Σε δυο βάρκες πατάει ο ΣΥΡΙΖΑ: Μιλάει για ανασφάλεια πολιτών και για εφαρμογή δόγματος «νόμος και τάξη»
Με αφορμή τα γεγονότα στο Πέραμα
Σε δυο βάρκες επιχειρεί να πατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε ότι αφορά τον θάνατο του 20χρονου Ρομά την Παρασκευή το βράδυ στο Πέραμα. Από την μία τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης μιλούν για την ανασφάλεια των πολιτών η οποία εντείνεται εξ αιτίας τέτοιων γεγονότων και από την άλλη υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει το δόγμα «Νόμος και τάξη».
«Η χρήση της αστυνομικής βίας υπόκειται σε κανονισμούς και συνταγματικούς περιορισμούς. Οφείλει να είναι αναγκαία, πρόσφορη και αναλογική. Πρόσφορη σημαίνει ότι η κίνηση που επιλέγεται μπορεί να φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα και οφείλει να είναι αναλογική ως προς το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί λένε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης .
Η πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη και Γραμματέας της Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Όλγα Γεροβασίλη σχολιάζοντας μάλιστα τα όσα έχουν συμβεί γύρω από αυτή την υπόθεση ανέφερε:
«Ορθώς διατάχτηκε η έρευνα όμως συνιστά σοβαρό ζήτημα το γεγονός ότι δεν διατάχθηκε από τον αρχηγό της ΕΛΑΣ αλλά από τον υπουργό. Ποιά είναι η δουλειά του υπουργού και ποιά η δουλειά του αρχηγού της Αστυνομίας; Ο πρώτος είναι πολιτικός προϊστάμενος και ο δεύτερος είναι ο υπηρεσιακός προϊστάμενος και ο έχων την ευθύνη. Η ευθύνη μεταβιβάζεται από κάτω προς τα πάνω εντός της αστυνομίας. Και στο τέλος την πολιτική ευθύνη μπορεί να έχει ή όχι ο πολιτικός προϊστάμενος.
Σε αυτή την κυβέρνηση όμως το μέτρο φαίνεται ότι χάνεται. Καταργείται η διάκριση της φυσικής από την πολιτική ιεραρχία;
Βγήκε με «πόρισμα» ο υπουργός ανάπτυξης, ως μη όφειλε, και αυτό παρέμεινε ασχολίαστο από την κυβέρνηση! Βεβαίως η απάντηση σε αυτή την περίπτωση είναι πως σε μία ευνομούμενη πολιτεία και μια σοβαρή κυβέρνηση, ο κύριος Άδωνις Γεωργιάδης θα έπρεπε από καιρό να έχει πάψει να είναι υπουργός.
Εν τω μεταξύ, μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, η σοβαρή αύξηση της εγκληματικότητας παραμένει ανεπίλυτη και το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών επιτείνεται.»
Στα θέματα που υπάρχουν μέσα στην αστυνομία αλλά και στην ανύπαρκτη εκπαίδευση των ειδικών φρουρών αναφέρθηκε και ο τεμεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Σπίρτζης επισημαίνοντας ότι «Οι κλοπές δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με δολοφονημένους και τραυματίες από ανεπαρκώς εκπαιδευμένους αστυνομικούς.
Στις βασικές αρχές της εκπαίδευσης των σχολών της αστυνομίας ήταν οι αστυνομικοί να συλλαμβάνουν και να μην σκοτώνουν. Να μην χαθεί ανθρώπινη ζωή, δράστη ή αστυνομικού.
Εκπαιδεύονταν κάποτε σύμφωνα με την αρχή : «Πρωταρχικός σκοπός μας είναι να διαφυλάξουμε την σωματική μας ακεραιότητα, των πολιτών και του ενδεχόμενου δράστη».
Αυτές οι βασικές αρχές για μια αστυνομία δημοκρατικής χώρας απομειώθηκαν από την παντελή έλλειψη εκπαίδευσης στους 4.500 κατ’ εξαίρεση ειδικούς φρουρούς που προσέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το δόγμα του Νόμου και της Τάξης. Η δράση ακροδεξιών ομάδων και αντιλήψεων εντός της ΕΛΑΣ, δείχνει τα αποτελέσματα της πολιτικής Μητσοτάκη και της ανοχής ύπαρξης τους, ενώ οι χιλιάδες δημοκρατικοί αστυνομικοί έχουν αγανακτήσει.
Δεν αρκούν πλέον ούτε οι αυτονόητες πειθαρχικές και δικαστικές διερευνήσεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη οφείλουν να αναθεωρήσουν το σύνολο της πολιτικής και του κλίματος που έχουν επιβάλει στην ΕΛΑΣ.»
«Η χρήση της αστυνομικής βίας υπόκειται σε κανονισμούς και συνταγματικούς περιορισμούς. Οφείλει να είναι αναγκαία, πρόσφορη και αναλογική. Πρόσφορη σημαίνει ότι η κίνηση που επιλέγεται μπορεί να φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα και οφείλει να είναι αναλογική ως προς το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί λένε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης .
Η πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη και Γραμματέας της Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Όλγα Γεροβασίλη σχολιάζοντας μάλιστα τα όσα έχουν συμβεί γύρω από αυτή την υπόθεση ανέφερε:
«Ορθώς διατάχτηκε η έρευνα όμως συνιστά σοβαρό ζήτημα το γεγονός ότι δεν διατάχθηκε από τον αρχηγό της ΕΛΑΣ αλλά από τον υπουργό. Ποιά είναι η δουλειά του υπουργού και ποιά η δουλειά του αρχηγού της Αστυνομίας; Ο πρώτος είναι πολιτικός προϊστάμενος και ο δεύτερος είναι ο υπηρεσιακός προϊστάμενος και ο έχων την ευθύνη. Η ευθύνη μεταβιβάζεται από κάτω προς τα πάνω εντός της αστυνομίας. Και στο τέλος την πολιτική ευθύνη μπορεί να έχει ή όχι ο πολιτικός προϊστάμενος.
Σε αυτή την κυβέρνηση όμως το μέτρο φαίνεται ότι χάνεται. Καταργείται η διάκριση της φυσικής από την πολιτική ιεραρχία;
Βγήκε με «πόρισμα» ο υπουργός ανάπτυξης, ως μη όφειλε, και αυτό παρέμεινε ασχολίαστο από την κυβέρνηση! Βεβαίως η απάντηση σε αυτή την περίπτωση είναι πως σε μία ευνομούμενη πολιτεία και μια σοβαρή κυβέρνηση, ο κύριος Άδωνις Γεωργιάδης θα έπρεπε από καιρό να έχει πάψει να είναι υπουργός.
Εν τω μεταξύ, μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, η σοβαρή αύξηση της εγκληματικότητας παραμένει ανεπίλυτη και το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών επιτείνεται.»
Στα θέματα που υπάρχουν μέσα στην αστυνομία αλλά και στην ανύπαρκτη εκπαίδευση των ειδικών φρουρών αναφέρθηκε και ο τεμεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Σπίρτζης επισημαίνοντας ότι «Οι κλοπές δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με δολοφονημένους και τραυματίες από ανεπαρκώς εκπαιδευμένους αστυνομικούς.
Στις βασικές αρχές της εκπαίδευσης των σχολών της αστυνομίας ήταν οι αστυνομικοί να συλλαμβάνουν και να μην σκοτώνουν. Να μην χαθεί ανθρώπινη ζωή, δράστη ή αστυνομικού.
Εκπαιδεύονταν κάποτε σύμφωνα με την αρχή : «Πρωταρχικός σκοπός μας είναι να διαφυλάξουμε την σωματική μας ακεραιότητα, των πολιτών και του ενδεχόμενου δράστη».
Αυτές οι βασικές αρχές για μια αστυνομία δημοκρατικής χώρας απομειώθηκαν από την παντελή έλλειψη εκπαίδευσης στους 4.500 κατ’ εξαίρεση ειδικούς φρουρούς που προσέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το δόγμα του Νόμου και της Τάξης. Η δράση ακροδεξιών ομάδων και αντιλήψεων εντός της ΕΛΑΣ, δείχνει τα αποτελέσματα της πολιτικής Μητσοτάκη και της ανοχής ύπαρξης τους, ενώ οι χιλιάδες δημοκρατικοί αστυνομικοί έχουν αγανακτήσει.
Δεν αρκούν πλέον ούτε οι αυτονόητες πειθαρχικές και δικαστικές διερευνήσεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη οφείλουν να αναθεωρήσουν το σύνολο της πολιτικής και του κλίματος που έχουν επιβάλει στην ΕΛΑΣ.»