Η αμυντική συμφωνία Ελλάδας - Γαλλίας αποτελεί μια μείζονα στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη. Η Αθήνα, με δεδομένο ότι η Ε.Ε. δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τα απειλούμενα από την Τουρκία ανατολικά σύνορά της, συνήψε συμφωνία στρατηγικού βάθους με τη μόνη χώρα της Ευρώπης που δραστηριοποιείται στρατιωτικά στη Μεσόγειο, αντιμάχεται τον τουρκικό ισλαμισμό και διατηρεί καλές σχέσεις με την Αθήνα, την Κύπρο και το Ισραήλ. Η ελληνική κυβέρνηση θα εμπλουτίσει την αποτρεπτική αεροναυτική δύναμή της απέναντι στην Τουρκία με τις υπερσύγχρονες γαλλικές φρεγάτες, που προστίθενται στη συμφωνία για την απόκτηση των μαχητικών Rafale. Με τη Γερμανία να υποστηρίζει τις πολιτικές Ερντογάν, προς ζημία της Ελλάδας, η συμφωνία της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Μακρόν αποκτά πρόσθετη σημασία, αφού περιλαμβάνει ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης ή στρατιωτικής απειλής από τρίτη χώρα, έστω κι αν αυτή ανήκει στο ΝΑΤΟ.

Η ελληνική διπλωματία επισημαίνει ότι η συμφωνία Αθήνας - Παρισίων έρχεται να ενισχύσει σημαντικά την άμυνα της χώρας, παράλληλα με τη στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ, που θα υπογραφεί λίαν προσεχώς στην Ουάσινγκτον στη βάση κοινών αντιλήψεων για τη σταθερότητα στην περιοχή. Οι εξελίξεις δείχνουν ότι στη Μεσόγειο ένας άτυπος «άξονας» ασφαλείας ΗΠΑ και Γαλλίας «φρενάρει» την επιθετική, ισλαμική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, επεκτείνοντας τη στρατηγική παρουσία της Δύσης στην περιοχή. Γι’ αυτό και στα παρασκήνια ήταν εξαρχής βέβαιο ότι η Αθήνα δεν επρόκειτο να «αιφνιδιάσει» σε καμία περίπτωση τη στρατιωτική σύμμαχό της Ουάσινγκτον, η οποία, αντιθέτως, φέρεται ικανοποιημένη με τη θετική τροπή των διαπραγματεύσεων Αθήνας - Παρισίων για την αμυντική συμφωνία τους, που έρχεται και να εξισορροπήσει εμμέσως κάποια πράγματα που διαταράχθηκαν με τη συμφωνία AUKUS.

Aς σημειωθεί ότι ναι μεν ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για ένα «άνοιγμα του δρόμου για ευρωπαϊκή αυτονομία στο μέλλον», αλλά από διπλωματικές πηγές στην Αθήνα διαψεύδεται το διαδιδόμενο ότι η συμφωνία Ελλάδας - Γαλλίας έχει να κάνει με τις διακηρυγμένες προθέσεις ορισμένων κύκλων της Ε.Ε. για το άνοιγμα συζήτησης προσεχώς με αντικείμενο την ευρωπαϊκή «στρατηγική αυτονομία» και με στόχο τη δημιουργία «ευρωπαϊκού στρατού» εκτός ΝΑΤΟ και ΟΗΕ.

Κυβερνητικοί παράγοντες βεβαιώνουν ότι αυτή την ώρα η στρατηγική σύμπλευση Ελλάδας - Γαλλίας είναι μια αυτοτελής συμφωνία με συγκεκριμένο περιεχόμενο, που δεσμεύει τα δύο μέρη. Η συμφωνία αφορά την εθνική ασφάλεια της χώρας μας και τη σταθερότητα στην περιοχή, στη βάση κοινών στρατηγικών αντιλήψεων. Και αυτό δεν αλλάζει πλέον, ό,τι κι αν έχουν κατά νου οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο για τη Μεσόγειο. Στο Παρίσι, προ ημερών, οι κ. Μητσοτάκης και Μακρόν προσπέρασαν την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, που εκφράζεται με «στρατηγικά» μισόλογα και ερωτοτροπεί με την Τουρκία.

Οι στόχοι της ελληνικής διπλωματίας

Παράλληλα με την ενίσχυση της άμυνας της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση κινείται πλέον συστηματικά στη διεθνή σκηνή για την προβολή και ενίσχυση των θέσεων της Ελλάδας απέναντι στον νεο-οθωμανικό παραλογισμό του Ερντογάν. Η Αθήνα δεν «πυροβολεί» ασκόπως την Τουρκία τον τελευταίο καιρό στον ΟΗΕ και με κάθε ευκαιρία στις διεθνείς επαφές της. Ακολουθεί μια συγκεκριμένη πολιτική, διόλου ευκαιριακή. Στόχο έχει να πλήξει τον Ερντογάν εκεί που «πονάει», δηλαδή στο πεδίο των ευαίσθητων σχέσεών του με τους μεγάλους «παίκτες», Αμερικανούς, Ευρωπαίους και με κάθε «τρίτο» που η Άγκυρα έχει εμπλέξει στα γεωπολιτικά παιχνίδια της. Η ελληνική διπλωματία έχει δύο στόχους: Πρώτον, να αξιοποιήσει η Αθήνα υπέρ αυτής το γεγονός ότι η Τουρκία του Ερντογάν περιφρονεί απροκάλυπτα το Διεθνές Δίκαιο και προκαλεί πλέον «πονοκεφάλους» σε πολλές πρωτεύουσες με τις πολιτικές και «επεκτατικές» στρατιωτικές εμπλοκές της στον Καύκασο, στην Εγγύς Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και, σε βορειοαφρικανικά εδάφη. Δεύτερον, να καταδειχθεί με έμφαση διεθνώς ότι η ελληνική πλευρά ζει επί μία 25ετία υπό την απειλή πολέμου της Τουρκίας, πράγμα που την εξαναγκάζει σε δαπανηρούς εξοπλισμούς, προκειμένου να αποφευχθούν στην περιοχή αναφλέξεις λόγω της τουρκικής επιθετικότητας, που απειλεί τη σταθερότητα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Στην Αθήνα, σήμερα, είναι σταθερή η πολιτική εκτίμηση που συμμερίζονται τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας και η οποία ορίζει συνολικά την ελληνική «γραμμή»:

Σε καμία περίπτωση δεν εκλαμβάνονται οι κατά καιρούς «υφέσεις» από τουρκικής πλευράς ως δείγματα αλλαγής θέσεων και στόχων της Άγκυρας. Ο στόχος της τελευταίας για μείωση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη θάλασσα είναι αμετάβλητος. Διπλωματικοί και στρατιωτικοί παράγοντες κινούνται αναλόγως.