Όλη η στρατηγική Μητσοτάκη για την οικονομία -Το μέτωπο με τον Ντράγκι και οι νέες ευκαιρίες
Οι «συμπτώσεις» με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας και η συμμαχία του ευρωπαϊκού νότου
Με τη νέα χρονιά θα ανοίξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση η συζήτηση για την αλλαγή στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στους «σκληρούς» δημοσιονομικούς κανόνες, με την ελληνική κυβέρνηση να προετοιμάζεται εδώ και καιρό για τη δύσκολη αυτή στρατηγική διαπραγμάτευση. Κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι η σχετική συζήτηση θα ξεκινήσει σταδιακά τους πρώτους μήνες του νέου έτους και θα ανεβάσει στροφές μετά τον Απρίλιο και τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, αφού, σε κάθε περίπτωση, το νέο Σύμφωνο θα τεθεί σε ισχύ το 2023. Ήδη, βέβαια, οι πρώτες άτυπες συνομιλίες έχουν γίνει. Σύμμαχος-κλειδί στην προσπάθεια της Ελλάδας να χαλαρώσουν οι στόχοι και να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία είναι η Ιταλία, τόσο γιατί είναι μια από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες όσο και γιατί ο πρωθυπουργός της χώρας, Μάριο Ντράγκι, έχει ξεχωριστό κύρος και βαρύτητα στη συζήτηση αυτή, λόγω και της εμβληματικής θητείας του στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
«Δεν μπορούμε να κινούμαστε σε δύο κατευθύνσεις. Δεν μπορείς να έχεις πολύ αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και ταυτόχρονα να έχεις την προσδοκία ότι θα γίνουν επενδύσεις σε πολιτικές που θα αποφέρουν μακροπρόθεσμα, παρά βραχυπρόθεσμα, οφέλη. Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι σε μια νομισματική ένωση χρειάζεται κάποιας μορφής δημοσιονομική ευθυγράμμιση», είναι η βασική φιλοσοφία που εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Έλληνας και ο Ιταλός πρωθυπουργός φέρεται να συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να έχει κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα, αλλά όχι τόσο αυστηρούς όσο στο πρόσφατο παρελθόν και περισσότερο «έξυπνους». Φαίνεται, επίσης, ότι διαβλέπουν πως ο ευρωπαϊκός Νότος έχει δύναμη και μπορεί να έχει μια κοινή γραμμή πλεύσης μέσα στους κόλπους της Ε.Ε. σε ζητήματα όπως η δημοσιονομική πειθαρχία, το Μεταναστευτικό και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η πιθανή επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας την άνοιξη θα κάνει ακόμα πιο ισχυρή την συμμαχία αυτή του ευρωπαϊκού Νότου, σε ένα τέτοιο κρίσιμο, μάλιστα, ζήτημα.
Τη θέση του ότι απαιτείται αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το φως και των φιλόδοξων στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατεύθυνση της «πράσινης» μετάβασης εξέφρασε εκ νέου, μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης, παρεμβαίνοντας προ ημερών στη διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Κλιματική αλλαγή: Μια υπαρξιακή κρίση». Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε πως οι μέχρι πρότινος αυστηροί στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας μοιάζουν πλέον απαρχαιωμένοι και σημείωσε ότι «θα χρειαστούμε περισσότερα κονδύλια». Τόνισε, δε, ότι η άσκηση εξεύρεσης ισορροπίας ανάμεσα στη χρηματοδότηση της «πράσινης» μετάβασης και τη δημοσιονομική πειθαρχία αναμένεται να είναι η κυρίαρχη συζήτηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον επόμενο χρόνο. Στο επίμαχο θέμα πήρε θέση πρόσφατα και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕSM), προτείνοντας ανώτατο όριο δημοσιονομικού ελλείμματος το 3% του ΑΕΠ (όσο είναι και σήμερα) και ανώτατο όριο χρέους γενικής κυβέρνησης στο 100% του ΑΕΠ, από το 60% που είναι σήμερα το «ταβάνι» για το δημόσιο χρέος.
Για τη χώρα μας, που βγήκε από μια σχεδόν δεκαετή κρίση της περιόδου των μνημονίων και σταδιακά εξέρχεται από τη διετή κρίση της πανδημίας, είναι μεγάλης σημασίας ζήτημα να μην επανέλθουν το 2023 σφιχτοί περιορισμοί, που θα επηρεάσουν το ύψος των δημόσιων δαπανών, αλλά και την πολιτική μείωσης των φόρων που ακολουθεί η κυβέρνηση.
«Νέες ευκαιρίες»
Ήδη από τα τέλη Οκτωβρίου και τις κοινές δηλώσεις με την απερχόμενη καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε επισημάνει ότι «η λιτότητα δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε όλα και αυτό αποτελεί μια χρήσιμη παρακαταθήκη στον προβληματισμό για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, ώστε οι παλιές αστοχίες να μετουσιωθούν σε νέες ευκαιρίες». Έναν μήνα νωρίτερα είχε συζητήσει το θέμα με τον Ιταλό ομόλογό του, Μ. Ντράγκι, και το συμπέρασμα ήταν ότι επί της αρχής, εάν πρόκειται να γίνουν μεγαλύτερες δαπάνες για το κλίμα και την άμυνα, αυτές οι επενδύσεις θα πρέπει να ενσωματωθούν στον τρόπο σκέψης της Ε.Ε. γύρω από τα δημοσιονομικά όρια και την ευελιξία.«Δεν μπορούμε να κινούμαστε σε δύο κατευθύνσεις. Δεν μπορείς να έχεις πολύ αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και ταυτόχρονα να έχεις την προσδοκία ότι θα γίνουν επενδύσεις σε πολιτικές που θα αποφέρουν μακροπρόθεσμα, παρά βραχυπρόθεσμα, οφέλη. Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι σε μια νομισματική ένωση χρειάζεται κάποιας μορφής δημοσιονομική ευθυγράμμιση», είναι η βασική φιλοσοφία που εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Έλληνας και ο Ιταλός πρωθυπουργός φέρεται να συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να έχει κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα, αλλά όχι τόσο αυστηρούς όσο στο πρόσφατο παρελθόν και περισσότερο «έξυπνους». Φαίνεται, επίσης, ότι διαβλέπουν πως ο ευρωπαϊκός Νότος έχει δύναμη και μπορεί να έχει μια κοινή γραμμή πλεύσης μέσα στους κόλπους της Ε.Ε. σε ζητήματα όπως η δημοσιονομική πειθαρχία, το Μεταναστευτικό και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η πιθανή επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας την άνοιξη θα κάνει ακόμα πιο ισχυρή την συμμαχία αυτή του ευρωπαϊκού Νότου, σε ένα τέτοιο κρίσιμο, μάλιστα, ζήτημα.
Τη θέση του ότι απαιτείται αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό το φως και των φιλόδοξων στόχων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατεύθυνση της «πράσινης» μετάβασης εξέφρασε εκ νέου, μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης, παρεμβαίνοντας προ ημερών στη διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Κλιματική αλλαγή: Μια υπαρξιακή κρίση». Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε πως οι μέχρι πρότινος αυστηροί στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας μοιάζουν πλέον απαρχαιωμένοι και σημείωσε ότι «θα χρειαστούμε περισσότερα κονδύλια». Τόνισε, δε, ότι η άσκηση εξεύρεσης ισορροπίας ανάμεσα στη χρηματοδότηση της «πράσινης» μετάβασης και τη δημοσιονομική πειθαρχία αναμένεται να είναι η κυρίαρχη συζήτηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον επόμενο χρόνο. Στο επίμαχο θέμα πήρε θέση πρόσφατα και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕSM), προτείνοντας ανώτατο όριο δημοσιονομικού ελλείμματος το 3% του ΑΕΠ (όσο είναι και σήμερα) και ανώτατο όριο χρέους γενικής κυβέρνησης στο 100% του ΑΕΠ, από το 60% που είναι σήμερα το «ταβάνι» για το δημόσιο χρέος.
Για τη χώρα μας, που βγήκε από μια σχεδόν δεκαετή κρίση της περιόδου των μνημονίων και σταδιακά εξέρχεται από τη διετή κρίση της πανδημίας, είναι μεγάλης σημασίας ζήτημα να μην επανέλθουν το 2023 σφιχτοί περιορισμοί, που θα επηρεάσουν το ύψος των δημόσιων δαπανών, αλλά και την πολιτική μείωσης των φόρων που ακολουθεί η κυβέρνηση.