Ο στρατηγικός στόχος της Αγκυρας, προσερχόµενη η αποστολή της υπό τον πρόεδρο Ερντογάν στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ και τη σειρά των διµερών επαφών µε τον πρόεδρο Μπάιντεν και Ευρωπαίους ηγέτες, δεν ήταν άλλος από το να δείξει ότι: Πρώτον, συνεχίζει να είναι ως περιφερειακή (ασιατική) δύναµη χρήσιµη στη ∆ύση και, δεύτερον, στα θέµατα της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου ειδικότερα είναι συνεργάσιµη και υπέρ του διαλόγου µε την Ελλάδα.

Στη συνάντησή του µε τον Ελληνα πρωθυπουργό, που προηγήθηκε της συνάντησης µε τον Τζο Μπάιντεν, ο Τούρκος πρόεδρος κυρίαρχο στόχο είχε να «πέσουν οι τόνοι» της αντιπαράθεσης µε την Αθήνα, αλλά και να «αποκοπεί» µε κάποια έννοια η Ελλάδα από τις περιφερειακές συµµαχίες της στη Μεσόγειο (Ισραήλ, Αίγυπτος, Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, Σαουδική Αραβία) και τις κεντρικές συµµαχίες της ειδικά µε τις ΗΠΑ, καθώς και η αξιοποίηση της θέσης της ως «παλαιού µέλους» της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κύριος στόχος, ουσιαστικά, της τουρκικής διπλωµατίας, ρητά εκ των προτέρων, άλλωστε, διατυπωµένος σε όλα τα επίπεδα, ήταν να αποσυνδεθεί η ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά και οι εξελίξεις στο Κυπριακό τόσο από την ευρωτουρκική ατζέντα όσο και από τις «δύσκολες», µεταξύ των άλλων, εξαιτίας των S-400 και των F-35, αµερικανοτουρκικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, να µην ταυτίζεται στους χειρισµούς η ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο ή το «Θρακικό», που θέτει ως µειονοτικό στην Ελλάδα η Τουρκία, µε το Κυπριακό, δηµιουργώντας χάσµα διπλωµατίας «δύο ταχυτήτων» και αποσυντονισµό µεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής διπλωµατίας. Τους στόχους αυτούς η Αγκυρα τους υποστήριξε µε την κεντρική πρόταση του Ερντογάν στη συνάντησή του µε τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, σύµφωνα µε τις δικές του δηλώσεις µετά τη διµερή συνάντηση: «Συµφωνήσαµε σε αµοιβαία βήµατα για την υποστήριξη της θετικής ατζέντας. Λάβαµε την απόφαση να µην αφήσουµε κανέναν να έρθει ανάµεσά µας, κάνοντας τις κλήσεις µας µέσω ιδιωτικής γραµµής…».

Στη διάθεση του Κ. Μητσοτάκη παραμένουν μια σειρά χειρισμών και πρωτοβουλιών που θα επιβεβαιώσουν τη «μεσογειακή συμμαχία»
Ουσιαστικά, λοιπόν, ο Ερντογάν µιλά για µια σχέση ανάµεσα στους κορυφαίους παράγοντες Ελλάδας και Τουρκίας ανάλογη µε εκείνη που είχε µε τον απελθόντα πλέον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τραµπ. Σχέση διµερών συνεννοήσεων, δηλαδή, σε κρίσιµα ζητήµατα και σε συγκυρίες έντασης, πέρα από τους χειρισµούς και τις τακτικές των υπουργείων Εξωτερικών και Αµύνης της κάθε χώρας.

Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνας πρωθυπουργός κινήθηκε στη βάση µιας στρατηγικής σκοπιµοτήτων, µε αφετηρία την αναγκαιότητα για ένα «ήρεµο καλοκαίρι», που εξυπηρετεί την ελληνική οικονοµία, αλλά και την τουρκική, στον τοµέα του τουρισµού και της επιθετικής επιστροφής στην «κανονικότητα» έπειτα από έναν χρόνο πανδηµίας, όσο και έντασης µε την Τουρκία στα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά µας, µε αυξηµένο κόστος στον κρατικό προϋπολογισµό. Πέραν αυτών, στην Αθήνα, στο επίπεδο τόσο του πρωθυπουργικού γραφείου όσο και του υπουργείου Εξωτερικών, κυριαρχεί η εκτίµηση ότι ο χρόνος κυλά υπέρ της Ελλάδας στο πεδίο των διεθνών συσχετισµών. Στο ευρωπαϊκό πεδίο δεσπόζει η αποχώρηση από την ενεργό πολιτική της «αειθαλούς καγκελαρίου» Αγκ. Μέρκελ και η επικράτηση, κατά τα προβλεπόµενα, των Πρασίνων, που διατηρούν πιο ισορροπηµένη θεώρηση απέναντι στην Τουρκία.

Στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις αναµένονται και οργανώνονται πυκνές θετικές εξελίξεις µέχρι το τέλος του καλοκαιριού, που είναι η αναβάθµιση της στρατιωτικής, και όχι µόνο, στρατηγικής συνεργασίας -µάλιστα, στη βάση πενταετών και όχι ετήσιων ανανεώσεων-, η επίσκεψη του Αµερικανού υπουργού Εξωτερικών, Αντ. Μπλίνκεν, στην Αθήνα, αλλά και η πρόσκληση για τον Ελληνα πρωθυπουργό στην Ουάσινγκτον µέχρι το τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα, θετικές εξελίξεις στο ίδιο κλίµα προβλέπονται και σε ένα πλέγµα οικονοµικών και εµπορικών επενδύσεων από αµερικανικές εταιρείες στην Ελλάδα.

Στη διάθεση του Ελληνα πρωθυπουργού, εξάλλου, παραµένουν µια σειρά χειρισµών και πρωτοβουλιών που θα επιβεβαιώσουν τη «µεσογειακή συµµαχία», µη επιτρέποντας καχυποψία και αποδιοργάνωση στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία θα µπορούσε να αξιοποιήσει η Τουρκία, ειδικά στο πεδίο της Αιγύπτου, όπου θα βρεθεί ο κ. Μητσοτάκης τη ∆ευτέρα κιόλας. Επίσης, η επερχόµενη Σύνοδος Κορυφής στην Ευρώπη, όπου θα ζητηθούν και θέµατα όπως η τελωνειακή ένωση και το Μεταναστευτικό σε σχέση µε την Τουρκία.

«Παράθυρου κινδύνου» βλέπουν οι διπλωμάτες


∆ιπλωµατικοί παρατηρητές, µετά τις τελευταίες εξελίξεις, σηµειώνουν ότι:
  • Πρώτον, το «ήρεµο καλοκαίρι» δεν αφορά την Κύπρο, αφού τον επόµενο µήνα η Τουρκία θα προχωρήσει στην εγκαθίδρυση της στρατιωτικής βάσης των drones στο βόρειο κατεχόµενο τµήµα, αλλά και στην οικονοµική αξιοποίηση της «νεκρής ζώνης» των Βαρωσίων και στην επιβεβαίωση της θεωρίας των δύο κρατών, που προβάλλει τον τελευταίο χρόνο.
  • ∆εύτερον, το σχήµα του «κόκκινου τηλεφώνου», µε απευθείας συνεννοήσεις κορυφής, µε τη συµµετοχή των συµβούλων Καλίν από Τουρκία και Σουρανή από Ελλάδα, κρύβει παγίδες και προβλήµατα, που έγιναν ορατά πέρυσι το καλοκαίρι, όταν εξελίχθηκαν οι «µυστικές διαβουλεύσεις» µεταξύ των δύο πλευρών µε διαµεσολάβηση και πρωτοβουλία του Βερολίνου, που µόνον εµπλοκές δηµιούργησαν για την ελληνική πλευρά και αναξιοπιστία ή εντάσεις από την τουρκική.