖΑ
Για ακόμα μία φορά, πέραν της ξεκάθαρης υπεροχής στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα, καταγράφεται ξεκάθαρα και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αφού το ποσοστό των ερωτηθέντων που δηλώνουν ικανοποιημένοι από την αντιπολιτευτική του στρατηγική είναι εξαιρετικά χαμηλό, ακόμα και μεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη μέτρηση της Opinion Poll, ο εν λόγω δείκτης δεν ξεπερνούσε το 12% και έφθανε μόλις το 29,4% στους ψηφοφόρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σε αυτό, σημαντικό ρόλο παίζει το τελευταίο διάστημα και η στάση στήριξης στον Δημήτρη Κουφοντίνα και, φυσικά, οι απολύτως απαράδεκτες δηλώσεις ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα, μιας και η πλειοψηφία των πολιτών καταδικάζει απερίφραστα αυτή τη λογική.
Γίνεται αντιληπτή από σειρά δημοσκοπήσεων η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να επωφεληθεί από τις δύσκολες έως και πρωτόγνωρες καταστάσεις που αντιμετωπίζει για μακρύ χρονικό διάστημα η κυβέρνηση, αλλά και το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να απευθυνθεί με την επιχειρηματολογία του σε μια μεγαλύτερη μάζα πολιτών.
«Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Η όποια συζήτηση, όμως, αρχίζει και τελειώνει ουσιαστικά σε δύο άξονες: Αφενός, στο γεγονός ότι η διαφορά στην πρόθεση ψήφου παραμένει μεγάλη και στα επίπεδα των προηγούμενων μηνών και η εικόνα του πρωθυπουργού αναλλοίωτη. Αφετέρου, είναι ξεκάθαρο το μήνυμα που εκπέμπεται στο έμμεσο δίλημμα τι θα γινόταν σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα αν αντί του Μητσοτάκη είχαμε Τσίπρα και αντί Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την εμπιστοσύνη οφείλουμε να επενδύσουμε», τονίζουν χαρακτηριστικά στα «Π» κορυφαία στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου αποκοδικωποιώντας τα στοιχεία που έρχονται στο προσκήνιο από το το τελευταίο κύμα των σφυγμομετρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, στην κυβέρνηση θα συνεχίζουν να υπογραμμίζουν την ανευθυνότητα με την οποία, όπως λένε τοποθετείται ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι των εξελίξεων, αλλά και να αναδεικνύουν την ευκαιριακήπολιτική λογική του Αλέξη Τσίπρα, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα ξεκάθαρα δείγματα γραφής του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι σαφές πως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και οι οποίες έχουν επηρεάσει σε έναν βαθμό (απολύτως ελεγχόμενο, ωστόσο, όπως λένε οι γνωρίζοντες) τους λεγόμενους ποιοτικούς δείκτες, η πολιτική κυριαρχία της σε επίπεδο κυβερνησιμότηταςπαραμένει αδιαμφισβήτητη.
Καταλληλότερος ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Το ίδιο ισχύει και για το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος ακόμα και στις έρευνες που έγιναν για λογαριασμό ΜΜΕ που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να προηγείται με πολύ μεγάλη διαφορά έναντι του επικεφαλής της αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, αναφορικά με τα ποσοστά καταλληλότητας για την πρωθυπουργία.
Η διαφορά μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών στο συγκεκριμένο ερώτημα συνεχίζει να κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, μεταξύ 14% και 19%, γεγονός που συμβαδίζει με την εικόνα που σχηματίζεται για τη δυναμική των δύο κομμάτων από την πρόθεση ψήφου, όπου, με εξαίρεση την εταιρεία ProRata (για λογαριασμό της «Εφ.Συν.»), η οποία κατέγραφε την ψαλίδα στις 9 μονάδες, η απόσταση μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ προσδιοριζόταν μεταξύ 13 και και 17,5 ποσοστιαίων μονάδων.
Αποδοχή της κοινωνίας
Παράλληλα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να λαμβάνει ικανοποιητικό βαθμό αποδοχής τόσο σε ό,τι αφορά γενικότερα το κυβερνητικό έργο όσο και -τηρουμένων των αναλογιών και λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα που προέκυψαν με το τρίτο κύμα και την εμφανή αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι στην οικονομίαστο μέτωπο διαχείρισης της πανδημίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται ακόμα και υπέρ της παράτασης του lockdown, η οποία ανακοινώθηκε πριν από μερικά εικοσιτετράωρα, μέχρι να ξεκαθαρίσει οριστικά το τοπίο.
Στα συν του κυβερνητικού στρατοπέδου είναι, επίσης, η επιτυχία της καμπάνιας του εμβολιασμού, αφού, όπως φαίνεται, αυξήθηκε το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν διατεθειμένοι να εμβολιαστούν.
Τα αγκάθια
Στον αντίποδα, μεγαλύτερος σκεπτικισμός υπάρχει για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο ζήτημα Λιγνάδη, όπου διαπιστώνεται διχασμός μεταξύ των πολιτών, με ελαφρύ προβάδισμα εκείνων που διατυπώνουν αρνητική άποψη. Ταυτόχρονα, όμως, από την παράμετρο αυτή δεν φαίνεται να βγαίνει κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού είναι ακόμα μεγαλύτερο το ποσοστό εκείνων που διαφωνούν με τις επιλογές της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ίδιο θέμα. Κάθε άλλο παρά έκπληξη συνιστά (με φόντο τα δεδομένα προγενέστερων μετρήσεων) και η ένδειξη σχετικά με το μηδαμινό δημοσκοπικό κέρδος που έχει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφορικά με τους χειρισμούς στην ελληνοτουρκική κρίση.
Αδυναμία ΣΥΡΙΖΑ
Για ακόμα μία φορά, πέραν της ξεκάθαρης υπεροχής στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα, καταγράφεται ξεκάθαρα και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αφού το ποσοστό των ερωτηθέντων που δηλώνουν ικανοποιημένοι από την αντιπολιτευτική του στρατηγική είναι εξαιρετικά χαμηλό, ακόμα και μεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, στην πρόσφατη μέτρηση της Opinion Poll, ο εν λόγω δείκτης δεν ξεπερνούσε το 12% και έφθανε μόλις το 29,4% στους ψηφοφόρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σε αυτό, σημαντικό ρόλο παίζει το τελευταίο διάστημα και η στάση στήριξης στον Δημήτρη Κουφοντίνα και, φυσικά, οι απολύτως απαράδεκτες δηλώσεις ορισμένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα, μιας και η πλειοψηφία των πολιτών καταδικάζει απερίφραστα αυτή τη λογική.
Γίνεται αντιληπτή από σειρά δημοσκοπήσεων η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να επωφεληθεί από τις δύσκολες έως και πρωτόγνωρες καταστάσεις που αντιμετωπίζει για μακρύ χρονικό διάστημα η κυβέρνηση, αλλά και το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να απευθυνθεί με την επιχειρηματολογία του σε μια μεγαλύτερη μάζα πολιτών.
«Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Η όποια συζήτηση, όμως, αρχίζει και τελειώνει ουσιαστικά σε δύο άξονες: Αφενός, στο γεγονός ότι η διαφορά στην πρόθεση ψήφου παραμένει μεγάλη και στα επίπεδα των προηγούμενων μηνών και η εικόνα του πρωθυπουργού αναλλοίωτη. Αφετέρου, είναι ξεκάθαρο το μήνυμα που εκπέμπεται στο έμμεσο δίλημμα τι θα γινόταν σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα αν αντί του Μητσοτάκη είχαμε Τσίπρα και αντί Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την εμπιστοσύνη οφείλουμε να επενδύσουμε», τονίζουν χαρακτηριστικά στα «Π» κορυφαία στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου αποκοδικωποιώντας τα στοιχεία που έρχονται στο προσκήνιο από το το τελευταίο κύμα των σφυγμομετρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, στην κυβέρνηση θα συνεχίζουν να υπογραμμίζουν την ανευθυνότητα με την οποία, όπως λένε τοποθετείται ο ΣΥΡΙΖΑ έναντι των εξελίξεων, αλλά και να αναδεικνύουν την ευκαιριακήπολιτική λογική του Αλέξη Τσίπρα, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα ξεκάθαρα δείγματα γραφής του Κυριάκου Μητσοτάκη.