Σπάει τη «φάμπρικα» επιδομάτων που είχε στηθεί μέσω ιθαγένειας ο Βορίδης - Αντιδράσεις από ΣΥΡΙΖΑ και Αριστερά
Τι προβλέπει η απόφαση του υπουργού Εσωτερικών
Σε «κόκκινο» πανί για την Αριστερά και ορισμένων κύκλων που πρόσκεινται… συναινετικά σε αυτή εξελίσσονται οι προσπάθειες Βορίδη να εκλογικεύσει τη διαδικασία απόδοσης ιθαγένειας.
Ο Μάκης Βορίδης επιχειρεί από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του ως υπουργός Εσωτερικών να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο που επικρατούσε όλα αυτά τα χρόνια στο συγκεκριμένο ζήτημα και αυτό δείχνει να έχει ενοχλήσει ορισμένους.
Με αφορμή λοιπόν τις παρεμβάσεις Βορίδη σε αυτή την κατεύθυνση σημειώθηκαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, αριστερών μέσων καθώς και κάποιων ΜΚΟ οι οποίοι χαρακτήρισαν «αυστηρά» τα οικονομικά κριτήρια που τέθηκαν ως προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν οι αιτούντες την ελληνική ιθαγένεια.
Συγκεκριμένα, η απόφαση Βορίδη προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας/ίδα πολίτης πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας».
Η συγκεκριμένη απόφαση ωστόσο δεν είναι εμπνεύσεως Βορίδη αλλά αναφέρεται ρητώς σε όλες τις αντίστοιχες διαδικασίες που ακολουθεί το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι δηλαδή ο πολιτογραφούμενος θα πρέπει να αποδεικνύει ότι διαβιώνει αυτόνομα στη χώρα, χωρίς τη χρήση επιδομάτων από το κοινωνικό σύστημα, με τις όποιες λογικές εξαιρέσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλίας όπου η αίτηση του ενδιαφερόμενου να αποκτήσει τη γαλλική ιθαγένεια απορρίπτεται σε περίπτωση που αυτός δεν μπορεί να αποδείξει το επαρκές του εισοδήματός του, όπως αυτό ορίζεται από το κράτος. Επίσης, προαπαιτούμενο πολιτογράφησης για κάθε ευρωπαϊκή χώρα είναι η φορολογική συνέπεια, που επίσης επισημαίνεται, μαζί με την ασφαλιστική, στην υπουργική απόφαση.
Αυτό ωστόσο που αποκρύπτει σκόπιμα ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συν αυτώ πολέμιοι της απόφασης είναι ότι τα οικονομικά κριτήρια που έχουν οριστεί ως απαραίτητα για συμμετοχή στη διαδικασία κτήσης ιθαγένειας είναι τα ίδια και σε ορισμένες περιπτώσεις λιγότερο αυστηρά σε σχέση με εκείνα που ισχύουν για την απόκτηση άδειας παραμονής. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι η άδεια παραμονής αποτελεί προαπαιτούμενο για να υποβάλει ο ενδιαφερόμενος αίτηση ιθαγένειας. Κοινώς, οι αλλοδαποί που αιτούνται άδεια παραμονής στη χώρα μας οφείλουν να αποδείξουν ότι διαθέτουν ετήσιο εισόδημα που τους εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης και αυτή ακριβώς η υποχρέωση είναι που μεταφέρεται με την απόφαση Βορίδη και στη διαδικασία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.
Το καταπληκτικό στην όλη υπόθεση είναι ότι τα ίδια ακριβώς οικονομικά κριτήρια για τη χορήγηση αδειών παραμονής εφάρμοσε στο ακέραιο και ο ΣΥΡΙΖΑ καθόλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ενδεδυμένος μάλιστα με τον μανδύα του προστάτη των φτωχών και των κατατρεγμένων. Ωστόσο, έπειτα από 4,5 χρόνια διακυβέρνησης δεν άλλαξε ούτε τελεία στον Κώδικα Μετανάστευσης. Ενδεικτικά, στο άρθρο 70, παρ 2, περ β του Κώδικα Μετανάστευσης, όπου για την οικογενειακή επανένωση ζητείται εισόδημα ίσο με τις απολαβές του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό προσαυξημένο κατά 20% για τη σύζυγο και 15% για τα τέκνα, ενώ η υπουργική απόφαση ζητά προσαύξηση 10% για σύζυγο και τέκνα. Επίσης, τα όσα προβλέπονται στην υπουργική απόφαση αναγράφονται αυτολεξεί στο άρθρο 89, παρ. 1, περ. α του Κώδικα Μετανάστευσης για τις άδειες επί μακρόν των πολιτών τρίτης χώρας. Δηλαδή, βρίσκει λογικό ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητούνται «υψηλά» κατά τη γνώμη του – αλλά αποδεκτά κατά τη διακυβέρνησή του – οικονομικά κριτήρια για παραχώρηση άδειας παραμονής, αλλά για να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης θα πρέπει να έχει χαμηλότερα εισοδήματα;
Ο Βορίδης επιχειρεί με απλά λόγια να βάλει ένα τέλος στη «φάμπρικα» που είχε στηθεί τα προηγούμενα χρόνια και από την οποία ξεπηδούσαν αλλοδαποί, πολιτογραφημένοι ως Έλληνες, οι οποίοι στη συνέχεια εισέπρατταν προνοιακά επιδόματα επιβαρύνοντας τους Έλληνες φορολογούμενους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά συνολικά, φορώντας για ακόμη μία φορά το προσωπείο του ανθρωπισμού που τόσα χρόνια προβάρουν, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και επιδιώκουν να ενεργοποιήσουν ουμανιστικά αντανακλαστικά σε βάρος των Ελλήνων και της πολιτείας, εκμεταλλευόμενοι το όνειρο των αλλοδαπών για μία ευκολότερη ζωή.
Ο Μάκης Βορίδης επιχειρεί από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του ως υπουργός Εσωτερικών να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο που επικρατούσε όλα αυτά τα χρόνια στο συγκεκριμένο ζήτημα και αυτό δείχνει να έχει ενοχλήσει ορισμένους.
Με αφορμή λοιπόν τις παρεμβάσεις Βορίδη σε αυτή την κατεύθυνση σημειώθηκαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, αριστερών μέσων καθώς και κάποιων ΜΚΟ οι οποίοι χαρακτήρισαν «αυστηρά» τα οικονομικά κριτήρια που τέθηκαν ως προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν οι αιτούντες την ελληνική ιθαγένεια.
Συγκεκριμένα, η απόφαση Βορίδη προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας/ίδα πολίτης πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας».
Η συγκεκριμένη απόφαση ωστόσο δεν είναι εμπνεύσεως Βορίδη αλλά αναφέρεται ρητώς σε όλες τις αντίστοιχες διαδικασίες που ακολουθεί το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι δηλαδή ο πολιτογραφούμενος θα πρέπει να αποδεικνύει ότι διαβιώνει αυτόνομα στη χώρα, χωρίς τη χρήση επιδομάτων από το κοινωνικό σύστημα, με τις όποιες λογικές εξαιρέσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλίας όπου η αίτηση του ενδιαφερόμενου να αποκτήσει τη γαλλική ιθαγένεια απορρίπτεται σε περίπτωση που αυτός δεν μπορεί να αποδείξει το επαρκές του εισοδήματός του, όπως αυτό ορίζεται από το κράτος. Επίσης, προαπαιτούμενο πολιτογράφησης για κάθε ευρωπαϊκή χώρα είναι η φορολογική συνέπεια, που επίσης επισημαίνεται, μαζί με την ασφαλιστική, στην υπουργική απόφαση.
Αυτό ωστόσο που αποκρύπτει σκόπιμα ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συν αυτώ πολέμιοι της απόφασης είναι ότι τα οικονομικά κριτήρια που έχουν οριστεί ως απαραίτητα για συμμετοχή στη διαδικασία κτήσης ιθαγένειας είναι τα ίδια και σε ορισμένες περιπτώσεις λιγότερο αυστηρά σε σχέση με εκείνα που ισχύουν για την απόκτηση άδειας παραμονής. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι η άδεια παραμονής αποτελεί προαπαιτούμενο για να υποβάλει ο ενδιαφερόμενος αίτηση ιθαγένειας. Κοινώς, οι αλλοδαποί που αιτούνται άδεια παραμονής στη χώρα μας οφείλουν να αποδείξουν ότι διαθέτουν ετήσιο εισόδημα που τους εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης και αυτή ακριβώς η υποχρέωση είναι που μεταφέρεται με την απόφαση Βορίδη και στη διαδικασία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.
Το καταπληκτικό στην όλη υπόθεση είναι ότι τα ίδια ακριβώς οικονομικά κριτήρια για τη χορήγηση αδειών παραμονής εφάρμοσε στο ακέραιο και ο ΣΥΡΙΖΑ καθόλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ενδεδυμένος μάλιστα με τον μανδύα του προστάτη των φτωχών και των κατατρεγμένων. Ωστόσο, έπειτα από 4,5 χρόνια διακυβέρνησης δεν άλλαξε ούτε τελεία στον Κώδικα Μετανάστευσης. Ενδεικτικά, στο άρθρο 70, παρ 2, περ β του Κώδικα Μετανάστευσης, όπου για την οικογενειακή επανένωση ζητείται εισόδημα ίσο με τις απολαβές του αμειβόμενου με τον κατώτατο μισθό προσαυξημένο κατά 20% για τη σύζυγο και 15% για τα τέκνα, ενώ η υπουργική απόφαση ζητά προσαύξηση 10% για σύζυγο και τέκνα. Επίσης, τα όσα προβλέπονται στην υπουργική απόφαση αναγράφονται αυτολεξεί στο άρθρο 89, παρ. 1, περ. α του Κώδικα Μετανάστευσης για τις άδειες επί μακρόν των πολιτών τρίτης χώρας. Δηλαδή, βρίσκει λογικό ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητούνται «υψηλά» κατά τη γνώμη του – αλλά αποδεκτά κατά τη διακυβέρνησή του – οικονομικά κριτήρια για παραχώρηση άδειας παραμονής, αλλά για να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης θα πρέπει να έχει χαμηλότερα εισοδήματα;
Ο Βορίδης επιχειρεί με απλά λόγια να βάλει ένα τέλος στη «φάμπρικα» που είχε στηθεί τα προηγούμενα χρόνια και από την οποία ξεπηδούσαν αλλοδαποί, πολιτογραφημένοι ως Έλληνες, οι οποίοι στη συνέχεια εισέπρατταν προνοιακά επιδόματα επιβαρύνοντας τους Έλληνες φορολογούμενους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά συνολικά, φορώντας για ακόμη μία φορά το προσωπείο του ανθρωπισμού που τόσα χρόνια προβάρουν, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα και επιδιώκουν να ενεργοποιήσουν ουμανιστικά αντανακλαστικά σε βάρος των Ελλήνων και της πολιτείας, εκμεταλλευόμενοι το όνειρο των αλλοδαπών για μία ευκολότερη ζωή.