Η Ελλάδα σε ρόλο «ήρεμης δύναμης» - Η στάση απέναντι στην Τουρκία και οι ισχυρές σχέσεις με ΗΠΑ και Γαλλία
Η στρατηγική της «καθαρής θέσης» για την Ελλάδα και τα νέα δεδομένα στο παιχνίδι με την Τουρκία
Η Ευρώπη είναι μια οικονομική, νομισματική και, προπάντων, εμπορική ένωση. Δεν είναι ούτε πολιτική ένωση ούτε στρατιωτικό σύμφωνο ούτε, φυσικά, γεωπολιτική οντότητα. Για δύο δεκαετίες μετά το τέλος του μεταπολεμικού Ψυχρού Πολέμου ΗΠΑ - ΕΣΣΔ και των δύο, κατ’ αντιστοιχία, στρατιωτικών συνασπισμών, του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, διαφορετικές ελληνικές κυβερνήσεις παρέμειναν «αγκυλωμένες» σε μια φαντασιακή στρατηγική διεθνούς πολιτικής.
Σύμφωνα με αυτήν, η ένταξη στην Ευρώπη, που θα εξελισσόταν προϊόντος του χρόνου σε ομοσπονδία τύπου ΗΠΑ (φεντεραλισμός), σε συνδυασμό με τη θέση της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, θα αποτελούσε μια επαρκή «προδιαγραφή» για την εγγύηση της εθνικής της ασφάλειας και την εξυπηρέτηση των διπλωματικών της στόχων. Για τους περισσότερους, μάλιστα, από τους επονομαζόμενους μέχρι και σήμερα «ευρωπαϊστές», πολιτικούς, διπλωμάτες, διανοουμένους, αναλυτές, «πράκτορες επιρροής», επιχειρηματίες, φυσικά και τραπεζίτες, δεν αποτελούσε πρόβλημα η όλο και πιο ορατή εξέλιξη ότι με τη στρατηγική αυτή βαθμηδόν η Ελλάδα από ανεξάρτητη χώρα μετατρεπόταν σε οικονομική αποικία της Γερμανίας και ταυτόχρονα σε γεωπολιτικό υποσύνολο της όλο και διογκούμενης σε περιφερειακή δύναμη, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, Τουρκίας.
Προσεγγίσεις όπως αυτή του διανοητή Δ. Κιτσίκη, που προέβαλε τη θεωρία ότι Τούρκοι και Ελληνες είναι «παιδιά των Οθωμανών», άρα αδέλφια, επηρέασαν βαθιά την παιδεία, τον μαζικό πολιτισμό, την οικονομική και κοσμοπολιτική αντίληψη των Νεοελλήνων, σε μια στρεβλή -επιβληθείσα εκ των άνω- αντίληψη περί αναγκαίας απεθνικοποίησης και παγκοσμιοποίησης, στη λογική του «τέλους της Ιστορίας».
Η ελληνική οικονομική χρεοκοπία το 2010, πριν ακόμη συμπληρωθεί δεκαετία από την προβληματική, ως προς τις προϋποθέσεις, ένταξη της χώρας μας στη νομισματική ζώνη του ευρώ-μάρκου, αποτέλεσε την αφετηρία μιας αναθεωρητικής αντίληψης για τη διεθνή στρατηγική της χώρας από πολύ περιορισμένο στην αρχή κύκλο διπλωματών, διανοουμένων, αναλυτών, πανεπιστημιακών και κάποιων πολιτικών. Την ίδια ώρα που στην Ελλάδα επικρατούσαν οι πλήρως ελεγχόμενες από Βερολίνο - Βρυξέλλες κυβερνήσεις των Μνημονίων, στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής της αναπτυσσόταν δραστηριότητα στη βάση και των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και το παιχνίδι των ΑΟΖ, για τη συγκρότηση μιας «Μεσογειακής Συμμαχίας», στην οποία συμμετείχαν τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος μαζί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο του Αλ Σίσι.
Η συγκρότηση αυτή βρισκόταν από την αρχή εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου, αμφισβητούσε την κυριαρχία της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης και δημιουργούσε έναν πολύ ισχυρό πόλο συγκρότησης και γεωπολιτικής σταθερότητας με βάση την Ανατολική Μεσόγειο, ο οποίος συνδέει τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τον ευρωπαϊκό Νότο στον ανατολικό του ορίζοντα με ενδοχώρα τη Βαλκανική. Η μεσογειακή οντότητα είχε από την αφετηρία της στενή σχέση με την αμερικανική στρατηγική στην ευρύτερη περιοχή, με τις ΗΠΑ βαθμηδόν να εμπιστεύονται, να ενθαρρύνουν και να συμμετέχουν όλο και πιο ενεργά σε αυτόν τον άξονα Ελλήνων, Εβραίων και Αράβων, ενώ η επέκτασή του προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία τα τελευταία χρόνια δείχνει τη δυναμική που αναπτύσσει. Από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα συμμέτοχη είναι η Γαλλία, η επερχόμενη κατά κοινή παραδοχή πλέον ισχυρή γεωπολιτική και στρατιωτική δύναμη από τις κεντροευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, ειδικά μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ενωση και την προγραμματισμένη για το επόμενο φθινόπωρο αποχώρηση της Αγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία της Γερμανίας.
Είναι σημαντικό για τα ελληνικά δεδομένα ότι τόσο επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από το 2016 και μετά, όσο και φυσικά επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, από το 2019 και μετά, οπότε όλα κινούνται με πολύ γοργούς ρυθμούς στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, η ηγεσία της χώρας μας «επενδύει» και υπολογίζει όλο και σε μεγαλύτερο βάθος τόσο στις μεσογειακές περιφερειακές συμμαχίες της όσο και σε κεντρικό επίπεδο στην αμερικανική δυναμική και παρουσία, με τη Γαλλία να αυξάνει τον ρόλο της στην περιοχή και τον βρετανικό θρόνο, μέσω του διαδόχου Κάρολου, να επιστρέφει σε μια παραδοσιακή σχέση, που μετρά από την ίδρυση του νέου κράτους μας.
Η διακήρυξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου προς την ολιγαρχική Ρωσία και προπάντων την κομμουνιστική Κίνα από την Ουάσινγκτον, υπό την προεδρία Μπάιντεν, βρίσκει τη χώρα μας σε ανάλογη «καθαρή θέση» ως προς τις κεντρικές και τις μεσογειακές συμμαχίες της, τέτοια που παραπέμπει στο 1910 ή τις απαρχές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στην παρούσα φάση, όμως, η Ελλάδα δεν έχει πλέον φιλοδοξία εδαφικής επέκτασης, αλλά πολιτικοοικονομικής και πολιτιστικής αναβάθμισης, σε ρόλο «ήρεμης δύναμης» (soft power) σε ένα από τα πλέον «θερμά μέτωπα» ανταγωνισμού των «μεγάλων δυνάμεων», με την Τουρκία να αποτελεί και πάλι «ανατολικό ζήτημα» και «μήλον της Εριδος» των διεθνών πόλων.
Κάτι που τελικά μπορεί να της στοιχίσει την εδαφική και δομική συνοχή, κατ’ αντιστοιχία με τη Γερμανία στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σε μια «Γιάλτα της Ανατολής», που θα θέσει υπό έλεγχο τον διεθνή ανταγωνισμό.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 03 Απριλίου
Σύμφωνα με αυτήν, η ένταξη στην Ευρώπη, που θα εξελισσόταν προϊόντος του χρόνου σε ομοσπονδία τύπου ΗΠΑ (φεντεραλισμός), σε συνδυασμό με τη θέση της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, θα αποτελούσε μια επαρκή «προδιαγραφή» για την εγγύηση της εθνικής της ασφάλειας και την εξυπηρέτηση των διπλωματικών της στόχων. Για τους περισσότερους, μάλιστα, από τους επονομαζόμενους μέχρι και σήμερα «ευρωπαϊστές», πολιτικούς, διπλωμάτες, διανοουμένους, αναλυτές, «πράκτορες επιρροής», επιχειρηματίες, φυσικά και τραπεζίτες, δεν αποτελούσε πρόβλημα η όλο και πιο ορατή εξέλιξη ότι με τη στρατηγική αυτή βαθμηδόν η Ελλάδα από ανεξάρτητη χώρα μετατρεπόταν σε οικονομική αποικία της Γερμανίας και ταυτόχρονα σε γεωπολιτικό υποσύνολο της όλο και διογκούμενης σε περιφερειακή δύναμη, ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, Τουρκίας.
Προσεγγίσεις όπως αυτή του διανοητή Δ. Κιτσίκη, που προέβαλε τη θεωρία ότι Τούρκοι και Ελληνες είναι «παιδιά των Οθωμανών», άρα αδέλφια, επηρέασαν βαθιά την παιδεία, τον μαζικό πολιτισμό, την οικονομική και κοσμοπολιτική αντίληψη των Νεοελλήνων, σε μια στρεβλή -επιβληθείσα εκ των άνω- αντίληψη περί αναγκαίας απεθνικοποίησης και παγκοσμιοποίησης, στη λογική του «τέλους της Ιστορίας».
ΑΦΕΤΗΡΙΑ
Η ελληνική οικονομική χρεοκοπία το 2010, πριν ακόμη συμπληρωθεί δεκαετία από την προβληματική, ως προς τις προϋποθέσεις, ένταξη της χώρας μας στη νομισματική ζώνη του ευρώ-μάρκου, αποτέλεσε την αφετηρία μιας αναθεωρητικής αντίληψης για τη διεθνή στρατηγική της χώρας από πολύ περιορισμένο στην αρχή κύκλο διπλωματών, διανοουμένων, αναλυτών, πανεπιστημιακών και κάποιων πολιτικών. Την ίδια ώρα που στην Ελλάδα επικρατούσαν οι πλήρως ελεγχόμενες από Βερολίνο - Βρυξέλλες κυβερνήσεις των Μνημονίων, στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής της αναπτυσσόταν δραστηριότητα στη βάση και των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και το παιχνίδι των ΑΟΖ, για τη συγκρότηση μιας «Μεσογειακής Συμμαχίας», στην οποία συμμετείχαν τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος μαζί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο του Αλ Σίσι.
Η συγκρότηση αυτή βρισκόταν από την αρχή εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου, αμφισβητούσε την κυριαρχία της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης και δημιουργούσε έναν πολύ ισχυρό πόλο συγκρότησης και γεωπολιτικής σταθερότητας με βάση την Ανατολική Μεσόγειο, ο οποίος συνδέει τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τον ευρωπαϊκό Νότο στον ανατολικό του ορίζοντα με ενδοχώρα τη Βαλκανική. Η μεσογειακή οντότητα είχε από την αφετηρία της στενή σχέση με την αμερικανική στρατηγική στην ευρύτερη περιοχή, με τις ΗΠΑ βαθμηδόν να εμπιστεύονται, να ενθαρρύνουν και να συμμετέχουν όλο και πιο ενεργά σε αυτόν τον άξονα Ελλήνων, Εβραίων και Αράβων, ενώ η επέκτασή του προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία τα τελευταία χρόνια δείχνει τη δυναμική που αναπτύσσει. Από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα συμμέτοχη είναι η Γαλλία, η επερχόμενη κατά κοινή παραδοχή πλέον ισχυρή γεωπολιτική και στρατιωτική δύναμη από τις κεντροευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, ειδικά μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ενωση και την προγραμματισμένη για το επόμενο φθινόπωρο αποχώρηση της Αγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία της Γερμανίας.
ΖΗΤΗΜΑ
Είναι σημαντικό για τα ελληνικά δεδομένα ότι τόσο επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από το 2016 και μετά, όσο και φυσικά επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, από το 2019 και μετά, οπότε όλα κινούνται με πολύ γοργούς ρυθμούς στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, η ηγεσία της χώρας μας «επενδύει» και υπολογίζει όλο και σε μεγαλύτερο βάθος τόσο στις μεσογειακές περιφερειακές συμμαχίες της όσο και σε κεντρικό επίπεδο στην αμερικανική δυναμική και παρουσία, με τη Γαλλία να αυξάνει τον ρόλο της στην περιοχή και τον βρετανικό θρόνο, μέσω του διαδόχου Κάρολου, να επιστρέφει σε μια παραδοσιακή σχέση, που μετρά από την ίδρυση του νέου κράτους μας.
Η διακήρυξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου προς την ολιγαρχική Ρωσία και προπάντων την κομμουνιστική Κίνα από την Ουάσινγκτον, υπό την προεδρία Μπάιντεν, βρίσκει τη χώρα μας σε ανάλογη «καθαρή θέση» ως προς τις κεντρικές και τις μεσογειακές συμμαχίες της, τέτοια που παραπέμπει στο 1910 ή τις απαρχές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στην παρούσα φάση, όμως, η Ελλάδα δεν έχει πλέον φιλοδοξία εδαφικής επέκτασης, αλλά πολιτικοοικονομικής και πολιτιστικής αναβάθμισης, σε ρόλο «ήρεμης δύναμης» (soft power) σε ένα από τα πλέον «θερμά μέτωπα» ανταγωνισμού των «μεγάλων δυνάμεων», με την Τουρκία να αποτελεί και πάλι «ανατολικό ζήτημα» και «μήλον της Εριδος» των διεθνών πόλων.
Κάτι που τελικά μπορεί να της στοιχίσει την εδαφική και δομική συνοχή, κατ’ αντιστοιχία με τη Γερμανία στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σε μια «Γιάλτα της Ανατολής», που θα θέσει υπό έλεγχο τον διεθνή ανταγωνισμό.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 03 Απριλίου