Η στρατηγική της Αθήνας απέναντι σε Άγκυρα και Βερολίνο με φόντο τη Σύνοδο Κορυφής
Ανοιχτά υποστηρίζει η Μέρκελ τις κινήσεις του Ερντογάν, σε αντίθεση με τον Μακρόν
Η συμπεριφορά της Τουρκίας μετά την εκκίνηση των «διερευνητικών» επαφών με την Ελλάδα την εμφάνισε εξόχως επιθετική προς τη χώρα μας και απρόθυμη για τη συνέχιση αυτής της διαδικασίας.
Η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει ήδη την τακτική που θα ακολουθήσει στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., σε λίγες ημέρες, γνωρίζοντας ότι η Αγκυρα «παίζει» με τον χρόνο και δεν είναι διατεθειμένη για «βελτίωση» των σχέσεων με την Αθήνα, κατά τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Δίκαιο.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Ν. Δένδιας, ανιχνεύει τις προθέσεις των εταίρων της Ε.Ε., που θα πρέπει να αποφασίσουν στις 25 Μαρτίου αν έχει πλέον νόημα η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, η οποία έδινε χρονικά περιθώρια στον Ερντογάν για αλλαγή συμπεριφοράς προς την Ελλάδα, μέσω της διαδικασίας των «διερευνητικών», που, ναι μεν, θα συνεχισθούν στις 16 Μαρτίου, αλλά μόνο για τα προσχήματα. Αυτήν την ώρα, η ελληνική διπλωματία κρίνει αποτυχημένη τη γνωστή γερμανική «διαμεσολάβηση», που έχει οδηγήσει πλέον και στην έντονη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις ευνοϊκές προς την Τουρκία πολιτικές του Βερολίνου.
Η τουρκική ηγεσία δείχνει σήμερα να διακατέχεται από μια αυτοπεποίθηση ενόψει της επόμενης Συνόδου Κορυφής, αυτοπεποίθηση που δεν είναι, βέβαια, χωρίς αιτία. Διότι μπορεί ο Ερντογάν να κατηγορείται ακόμα και από πολιτικούς αντιπάλους του στην Αγκυρα ότι «απομακρύνει» την Τουρκία από την Ευρώπη με τις συγκρουσιακές πολιτικές του σε Δύση και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά στον ευρωπαϊκό χώρο διατηρεί ένα ισχυρό πλεονέκτημα: τη στήριξη του Βερολίνου όχι μόνο εντός της Ε.Ε., αλλά και στις «στρατηγικές» κινήσεις του απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική διπλωματία στην προετοιμασία της για τη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου και την Πενταμερή του Απριλίου για το Κυπριακό περιλαμβάνει στους φακέλους της ως σταθερό δεδομένο την υπέρ της Τουρκίας «παρεμβατική» πολιτική της Γερμανίδας καγκελαρίου,Αγκ. Μέρκελ, που φιλοδοξεί να αποκτήσει διεθνή ρόλο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα σημειώνει ότι η απροκάλυπτη γερμανική ανοχή στις συνεχιζόμενες απειλές και παρανομίες του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου και στην εμπρηστική ρητορική του εναντίον της Ελλάδας έχει αρχίσει να προκαλεί αντιδράσεις ακόμα και στους κόλπους της γερμανικής διπλωματίας:
Ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών, κ. Ροτ, δήλωσε προ ημερών ότι συμφωνεί με τη θέση που στηρίζει την παραμονή της Τουρκίας στον ευρωατλαντισμό, «αλλά, αν η Τουρκία απειλεί την ασφάλεια μελών της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, τότε χρειάζεται μια σαφής απάντηση». Απόψεις όπως αυτή διατυπώνονται και από γαλλικές, αυστριακές και ολλανδικές αντιπροσωπίες και ενισχύουν τη γενικότερη εντύπωση πως ίσως δεν θα είναι τόσο «εύκολη» υπόθεση για τον Ερντογάν η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. προσεχώς.
«ΠΡΑΞΕΙΣ, ΟΧΙ ΛΟΓΙΑ»
Ηδη, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, που δεν ανταποκρίθηκε στο πρόσφατο «φλερτ» του Ερντογάν, του ζήτησε «πράξεις» και όχι λόγια. Το Βερολίνο, ανήσυχο, συνέστησε στον αυταρχικό Τούρκο πρόεδρο να βιαστεί να ανακοινώσει «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις», πράγμα που έκανε. Στόχος της κ. Μέρκελ είναι να προσπεράσει ο Ερντογάν, με τη βοήθεια και μιας ευνοϊκής «έκθεσης προόδου» της Τουρκίας από τον «ύπατο» κ. Μπορέλ, για δεύτερη φορά χωρίς απώλειες την υπόθεση των εκκρεμών σε βάρος του «κυρώσεων».
Στην Αθήνα όμως εκτιμάται ότι ο ίδιος ο Ερντογάν χαλάει την εικόνα του απέναντι στους Ευρωπαίους με τη φανερή απροθυμία του να αξιοποιήσει τις «διερευνητικές» συνομιλίες, με την ένταση που προκαλεί συνεχώς στο Αιγαίο και με τις απειλές του υπουργού Αμυνας, Χ. Ακάρ.
Οι Βρυξέλλες ακούν τον Ερντογάν να ισχυρίζεται στα σοβαρά ότι το ελληνικό νησί Κάρπαθος δεν έχει δικαίωμα προστασίας του από το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας! Στην Αθήνα υπολογίζεται από το υπουργείο Εξωτερικών ότι ο Ερντογάν κινείται επιθετικά σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, σίγουρος για τη δύναμη του εκβιασμού του προς Ευρωπαίους στο Μεταναστευτικό και αισιόδοξος για μια θετική κατάληξη του γερμανικού σχεδίου για «ειδική σχέση» Ε.Ε. - Τουρκίας, αντί της ένταξης.
Το τελευταίο αυτό θέμα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την Αθήνα, διότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να ζητήσει από την πορτογαλική προεδρία της Ε.Ε. απαντήσεις για τις «ειδικές σχέσεις» των Ευρωπαίων με μια χώρα που απειλεί με πόλεμο ένα μέλος της Ε.Ε., δεν αναγνωρίζει ένα άλλο μέλος, την Κυπριακή Δημοκρατία, και επιπλέον δεν τήρησε την υφιστάμενη ακόμα συμφωνία της τελωνειακής ένωσης, από την οποία «απέκλειε» αυθαιρέτως την Κύπρο...
Η εξέλιξη αυτής της μείζονος υπόθεσης συνδέεται εμμέσως και με το ότι τον Απρίλιο στη Γενεύη θα πραγματοποιηθεί η Πενταμερής για το Κυπριακό, με την Αγκυρα να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να έχει παρουσία εκεί η Ε.Ε. και με την κυρία Μέρκελ να έχει ευχηθεί προσφάτως στον Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη «ανοικτό πνεύμα και διάθεση συμβιβασμού».
Με κατηγορηματικό τρόπο η Τουρκία πληροφορεί τους πάντες ότι το ομοσπονδιακό μοντέλο είναι γι’ αυτήν «νεκρό» και ότι δέχεται μόνο λύση δύο κρατών στην Κύπρο, με κατάργηση, δηλαδή, της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανεξάρτητης χώρας-μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Με αυτό δεδομένο, η Αθήνα περιμένει να διαπιστώσει οριστικά τι ζητούν ο «ύπατος εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής» της Ε.Ε., Ζ. Μπορέλ, και η απεσταλμένη του ΟΗΕ, Τζέιν Λουτ, από την Αθήνα και τη Λευκωσία ενόψει της Πενταμερούς.
Η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει ήδη την τακτική που θα ακολουθήσει στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., σε λίγες ημέρες, γνωρίζοντας ότι η Αγκυρα «παίζει» με τον χρόνο και δεν είναι διατεθειμένη για «βελτίωση» των σχέσεων με την Αθήνα, κατά τα προβλεπόμενα από το Διεθνές Δίκαιο.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Ν. Δένδιας, ανιχνεύει τις προθέσεις των εταίρων της Ε.Ε., που θα πρέπει να αποφασίσουν στις 25 Μαρτίου αν έχει πλέον νόημα η απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, η οποία έδινε χρονικά περιθώρια στον Ερντογάν για αλλαγή συμπεριφοράς προς την Ελλάδα, μέσω της διαδικασίας των «διερευνητικών», που, ναι μεν, θα συνεχισθούν στις 16 Μαρτίου, αλλά μόνο για τα προσχήματα. Αυτήν την ώρα, η ελληνική διπλωματία κρίνει αποτυχημένη τη γνωστή γερμανική «διαμεσολάβηση», που έχει οδηγήσει πλέον και στην έντονη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις ευνοϊκές προς την Τουρκία πολιτικές του Βερολίνου.
Η τουρκική ηγεσία δείχνει σήμερα να διακατέχεται από μια αυτοπεποίθηση ενόψει της επόμενης Συνόδου Κορυφής, αυτοπεποίθηση που δεν είναι, βέβαια, χωρίς αιτία. Διότι μπορεί ο Ερντογάν να κατηγορείται ακόμα και από πολιτικούς αντιπάλους του στην Αγκυρα ότι «απομακρύνει» την Τουρκία από την Ευρώπη με τις συγκρουσιακές πολιτικές του σε Δύση και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά στον ευρωπαϊκό χώρο διατηρεί ένα ισχυρό πλεονέκτημα: τη στήριξη του Βερολίνου όχι μόνο εντός της Ε.Ε., αλλά και στις «στρατηγικές» κινήσεις του απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική διπλωματία στην προετοιμασία της για τη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου και την Πενταμερή του Απριλίου για το Κυπριακό περιλαμβάνει στους φακέλους της ως σταθερό δεδομένο την υπέρ της Τουρκίας «παρεμβατική» πολιτική της Γερμανίδας καγκελαρίου,Αγκ. Μέρκελ, που φιλοδοξεί να αποκτήσει διεθνή ρόλο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα σημειώνει ότι η απροκάλυπτη γερμανική ανοχή στις συνεχιζόμενες απειλές και παρανομίες του ισλαμιστή Τούρκου προέδρου και στην εμπρηστική ρητορική του εναντίον της Ελλάδας έχει αρχίσει να προκαλεί αντιδράσεις ακόμα και στους κόλπους της γερμανικής διπλωματίας:
Ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών, κ. Ροτ, δήλωσε προ ημερών ότι συμφωνεί με τη θέση που στηρίζει την παραμονή της Τουρκίας στον ευρωατλαντισμό, «αλλά, αν η Τουρκία απειλεί την ασφάλεια μελών της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, τότε χρειάζεται μια σαφής απάντηση». Απόψεις όπως αυτή διατυπώνονται και από γαλλικές, αυστριακές και ολλανδικές αντιπροσωπίες και ενισχύουν τη γενικότερη εντύπωση πως ίσως δεν θα είναι τόσο «εύκολη» υπόθεση για τον Ερντογάν η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. προσεχώς.
«ΠΡΑΞΕΙΣ, ΟΧΙ ΛΟΓΙΑ»
Ηδη, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, που δεν ανταποκρίθηκε στο πρόσφατο «φλερτ» του Ερντογάν, του ζήτησε «πράξεις» και όχι λόγια. Το Βερολίνο, ανήσυχο, συνέστησε στον αυταρχικό Τούρκο πρόεδρο να βιαστεί να ανακοινώσει «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις», πράγμα που έκανε. Στόχος της κ. Μέρκελ είναι να προσπεράσει ο Ερντογάν, με τη βοήθεια και μιας ευνοϊκής «έκθεσης προόδου» της Τουρκίας από τον «ύπατο» κ. Μπορέλ, για δεύτερη φορά χωρίς απώλειες την υπόθεση των εκκρεμών σε βάρος του «κυρώσεων».
Στην Αθήνα όμως εκτιμάται ότι ο ίδιος ο Ερντογάν χαλάει την εικόνα του απέναντι στους Ευρωπαίους με τη φανερή απροθυμία του να αξιοποιήσει τις «διερευνητικές» συνομιλίες, με την ένταση που προκαλεί συνεχώς στο Αιγαίο και με τις απειλές του υπουργού Αμυνας, Χ. Ακάρ.
Οι Βρυξέλλες ακούν τον Ερντογάν να ισχυρίζεται στα σοβαρά ότι το ελληνικό νησί Κάρπαθος δεν έχει δικαίωμα προστασίας του από το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας! Στην Αθήνα υπολογίζεται από το υπουργείο Εξωτερικών ότι ο Ερντογάν κινείται επιθετικά σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, σίγουρος για τη δύναμη του εκβιασμού του προς Ευρωπαίους στο Μεταναστευτικό και αισιόδοξος για μια θετική κατάληξη του γερμανικού σχεδίου για «ειδική σχέση» Ε.Ε. - Τουρκίας, αντί της ένταξης.
Το τελευταίο αυτό θέμα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την Αθήνα, διότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να ζητήσει από την πορτογαλική προεδρία της Ε.Ε. απαντήσεις για τις «ειδικές σχέσεις» των Ευρωπαίων με μια χώρα που απειλεί με πόλεμο ένα μέλος της Ε.Ε., δεν αναγνωρίζει ένα άλλο μέλος, την Κυπριακή Δημοκρατία, και επιπλέον δεν τήρησε την υφιστάμενη ακόμα συμφωνία της τελωνειακής ένωσης, από την οποία «απέκλειε» αυθαιρέτως την Κύπρο...
Η εξέλιξη αυτής της μείζονος υπόθεσης συνδέεται εμμέσως και με το ότι τον Απρίλιο στη Γενεύη θα πραγματοποιηθεί η Πενταμερής για το Κυπριακό, με την Αγκυρα να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να έχει παρουσία εκεί η Ε.Ε. και με την κυρία Μέρκελ να έχει ευχηθεί προσφάτως στον Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη «ανοικτό πνεύμα και διάθεση συμβιβασμού».
Με κατηγορηματικό τρόπο η Τουρκία πληροφορεί τους πάντες ότι το ομοσπονδιακό μοντέλο είναι γι’ αυτήν «νεκρό» και ότι δέχεται μόνο λύση δύο κρατών στην Κύπρο, με κατάργηση, δηλαδή, της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανεξάρτητης χώρας-μέλους του ΟΗΕ και της Ε.Ε. Με αυτό δεδομένο, η Αθήνα περιμένει να διαπιστώσει οριστικά τι ζητούν ο «ύπατος εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής» της Ε.Ε., Ζ. Μπορέλ, και η απεσταλμένη του ΟΗΕ, Τζέιν Λουτ, από την Αθήνα και τη Λευκωσία ενόψει της Πενταμερούς.