Η στρατηγική της κυβέρνησης για ανάπτυξη, επενδύσεις και νέες μειώσεις φόρων - Όλο το σχέδιο Μητσοτάκη
Η κινητοποίηση πολύ μεγαλύτερων κεφαλαίων σε σχέση με το παρελθόν και το στοίχημα της ανάπτυξης, που φαίνεται να κερδίζεται
Στην επιθετική προσέλκυση ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων και στη συνέχιση της πολιτικής άµεσης και έµµεσης ενίσχυσης του εισοδήµατος των πολιτών µέσω µείωσης των φορολογικών συντελεστών και νέας αύξησης του κατώτατου µισθού, ρίχνει πλέον όλο το βάρος της η κυβέρνηση, υπολογίζοντας στη συνέχιση των ισχυρών ρυθµών ανάπτυξης, που το 2021 εκτιµάται ότι έφτασε ή και θα ξεπεράσει το 9%.
Η πολιτική της κυβέρνησης εξελίσσεται ταυτόχρονα σε δύο µέτωπα, τα οποία συγκλίνουν σε έναν ενιαίο στόχο. Από τη µια µε στοχευµένα µέτρα στήριξης και µειώσεις στους φόρους νοικοκυριών (π.χ. ΕΝΦΙΑ) και επιχειρήσεων επιδιώκει να αµβλύνει τις επιπτώσεις από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, που έχει άµεσο αντίκτυπο στα καθηµερινά έξοδα των πολιτών -από το ρεύµα και τα καύσιµα έως τα σουπερµάρκετ- ενώ την ίδια στιγµή, στη «µεγάλη εικόνα», καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια διευκόλυνσης µεγάλων και µικρότερων επενδύσεων και προσέλκυσης κεφαλαίων, προκειµένου να ενισχύσει τη δυναµική ανάκαµψης της οικονοµίας και αύξησης των θέσεων εργασίας. Η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόµου την εβδοµάδα που πέρασε αποτελεί πολύ σηµαντικό κρίκο στην αλυσίδα της κυβερνητικής στρατηγικής, καθώς αναµένεται να συµβάλει στην κινητοποίηση πολύ µεγαλύτερων κεφαλαίων σε σχέση µε το παρελθόν και θα λειτουργήσει συνδυαστικά µε τα δύο µεγάλα χρηµατοδοτικά όπλα που διαθέτει πλέον στη φαρέτρα της η χώρα, δηλαδή το Ταµείο Ανάκαµψης και το ΕΣΠΑ.
Ολη αυτή η πολιτική που στοχεύει στην εδραίωση της ανάπτυξης µε άξονα την πραγµατική οικονοµία αλλά και τη θωράκιση της οικονοµικής θέσης των πολιτών µέσω της προστασίας του πραγµατικού εισοδήµατος και της περαιτέρω αύξησής του, εξελίσσεται σε πλήρη αντιδιαστολή µε τη ρητορική της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και την προσπάθειά της να διαµορφώσει «αρνητική ατζέντα», καθώς, αν η κυβέρνηση συνεχίσει να κερδίζει το στοίχηµα της ανάπτυξης, των επενδύσεων και της ενίσχυσης των εισοδηµάτων, το αποτέλεσµα θα είναι άµεσα ορατό και µετρήσιµο από τους πολίτες.
Πρώτον, γιατί η αγορά και τα funds διεθνώς παρατηρούν µε προσοχή τις κινήσεις της µεγαλύτερης αµερικανικής τράπεζας και η εµπιστοσύνη για τη χώρα µας ενισχύεται µε αυτή και άλλες αντίστοιχες κινήσεις που προηγήθηκαν. ∆εύτερον, γιατί τέτοιου είδους επενδύσεις συντελούν στην αναστροφή του λεγόµενου brain drain, βοηθώντας στην προσπάθεια επιστροφής πολλών ταλέντων που έφυγαν από τη χώρα την τελευταία δεκαετία. Τρίτον –κι εδώ πρόκειται για αντικείµενο για το οποίο έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Κ. Μητσοτάκης– η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και µάλιστα µέσα από το κινητό τηλέφωνο, αυτό ακριβώς δηλαδή που κάνει το Viva Wallet, είναι ένα «εργαλείο» το οποίο η κυβέρνηση θεωρεί εξαιρετικά χρήσιµο για τον περιορισµό της φοροδιαφυγής και θέλει να ενθαρρύνει µε κάθε τρόπο τη χρήση του. Τέταρτον και τελευταίο, η επέκταση της Viva Wallet στον τραπεζικό τοµέα λειτουργεί υποστηρικτικά στην αντιµετώπιση της ανάγκης για ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγµατική οικονοµία.
«Μετά τη µεσοσταθµική µείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% το καλοκαίρι του 2019, η κυβέρνηση προχωρά σε νέα µείωση, της τάξης του 13%, υπερκαλύπτοντας την προεκλογική δέσµευσή της για µείωση κατά 30% και ενισχύοντας το εισόδηµα των πολιτών τη στιγµή που η παγκόσµια ενεργειακή κρίση προκαλεί εξωγενείς πληθωριστικές πιέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη», υπογραµµίζουν κυβερνητικά στελέχη, επισηµαίνοντας πως «η νέα µείωση του ΕΝΦΙΑ καταδεικνύει τη σταθερή συνέπεια και φερεγγυότητα της κυβέρνησης και έρχεται σε πλήρη αντίθεση µε το καθεστώς υπερφορολόγησης που είχε επιβάλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.μΠλέον η οικονοµία αναπτύσσεται, τα φορολογικά βάρη µειώνονται και οι πολίτες έχουν µέρισµα από την ανοδική πορεία της χώρας».
Επίσης προωθούνται µεταρρυθµιστικές δράσεις, όπως η κωδικοποίηση της φορολογικής νοµοθεσίας, ενώ θεσπίζονται ρυθµίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της εξωστρέφειας και της προσέλκυσης επενδύσεων, όπως οι υπεραποσβέσεις για τις επιχειρήσεις στην πράσινη οικονοµία και στον ψηφιακό µετασχηµατισµό, η παροχή φορολογικών κινήτρων για ενίσχυση των συγχωνεύσεων και των εξαγορών και η εισαγωγή νοµοθετικού πλαισίου για τη σύσταση οµίλων ΦΠΑ. Κρίσιµη διάσταση της κυβερνητικής πολιτικής το προσεχές διάστηµα αποτελεί η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων από το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας µε σκοπό τον µετασχηµατισµό της ελληνικής οικονοµίας. Οι πόροι αυτοί συνολικά ανέρχονται σε 32 δισ. ευρώ µέχρι το 2026 και θα διοχετευθούν µέσω της υλοποίησης του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», το οποίο περιλαµβάνει µεταρρυθµίσεις και επενδύσεις σε τοµείς υψηλής προτεραιότητας, όπως η «πράσινη» και ψηφιακή µετάβαση, καθώς και η ενίσχυση της απασχόλησης, των δεξιοτήτων και της κοινωνικής συνοχής.
Η πολιτική της κυβέρνησης εξελίσσεται ταυτόχρονα σε δύο µέτωπα, τα οποία συγκλίνουν σε έναν ενιαίο στόχο. Από τη µια µε στοχευµένα µέτρα στήριξης και µειώσεις στους φόρους νοικοκυριών (π.χ. ΕΝΦΙΑ) και επιχειρήσεων επιδιώκει να αµβλύνει τις επιπτώσεις από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, που έχει άµεσο αντίκτυπο στα καθηµερινά έξοδα των πολιτών -από το ρεύµα και τα καύσιµα έως τα σουπερµάρκετ- ενώ την ίδια στιγµή, στη «µεγάλη εικόνα», καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια διευκόλυνσης µεγάλων και µικρότερων επενδύσεων και προσέλκυσης κεφαλαίων, προκειµένου να ενισχύσει τη δυναµική ανάκαµψης της οικονοµίας και αύξησης των θέσεων εργασίας. Η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόµου την εβδοµάδα που πέρασε αποτελεί πολύ σηµαντικό κρίκο στην αλυσίδα της κυβερνητικής στρατηγικής, καθώς αναµένεται να συµβάλει στην κινητοποίηση πολύ µεγαλύτερων κεφαλαίων σε σχέση µε το παρελθόν και θα λειτουργήσει συνδυαστικά µε τα δύο µεγάλα χρηµατοδοτικά όπλα που διαθέτει πλέον στη φαρέτρα της η χώρα, δηλαδή το Ταµείο Ανάκαµψης και το ΕΣΠΑ.
Ολη αυτή η πολιτική που στοχεύει στην εδραίωση της ανάπτυξης µε άξονα την πραγµατική οικονοµία αλλά και τη θωράκιση της οικονοµικής θέσης των πολιτών µέσω της προστασίας του πραγµατικού εισοδήµατος και της περαιτέρω αύξησής του, εξελίσσεται σε πλήρη αντιδιαστολή µε τη ρητορική της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και την προσπάθειά της να διαµορφώσει «αρνητική ατζέντα», καθώς, αν η κυβέρνηση συνεχίσει να κερδίζει το στοίχηµα της ανάπτυξης, των επενδύσεων και της ενίσχυσης των εισοδηµάτων, το αποτέλεσµα θα είναι άµεσα ορατό και µετρήσιµο από τους πολίτες.
Εμβληματική η επένδυση της J.P. Morgan
Η επένδυση άνω του 1 δισ. ευρώ της J.P. Morgan στη Viva Wallet θεωρείται εµβληµατική από την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση αυτή, για πολλούς λόγους, όπως εξηγούν στα «Π» υψηλόβαθµες κυβερνητικές πηγές.Πρώτον, γιατί η αγορά και τα funds διεθνώς παρατηρούν µε προσοχή τις κινήσεις της µεγαλύτερης αµερικανικής τράπεζας και η εµπιστοσύνη για τη χώρα µας ενισχύεται µε αυτή και άλλες αντίστοιχες κινήσεις που προηγήθηκαν. ∆εύτερον, γιατί τέτοιου είδους επενδύσεις συντελούν στην αναστροφή του λεγόµενου brain drain, βοηθώντας στην προσπάθεια επιστροφής πολλών ταλέντων που έφυγαν από τη χώρα την τελευταία δεκαετία. Τρίτον –κι εδώ πρόκειται για αντικείµενο για το οποίο έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Κ. Μητσοτάκης– η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και µάλιστα µέσα από το κινητό τηλέφωνο, αυτό ακριβώς δηλαδή που κάνει το Viva Wallet, είναι ένα «εργαλείο» το οποίο η κυβέρνηση θεωρεί εξαιρετικά χρήσιµο για τον περιορισµό της φοροδιαφυγής και θέλει να ενθαρρύνει µε κάθε τρόπο τη χρήση του. Τέταρτον και τελευταίο, η επέκταση της Viva Wallet στον τραπεζικό τοµέα λειτουργεί υποστηρικτικά στην αντιµετώπιση της ανάγκης για ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγµατική οικονοµία.
Ουσιαστική ενίσχυση των νοικοκυριών
Παράλληλα, η πολιτική µείωσης των φόρων, όπως εκτιµούν στο Μαξίµου, από τη µία πλευρά ευνοεί την προσέλκυση νέων επενδύσεων και από την άλλη ενισχύει ουσιαστικά το εισόδηµα νοικοκυριών και εργαζοµένων.«Μετά τη µεσοσταθµική µείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% το καλοκαίρι του 2019, η κυβέρνηση προχωρά σε νέα µείωση, της τάξης του 13%, υπερκαλύπτοντας την προεκλογική δέσµευσή της για µείωση κατά 30% και ενισχύοντας το εισόδηµα των πολιτών τη στιγµή που η παγκόσµια ενεργειακή κρίση προκαλεί εξωγενείς πληθωριστικές πιέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη», υπογραµµίζουν κυβερνητικά στελέχη, επισηµαίνοντας πως «η νέα µείωση του ΕΝΦΙΑ καταδεικνύει τη σταθερή συνέπεια και φερεγγυότητα της κυβέρνησης και έρχεται σε πλήρη αντίθεση µε το καθεστώς υπερφορολόγησης που είχε επιβάλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.μΠλέον η οικονοµία αναπτύσσεται, τα φορολογικά βάρη µειώνονται και οι πολίτες έχουν µέρισµα από την ανοδική πορεία της χώρας».
Η κινητοποίηση πολύ μεγαλύτερων κεφαλαίων σε σχέση με το παρελθόν και το στοίχημα της ανάπτυξης, που φαίνεται να κερδίζεταιΣτον τοµέα της φορολογίας, επιπλέον των ήδη µόνιµων µειώσεων φόρων, δροµολογούνται µε βάση τον διαθέσιµο δηµοσιονοµικό χώρο νέες µειώσεις ή επέκταση των ήδη υφιστάµενων, όπως, µεταξύ άλλων, απαλλαγή από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης των εισοδηµάτων από τον ιδιωτικό τοµέα για το 2022 και το 2023, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, επέκταση για το 2022, της µονιµοποίησης της µείωσης κατά τρεις ποσοστιαίες µονάδες των ασφαλιστικών εισφορών, µονιµοποίηση επίσης του χαµηλού ΦΠΑ στην εστίαση και ενδεχοµένως και στις µεταφορές, καθώς και περαιτέρω µείωση του φόρου εισοδήµατος των επιχειρήσεων, σε µόνιµη βάση, από το 24% στο 22%. Η επικείµενη νέα αύξηση του κατώτατου µισθού που αναµένεται να αποφασιστεί την άνοιξη αποτελεί ακόµη µία σηµαντική εξέλιξη, που έχει στόχο να υπερασπιστεί το εισόδηµα των εργαζοµένων σε αυτή τη µεστή προκλήσεων περίοδο, ενσωµατώνοντας παράλληλα τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονοµίας.
Επίσης προωθούνται µεταρρυθµιστικές δράσεις, όπως η κωδικοποίηση της φορολογικής νοµοθεσίας, ενώ θεσπίζονται ρυθµίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της εξωστρέφειας και της προσέλκυσης επενδύσεων, όπως οι υπεραποσβέσεις για τις επιχειρήσεις στην πράσινη οικονοµία και στον ψηφιακό µετασχηµατισµό, η παροχή φορολογικών κινήτρων για ενίσχυση των συγχωνεύσεων και των εξαγορών και η εισαγωγή νοµοθετικού πλαισίου για τη σύσταση οµίλων ΦΠΑ. Κρίσιµη διάσταση της κυβερνητικής πολιτικής το προσεχές διάστηµα αποτελεί η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων από το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας µε σκοπό τον µετασχηµατισµό της ελληνικής οικονοµίας. Οι πόροι αυτοί συνολικά ανέρχονται σε 32 δισ. ευρώ µέχρι το 2026 και θα διοχετευθούν µέσω της υλοποίησης του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», το οποίο περιλαµβάνει µεταρρυθµίσεις και επενδύσεις σε τοµείς υψηλής προτεραιότητας, όπως η «πράσινη» και ψηφιακή µετάβαση, καθώς και η ενίσχυση της απασχόλησης, των δεξιοτήτων και της κοινωνικής συνοχής.