Αλογοσκούφης: Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου «τσάρο» της οικονομίας – Δυνητικά πολύ σοβαρότερη η κρίση του κοροναϊού
Νέες μεγάλες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία
Δυνητικά «πολύ σοβαρότερη» από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, χαρακτήρισε την κρίση της Covid-19 ο επί σειρά ετών υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης, τονίζοντας ότι συνεπάγεται νέες μεγάλες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.
Ο κ. Αλογοσκούφης μίλησε για τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, λόγω πανδημίας, αλλά και για το νέο βιβλίο του «Πριν και μετά το Ευρώ. Οι κύκλοι της Μεταπολίτευσης και η ελληνική οικονομία» που μόλις κυκλοφόρησε.
Μιλώντας στο «Sputnik», ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών αναφέρθηκε στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να ανακάμψει παραμένοντας στην Ευρωζώνη, ιδιαίτερα μετά και τη νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, λόγω της πανδημίας του κορoναϊού, αναλύοντας, παράλληλα, τους άξονες των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται ώστε μετά το τέλος της κρίσης της COVID-19 να υπάρξει μια διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η κρίση προκαλείται από μία μεγάλη εξωοικονομική διαταραχή που πλήττει όλα τα κράτη της παγκόσμιας κοινότητας και ιδιαίτερα τα κράτη της ΕΕ».
Όπως τόνισε, το θετικό είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι πολιτικά απομονωμένη όπως συνέβη στις αρχές του 2010, με ευθύνη της τότε ελληνικής κυβέρνησης, και η αντιμετώπιση της κρίσης δεν απαιτεί μια διαφορετική πολιτική για την Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
«Αυτό ευτυχώς έχει γίνει αποδεκτό σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς αναγνωρίζεται πλέον ότι ενδεχόμενη προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης θα οδηγούσε τόσο σε επιδείνωση όσο και σε επιμήκυνση της ύφεσης η οποία έχει προκληθεί.
Επιπλέον, η τρέχουσα κρίση, κινητοποίησε την ΕΕ να αναλάβει κοινές οικονομικές και δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, σε αντίθεση με το τι συνέβη στην κρίση του 2010, όπου το κόστος της προσαρμογής μετακυλίθηκε αποκλειστικά στα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα στα κράτη της περιφέρειας της ευρωζώνης».
Όπως ανέφερε «σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να κατορθώσει η ελληνική οικονομία να ολοκληρώσει στο εγγύς μέλλον το πέρασμα από την κρίση της πανδημίας στην ανάκαμψη δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίοι, αν και σημαντικοί, είναι μία προσωρινή οικονομική βοήθεια, ούτε απλώς σε μία πολιτική “ήπιας προσαρμογής” αναφορικά με το δημόσιο χρέος που αυξάνεται. Θα πρέπει παράλληλα να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα συνδυάζουν τον στόχο της μονιμότερης ανάκαμψης της παραγωγής και της απασχόλησης με αυτόν της διατήρησης της εξωτερικής ισορροπίας. Αυτό βεβαίως απαιτεί ένα διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής οικονομικής πολιτικής σε σχέση με αυτό που ακολουθήθηκε στο παρελθόν».
«Τρεις είναι οι κύριοι άξονες μιας πολιτικής για την ανάκαμψη πέραν της αξιοποίησης των πόρων από την ΕΕ: Πρώτον, μια ουδέτερη ως προς τα έσοδα φορολογική μεταρρύθμιση, που θα ενθαρρύνει τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις. Δεύτερον, η αποκατάσταση της ικανότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος να χρησιμοποιήσει τις αυξημένες αποταμιεύσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της οικονομίας. Τρίτον, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα συντελούσαν στην αύξηση της παραγωγικότητας και θα δημιουργούσαν ευκαιρίες και κίνητρα για άμεσες ξένες επενδύσεις κυρίως σε τομείς που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Επιπλέον, απαιτείται μια σημαντική μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, μέσω της μετατόπισης της έμφασης από τη δημόσια παραγωγή και προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών, στον ρυθμιστικό και κοινωνικό ρόλο του κράτους, ακόμη και σε κοινωνικά ευαίσθητους τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η κοινωνική ασφάλιση», τονισε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.
«Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο μου, θα βρει και τις απόψεις μου για το τι έπρεπε ή μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα, το γεγονός ότι η Ελλάδα εντάχθηκε ανέτοιμη στην ευρωζώνη ήταν από οικονομική άποψη ίσως το πιο καθοριστικό για την κρίση. Απεμπολώντας το εργαλείο της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής σε συνθήκες δημοσιονομικής ανισορροπίας και επιδεινούμενης διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αποδείχθηκε το πιο κρίσιμο ίσως στοιχείο για την κρίση, κάτι που στάθηκε αδύνατο να διορθωθεί μετά την ένταξη.
Το μόνο εργαλείο που είχε απομείνει ήταν η δημοσιονομική πολιτική, η οποία όμως για μία χώρα με προβλήματα διεθνούς ανταγωνιστικότητας, η οποία συμμετέχει σε μία νομισματική ένωση συνεπάγεται δραματικά διλήμματα μεταξύ της επιδίωξης της ανάπτυξης και της απασχόλησης από τη μία και της ισορροπίας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από την άλλη. Το πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα διλήμματα ήταν και εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο μετά την ένταξη στην ευρωζώνη.
Βεβαίως, η επιλογή της εξόδου από την ευρωζώνη, προκειμένου η οικονομία να ξεφύγει από αυτά τα διλήμματα θα αποτελούσε μια επικίνδυνη και επιπόλαια επιλογή, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα αποσταθεροποιούσε εκ νέου την ελληνική οικονομία και θα επανέφερε όλα τα προβλήματα του απώτερου παρελθόντος. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ρεαλιστική. Για αυτό και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, να προσαρμοστεί στα δεδομένα της και να συμβάλλει στην αναμόρφωση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης».
Ο κ. Αλογοσκούφης μίλησε για τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, λόγω πανδημίας, αλλά και για το νέο βιβλίο του «Πριν και μετά το Ευρώ. Οι κύκλοι της Μεταπολίτευσης και η ελληνική οικονομία» που μόλις κυκλοφόρησε.
Μιλώντας στο «Sputnik», ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών αναφέρθηκε στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να ανακάμψει παραμένοντας στην Ευρωζώνη, ιδιαίτερα μετά και τη νέα παγκόσμια οικονομική κρίση, λόγω της πανδημίας του κορoναϊού, αναλύοντας, παράλληλα, τους άξονες των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται ώστε μετά το τέλος της κρίσης της COVID-19 να υπάρξει μια διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Διαφορές από την κρίση του 2008-09
Όπως τόνισε ο κ. Αλογοσκούφης, «η κρίση αυτή, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, είναι δυνητικά πολύ σοβαρότερη από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, τουλάχιστον βραχυχρόνια, και συνεπάγεται νέες μεγάλες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.Η κρίση προκαλείται από μία μεγάλη εξωοικονομική διαταραχή που πλήττει όλα τα κράτη της παγκόσμιας κοινότητας και ιδιαίτερα τα κράτη της ΕΕ».
Όπως τόνισε, το θετικό είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι πολιτικά απομονωμένη όπως συνέβη στις αρχές του 2010, με ευθύνη της τότε ελληνικής κυβέρνησης, και η αντιμετώπιση της κρίσης δεν απαιτεί μια διαφορετική πολιτική για την Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
«Αυτό ευτυχώς έχει γίνει αποδεκτό σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς αναγνωρίζεται πλέον ότι ενδεχόμενη προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης θα οδηγούσε τόσο σε επιδείνωση όσο και σε επιμήκυνση της ύφεσης η οποία έχει προκληθεί.
Επιπλέον, η τρέχουσα κρίση, κινητοποίησε την ΕΕ να αναλάβει κοινές οικονομικές και δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, σε αντίθεση με το τι συνέβη στην κρίση του 2010, όπου το κόστος της προσαρμογής μετακυλίθηκε αποκλειστικά στα εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα στα κράτη της περιφέρειας της ευρωζώνης».
Ποιοι παράγοντες θα συμβάλουν στη διάσωση της οικονομίας
Επίσης μίλησε για τους παράγοντες που θα συμβάλλουν στη διάσωση της οικονομίας μας.Όπως ανέφερε «σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να κατορθώσει η ελληνική οικονομία να ολοκληρώσει στο εγγύς μέλλον το πέρασμα από την κρίση της πανδημίας στην ανάκαμψη δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίοι, αν και σημαντικοί, είναι μία προσωρινή οικονομική βοήθεια, ούτε απλώς σε μία πολιτική “ήπιας προσαρμογής” αναφορικά με το δημόσιο χρέος που αυξάνεται. Θα πρέπει παράλληλα να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα συνδυάζουν τον στόχο της μονιμότερης ανάκαμψης της παραγωγής και της απασχόλησης με αυτόν της διατήρησης της εξωτερικής ισορροπίας. Αυτό βεβαίως απαιτεί ένα διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής οικονομικής πολιτικής σε σχέση με αυτό που ακολουθήθηκε στο παρελθόν».
«Τρεις είναι οι κύριοι άξονες μιας πολιτικής για την ανάκαμψη πέραν της αξιοποίησης των πόρων από την ΕΕ: Πρώτον, μια ουδέτερη ως προς τα έσοδα φορολογική μεταρρύθμιση, που θα ενθαρρύνει τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις. Δεύτερον, η αποκατάσταση της ικανότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος να χρησιμοποιήσει τις αυξημένες αποταμιεύσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της οικονομίας. Τρίτον, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα συντελούσαν στην αύξηση της παραγωγικότητας και θα δημιουργούσαν ευκαιρίες και κίνητρα για άμεσες ξένες επενδύσεις κυρίως σε τομείς που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Επιπλέον, απαιτείται μια σημαντική μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, μέσω της μετατόπισης της έμφασης από τη δημόσια παραγωγή και προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών, στον ρυθμιστικό και κοινωνικό ρόλο του κράτους, ακόμη και σε κοινωνικά ευαίσθητους τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η κοινωνική ασφάλιση», τονισε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.
Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου «τσάρο» της οικονομίας
«Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου «τσάρο» της οικονομίας. «Μουζίκος» ήμουν, όπως όλοι άλλωστε οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών μιας χώρας με τόσα συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Αλογοσκούφης.«Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο μου, θα βρει και τις απόψεις μου για το τι έπρεπε ή μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα, το γεγονός ότι η Ελλάδα εντάχθηκε ανέτοιμη στην ευρωζώνη ήταν από οικονομική άποψη ίσως το πιο καθοριστικό για την κρίση. Απεμπολώντας το εργαλείο της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής σε συνθήκες δημοσιονομικής ανισορροπίας και επιδεινούμενης διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αποδείχθηκε το πιο κρίσιμο ίσως στοιχείο για την κρίση, κάτι που στάθηκε αδύνατο να διορθωθεί μετά την ένταξη.
Το μόνο εργαλείο που είχε απομείνει ήταν η δημοσιονομική πολιτική, η οποία όμως για μία χώρα με προβλήματα διεθνούς ανταγωνιστικότητας, η οποία συμμετέχει σε μία νομισματική ένωση συνεπάγεται δραματικά διλήμματα μεταξύ της επιδίωξης της ανάπτυξης και της απασχόλησης από τη μία και της ισορροπίας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από την άλλη. Το πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα διλήμματα ήταν και εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο μετά την ένταξη στην ευρωζώνη.
Βεβαίως, η επιλογή της εξόδου από την ευρωζώνη, προκειμένου η οικονομία να ξεφύγει από αυτά τα διλήμματα θα αποτελούσε μια επικίνδυνη και επιπόλαια επιλογή, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα αποσταθεροποιούσε εκ νέου την ελληνική οικονομία και θα επανέφερε όλα τα προβλήματα του απώτερου παρελθόντος. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ρεαλιστική. Για αυτό και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, να προσαρμοστεί στα δεδομένα της και να συμβάλλει στην αναμόρφωση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης».