Τέσσερις µήνες διήρκεσε η υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα, σύµφωνα µε την οποία «∆εν ζητάµε εκλογές, γιατί είµαστε σοβαρή πολιτική δύναµη» (Open 18/3). Την περασµένη ∆ευτέρα, από τη Θεσσαλονίκη, ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης επεσήµανε την ανάγκη «να φύγει αυτή η κυβέρνηση της παρακµής το συντοµότερο». Ο χρόνος διενέργειας των εκλογών φυσικά δεν προαναγγέλλεται. Ωστόσο, υπάρχουν τέσσερα βασικά ορόσηµα, που αφορούν στην οικονοµία και υποδεικνύουν ότι οι εκλογές θα γίνουν κυριολεκτικά στο τέλος της τετραετίας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς τις πληροφορίες που θέλουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εξαντλεί την τετραετία για να καθιερώσει έναν νέο πολιτικό πολιτισµό, σύµφωνα µε τον οποίο οι πρωθυπουργοί δεν θα πρέπει να χρησιµοποιούν τον χρόνο των εκλογών ως µοχλό πίεσης, για να επιτύχουν µικροκοµµατικά οφέλη, είτε εσωκοµµατικά είτε κατά των αντιπάλων τους.

  1. Ο πρώτος και εξαιρετικά προφανής λόγος είναι ότι η κυβέρνηση έχει τον χρόνο που χρειάζεται για να µπορέσει να διαχειριστεί το πακέτο των 72 δισ. ευρώ από το Ταµείο Ανάκαµψης και το ΕΣΠΑ. Ηδη την περασµένη Τρίτη το ECOFIN ενέκρινε την «προκαταβολή» του 13% από το σύνολο των 30,5 δισ. ευρώ που θα λάβει η χώρα µας από το Ταµείο Ανάκαµψης. Ακόµη και εντός του Ιουλίου η Ελλάδα αναµένεται να εισπράξει τα πρώτα 4 δισ. ευρώ, ενώ µέχρι το τέλος του έτους αναµένεται να έχουν εκταµιευθεί επιπλέον 3,5 δισ. ευρώ. Το σύνολο των χρηµάτων θα έχει εκταµιευθεί µέχρι το 2026, ωστόσο είναι αρκετά «εµπροσθοβαρές» προκειµένου να αντιµετωπίσει έγκαιρα και αποτελεσµατικά τις συνέπειες της πανδηµίας. Το σχέδιο περιλαµβάνει 106 επενδυτικά προγράµµατα, αλλά και 67 µεταρρυθµίσεις, οι οποίες, σύµφωνα µε τους κυβερνητικούς σχεδιασµούς, αποτελούν µέρος του βασικού κορµού του κυβερνητικού έργου. Από πολιτικής άποψης, φυσικά, κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να καρπωθεί τα εύσηµα της εκταµίευσης ενός τόσο µεγάλου ποσού, που αντιστοιχεί περίπου στο 1/6 του ΑΕΠ της χώρας. Θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει ότι µεγάλο µέρος των κεφαλαίων αυτών καταλήγει απευθείας στις τσέπες των πολιτών (για παράδειγµα, µέσω προγραµµάτων ενεργειακής αναβάθµισης). Επιπρόσθετα, η ώθηση που αναµένεται να δώσει ένα τόσο µεγάλο ποσό στην οικονοµία εκτιµάται ότι θα ικανοποιήσει τους πολίτες. Ιδίως καθώς τώρα βρισκόµαστε στο ναδίρ της αισιοδοξίας σε σχέση µε την οικονοµία.
  2. Το δεύτερο ορόσηµο έχει να κάνει µε το τραπεζικό τοπίο και κυρίως µε την εκκαθάριση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων από τα «κόκκινα» δάνεια. Σύµφωνα µε καλά πληροφορηµένους τραπεζικούς κύκλους, στο τέλος του 2022 οι συστηµικές τράπεζες θα έχουν «ξεµπερδέψει» µε τον βραχνά των επισφαλειών. Με βασικό όχηµα το πρόγραµµα «Ηρακλής», οι ισολογισµοί των τραπεζών θα περιλαµβάνουν «κόκκινα» δάνεια σε ποσοστό κάτω του 10% των συνολικών χορηγήσεων. Ετσι, οι τράπεζες θα µπορούν να χρηµατοδοτήσουν την οικονοµία συµβάλλοντας ουσιαστικά στην ανάπτυξη, κάτι που αναµένεται να ξεκινήσει ήδη από φέτος, αλλά η πλήρης εξυγίανση δεν θα είναι εύκολα ορατή πριν από το πρώτο εξάµηνο του 2022. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στο τέλος του επόµενου έτους οι ελληνικές τράπεζες θα βρίσκονται σε καλύτερο σηµείο από πολλές ευρωπαϊκές, καθώς η πανδηµία δεν δηµιούργησε µεγάλο όγκο νέων επισφαλειών, κυρίως διότι τα τραπεζικά ιδρύµατα δεν χορήγησαν κατά το προηγούµενο διάστηµα µεγάλο αριθµό δανείων.
  3. Η εκκίνηση των µεγάλων έργων, όπως το Ελληνικό, αλλά και η ουσιαστική επαναλειτουργία των Ναυπηγείων Σκαραµαγκά θεωρούνται κοµβικής σηµασίας για την κυβέρνηση. Αφενός διότι θα δώσουν µια εµφανή αίσθηση ανάπτυξης και αφετέρου διότι στο οικονοµικό επιτελείο εκτιµούν ότι θα αποτελέσουν προποµπό για ένα επενδυτικό µπαράζ σε πολλές περιοχές της χώρας. Είναι προφανές ότι µαζί µε την αισιοδοξία θα έρθουν και -καλοπληρωµένες- θέσεις εργασίας. Ηδη από τη φάση της κατασκευής στο Ελληνικό θα προσληφθούν 10.000 άνθρωποι, ενώ, όταν λειτουργήσει πλήρως το Ελληνικό, θα απασχολεί 80.000 εργαζοµένους. Από την άλλη πλευρά, η ιδιωτικοποίηση των Ναυπηγείων Σκαραµαγκά, σε συνδυασµό µε τη νέα ιδιοκτησία στα Ναυπηγεία Σύρου και Ελευσίνας, εκτιµάται ότι θα τονώσει σηµαντικά τον κλάδο της ναυτιλίας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι µόνον πέριξ των Ναυπηγείων Σκαραµαγκά εκτιµάται ότι θα δηµιουργηθούν τουλάχιστον 500 υποστηρικτικές επιχειρήσεις, στις οποίες προφανώς θα προσληφθούν εργαζόµενοι. Για να φανεί φυσικά το αποτέλεσµα, χρειάζεται ένα εύλογο χρονικό διάστηµα και οι πρόωρες εκλογές θα στερούσαν από την κυβέρνηση τη δυνατότητα να προβάλει αυτές τις εξελίξεις.
  4. Το βασικό ορόσηµο, φυσικά, θα είναι η επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθµίδα. ∆ηλαδή, να αποκτήσει ξανά τη δυνατότητα να δανείζεται µε όρους «κανονικότητας». Βεβαίως, το χρέος του ελληνικού ∆ηµοσίου είναι πολλαπλά προστατευµένο από την ΕΚΤ (όπως έχουν εξηγήσει στο πρόσφατο παρελθόν τα «Π»), όµως η επιστροφή του αξιόχρεου θα τονώσει και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και θα δώσει το «πράσινο φως» ακόµη και στους πιο καχύποπτους επενδυτές για πλήρη επιστροφή στην Ελλάδα. Θα πρέπει, άλλωστε, να αναλογιστεί κανείς και τις διαρκείς θετικές επιδράσεις από τις συνεχείς αναβαθµίσεις της ελληνικής οικονοµίας, οι οποίες θα πρέπει να προηγηθούν προκειµένου να φτάσουµε το «επενδυτικό σκαλοπάτι». Η κυβέρνηση θα µπορεί να προβάλλει αυτές τις εξελίξεις ως αποτέλεσµα της προσπάθειάς της.
Θα προκηρυχθούν όταν ολοκληρωθεί ένας κύκλος ανάπτυξης, με χειροπιαστές αποδείξεις και με τη «βούλα» των οίκων αξιολόγησης

Σύµφωνα µε καλά πληροφορηµένες πηγές, η πολυπόθητη «επενδυτική βαθµίδα» θα έρθει από τους οίκους αξιολόγησης σαν δώρο -πιθανόν προεκλογικό- το διάστηµα από το τέλος ∆εκεµβρίου του 2022 µέχρι το τέλος του πρώτου τριµήνου του 2023. Πρόκειται για το τέλειο timing, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πάει στις διπλές κάλπες έχοντας ολοκληρώσει έναν κύκλο ανάπτυξης µε χειροπιαστές αποδείξεις και τη «βούλα» των οίκων αξιολόγησης.